BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

4. Η πρόταση

Τζέικομπ POV

Γιατί ο Σαμ μου έβαλε μια ώρα επιπλέον περιφρούρισης; Είχα αργήσει να δω την Μπέλα και ήθελα να σιγουρευτώ πως όλα είχαν πάει καλά με την συνάντηση με την βδέλλα. Γύρισα γρήγορα στο σπίτι για να αλλάξω. Ήθελα να βγούμε για να γιορτάσουμε, μάλλον για να γιορτάσω που ο φάκελος ‘βδέλλες’ είχε κλείσει. Ειδικά με τον ‘κύριο Τέλειο’. Όσες φορές είχε αναφερθεί σε εκείνον χωρίς να καταρρεύσει οι περιγραφές που του έδινε μόνο σε κάτι τέτοιο αντιστοιχούσε. Τέλειος! Καλά ένα τέρας τυλιγμένο σε ένα ωραίο περιτύλιγμα θα έλεγα εγώ, αλλά όχι μπροστά της. Δε χρειαζόταν να πω κάτι τέτοιο για τον πρώην όταν εγώ ήμουν πλέον ο νυν. Χαμογέλασα με την ιδέα αν και ο τρόπος με τον οποίο κατέληξα δεν ήταν ο πιο ευχάριστος. Ειδικά όταν το πρώτο φιλί που δίνεις στην κοπέλα με την οποία είσαι ερωτευμένος είναι για να της σώσεις την ζωή από βέβαιο πνιγμό.

Ήταν παγωμένη και ο σφυγμός της αδύναμος, μου θύμιζε βαμπίρ εκείνη την στιγμή κρύα χωρίς καθόλου ζωή. Είχα τρομάξει με εκείνη την ανοησία της. Πάντοτε είχε τον τρόπο να μπλέκει. Μαγνήτη προβλημάτων δεν χαρακτήριζε τον εαυτό της; Δεν την άφησα ούτε λεπτό εκείνη την μέρα από την αγκαλιά μου.

Ανέβηκα στο μηχανάκι χωρίς να σταματήσω τις αναμνήσεις εκείνης της μέρας. Μόνο όταν είχαν φέρει οι γονείς την μικρή Κλαιρ στο σπίτι για το βράδυ τα πράγματα άλλαξαν. Τη στιγμή που η Μπέλα είδε την μικρή χαμογέλασε για πρώτη φορά ύστερα από δε ξέρω και εγώ πόσο καιρό και είδα τα μάτια της να λάμπουν. Αυτό ήταν που πραγματικά την ξύπνησε. Έπαιξε μαζί της και μπήκα και εγώ στο χορό. Κρυφτός, χαρτιά, χειροτεχνίες και στο τέλος της διηγήθηκε την Σταχτοπούτα χωρίς να έχει το βιβλίο μπροστά της. Αφού η μικρή κοιμήθηκε την πήρα αγκαλιά στον καναπέ. Φαινόταν χαρούμενη και ήρεμη. Δεν άντεξα και την φίλησα πραγματικά αυτή την φορά.

Για μια στιγμή πάγωσε. Τα χείλη της ήταν ακόμα αλμυρά από το αλάτι αλλά δε με πείραζε. Με πείραζε που δεν ανταποκρινόταν. Προσπάθησα να την πιέσω λίγο αλλά με σταμάτησε. Μου χαμογέλασε διστακτικά.

«Τζέικομπ…»

«Άσε με να σου δώσω αυτό που χρειάζεσαι», την διέκοψα. «Σε είδα σήμερα με την μικρή. Παρόλο που λίγες ώρες πιο πριν παραλίγο να πεθάνεις, με το που είδες την Κλαιρ πήρες ζωή. Μπέλα, θέλεις να αποκτήσεις μία οικογένεια με διαβολάκια όπως αυτό που κοιμάται αυτή την στιγμή πάνω. Θέλεις να τα δεις να μεγαλώνουν, να τα φροντίσεις», δάγκωσε τα χείλη της και έγνεψε.

«Έχεις δίκιο», ψιθύρισε. «Το συνειδητοποίησα σήμερα πόσο πολύ το θέλω και με σόκαρε. Όμως …»

«Παντρέψου με. Με αγαπάς έτσι δεν είναι;», προσπάθησα να βγάλω ένα ελαφρώς πληγωμένο ύφος για να μην της αφήσω περιθώρια επιλογής.

«Και βέβαια σε αγαπάω Τζέικομπ. Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Όμως αξίζεις κάτι καλύτερο από μένα. Είμαι ακόμα πληγωμένη και δεν ξέρω αν θα καταφέρω να…», έβαλα τον δείκτη μου στα χείλη της για να την διακόψω.

«Σε παρακαλώ, παντρέψου με. Μόνο αυτό ζητάω», την αγκάλιασα. «Μπορεί να μην είσαι ερωτευμένη αυτή τη στιγμή μαζί μου αλλά το ξέρω πως μια μέρα θα γίνει. Αγαπάμε ο ένας τον άλλον, νοιαζόμαστε και αυτά θα δώσουμε στα παιδιά μας αγάπη και φροντίδα. Φαντάσου ένα κοριτσάκι με τις μπούκλες του Τσάρλυ και τις μαγειρικές ικανότητες της Ρενέ», γέλασε και την έσφιξα πιο πολύ. Κάτσαμε σιωπηλοί για αρκετή ώρα έτσι.

«Τζέικ;», ψιθύρισε.

«Χμμ;», νόμιζα πως την είχε πάρει ο ύπνος, δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό της.

«Ναι», ψιθύρισε. Δεν είπαμε τίποτα άλλο όλη νύχτα. Κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι.

Έφτασα σπίτι της και με χτύπησε μία γνώριμη γλυκερή μυρωδιά. Βαμπίρ; Άκουσα την Μπέλα να τρέχει στην πόρτα. Ήταν μια χαρά. Τι έκανε όμως με ένα βαμπίρ; Με χαιρέτισε και βρέθηκα μπροστά στην διοργανώτρια του γάμους μας; Η Άλις;! Φαίνεται πως ο φάκελος ‘βαμπίρ’ δε θα κλείσει. Εδώ που έλεγα πως θα ησυχάζαμε μία και καλή από εκείνους. Τι είπε η Μπέλα; Την είχε στρώσει στη δουλειά; Αφού μισεί αυτά τα πράγματα. Η Άλις ή η βδέλλα – ξωτικό όπως θα προτιμούσα να την φωνάζω, άρχισε να λέει πόσο την δυσκολεύει η Μπέλα στην προετοιμασία. Μάλλον τα πράγματα είναι ακόμα ‘φυσιολογικά’ και δεν είμαι στη ζώνη του λυκόφωτος.

«… βοηθήσεις και εσύ…», τι έκανε λέει; Θέλει να κάτσω μαζί της σαν δύο καλοί φίλοι; Διόρθωση. Είμαι σίγουρα στη ζώνη του λυκόφωτος.

«Θέλεις να βοηθήσεις στο γάμο; Είσαι σίγουρη;», την ρώτησα.

«Αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι πως η καλύτερή μου φίλη παντρεύεται και με χρειάζεται», δεν αναφέρει πως θέλει αυτό το γάμο αλλά πως θέλει να βοηθήσει την Μπέλα. Μπάτσελορ; Ασυναίσθητα χαμογελάω.

«Αυτό είναι αλήθεια, ούτε από πάρτυ», πετάω. Την ξέρω αρκετά καλά.

«Τόσο άχρηστη με θεωρείς;», ρωτησε η Μπέλα. Δε της άρεσε να το ακούει.

«Μπέλα, ας το παραδεχτούμε. Κάνεις το ωραιότερο κοκκινιστό. Έχεις διαβάσει όλους τους κλασικούς, αλλά από αυτά τα πράγματα», κάνω μία αόριστη κίνηση με το χέρι. «δεν έχεις καμία ιδέα», η μυρωδιά μου τρυπάει πλέον την μύτη και φαίνεται πως δεν είμαι ο μόνος.

«Οπότε είμαστε σύμφωνοι;», ρωτάει το ξωτικό.

«Μάλλον. Με την Μπέλα θα πρέπει να συζητήσουμε κάποια πράγματα γιατί μάλλον θα πρέπει να γίνουν κάποιες αλλαγές», ένιωθα την Μπέλα να με κοιτάει ικετευτικά και δεν μπορούσα να αρνηθώ τουλάχιστον όχι ανοιχτά. Και ανοίγουν οι ασκοί του αιόλου. Μου δίνει μία λίστα ανοιχτών ερωτήσεων και πολλαπλής επιλογής για το τι θέλουμε για το γάμο. Πολλαπλής επιλογής; Ποιος δίνει πολλαπλής επιλογής ερωτήσεις για τον γάμο του; Και αρχίζει να με βομβαρδίζει με τις πληροφορίες που θα χρειαστεί. Παναγία μου! Μάλλον θα την φωνάζω από δω και πέρα τυφώνα Κατρίνα.

«Το είδες πως θα συμφωνήσω;», την ρώτησα καχύποπτα.

«Όχι, απλώς ξέρω ότι δε θα βρείτε καλύτερο άτομο για αυτή την δουλειά», αυτοπεποίθηση που έχει. Αγκάλιασε την Μπέλα και γρυλίζω σιγανά. Με αγνοεί και ευχαριστεί την Μπέλα. Μου γνέφει για αντίο και φεύγει. Ούτε εγώ άντεχα να κάτσω άλλο μέσα. Η μυρωδιά με εκνευρίζε και κάτι μου έλεγε πως θα έπρεπε να την συνηθίσω.

«Έλα», πιάνω την Μπέλα αγκαζέ. «Θέλω να πάρω καθαρό αέρα», κυριολεκτικά και μεταφορικά. «και να συζητήσουμε». Ανεβήκαμε στο μηχανάκι και πήγαμε στην παραλία. Ο θαλασσινός αέρας έδιωχνε την έντονη μυρωδιά. Περπατήσαμε λίγο χωρίς να μιλάμε.

«Είναι τόσο καλή;», την ρώτησα. Ήξερε για ποια μιλούσα.

«Η Άλις είναι η καλύτερη. Είναι σαν άγρια δύναμη της φύσης. Αν πάρει κάτι απόφαση θα σηκώσει γη και ουρανό για να το πετύχει. Είναι καταπληκτική Τζέικ. Αν την γνωρίσεις…», ασυναίσθητα μούγκρισα. «δώσε της μια ευκαιρία. Χωρίς εκείνη είμαι χαμένη. Την χρειάζομαι σε αυτό. Είναι η καλύτερή μου φίλη»

«Σε άφησε», φώναξα.

«Δεν ήταν δική της επιλογή», ο Έντουαρντ είχε αναγκάσει τους πάντες να φύγουν», είπε το όνομά του χωρίς να ξεσπάσει σε κλάματα για πρώτη φορά. Ίσως να ήταν πρόοδος.

«Πώς ξέρω πως δε θα προσπαθήσει να σου αλλάξει γνώμη; Για να γυρίσεις σε εκείνον;»

«Επειδή δε θα το κάνει. Την ξέρω. Το πήρε απόφαση, αλλιώς δε θα με βοήθαγε σε αυτό. Θα το δεις και εσύ ο ίδιος.»

«Αυτό δε σημαίνει πως μου αρέσει. Δε την συμπαθώ»

«Όλοι λατρεύουν την Άλις. Ακόμα και ο Έντουαρντ παρόλο που τον πέταξε από το δωμάτιο του, όταν πρωτοήρθε», χαμογέλασα ασυναίσθητα. Ίσως να συμπαθούσα τελικά τον τυφώνα Κατρίνα. Η Μπέλα ήταν ήρεμη τώρα αν και η ατμόσφαιρα είχε μία μελαγχολία χωρίς να ξέρω γιατί. Μάλλον θυμήθηκε κάτι. Την πήρα στην αγκαλιά μου.

Ο συνδυασμός από το φυσικό της άρωμα με την παγωμένη και γλυκερή μυρωδιά της Άλις μου έφερε στο μυαλό την εικόνα μιας Μπέλας παγωμένης με κόκκινα μάτια. Ανατρίχιασα. Όχι, δε θα την άφηνα. Τα χείλη μου συνέθλιψαν τα δικά της. Πάγωσε για μια στιγμή. Πάντοτε συνέβαινε όταν την φίλαγα και ύστερα ανταποκρινόταν διστακτικά λες και δεν ήθελε να με πληγώσει, να με πονέσει. Κάθε φορά προχωρούσαμε λίγο παραπάνω αλλά κάθε βήμα ήταν αργό. Υπερβολικά αργό. Μου χάιδεψε το μάγουλο και σταμάτησε το φιλί.

«Είναι αργά πρέπει να γυρίσουμε. Έχω να συμμαζέψω και το χάος που άφησε η Άλις στο σπίτι. Είμαι σίγουρη πως θα έρθει αύριο με περισσότερα περιοδικά και σχέδια». Σκέφτηκα τον τίτλο της επόμενης μέρας ‘Ο τυφώνας Κατρίνα ξαναχτυπά’, τελικά δε θα την γλύτωνα.

«Μη μου πεις ότι θα απαντήσεις και στη λίστα των ανοιχτών ερωτήσεων;», είπα ειρωνικά

«Όχι», ευτυχώς «θα απαντήσουμε μαζί». Ωχ! Πάλι δε θα κοιμηθώ σήμερα. «Έλα», ανεβήκαμε στο μηχανάκι και γυρίσαμε σπίτι. Έριξα μια ματιά στο χαρτί. Οι ερωτήσεις ήταν λογικές και ήταν φανερό πως ήταν σημαντικές για την προετοιμασία ενός γάμου. Έπρεπε να της το αναγνωρίσω. Κατσούφιασα με την ιδέα.

Μάλλον τώρα αναγκαστικά στην κεντρική εκκλησία της πόλης. Σκέφτηκα μία εκκλησία όπου από την πλευρά την δικιά μου θα ήταν λυκάνθρωποι και από την πλευρά της Μπέλα οι βρικόλακες. Κάτι μου έλεγε πως θα καλούσε κάποιους από αυτούς τώρα που επέστρεψαν. Αναστέναξα. Η Μπέλα ακόμα μάζευε τα περιοδικά. Καλά πόσα έφερε η Άλις;

Θέμα γάμου

Δεν ήξερα άμα ήθελα να μάθω τι σήμαινε αυτό. Η Μπέλα τελείωσε και κάτσαμε στον καναπέ. Ύστερα από αρκετή ώρα καταλήξαμε σε έναν απλό γάμο που θα γινόταν στην εκκλησία μία εβδομάδα μετά την αποφοίτηση.

«Πρέπει να μιλήσω με τον Σαμ για την επόμενη βάρδια. Αν και δε θέλω να το παραδεχτώ τώρα που οι Κάλεν γύρισαν έχουμε καλύτερες πιθανότητες να πιάσουμε την Βικτώρια», έμεινε σιωπηλή. «Κάποιες υποθέσεις πρέπει να κλείσουν για να προχωρήσουμε στις ζωές μας», έγνεψε. Την αγκάλιασα και την φίλησα για καληνύχτα.

«Θα τα πούμε αύριο. Εντάξει;», ήμουν στην πόρτα πλέον.

«Εντάξει», ψιθύρισε και μου χάρισε ένα μικρό χαμόγελο. Ανέβηκα στο μηχανάκι και έφυγα.