BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 3ο

Είχε βραδιάσει και η Μπέλα δειπνούσε στην τραπεζαρία με τον Τζέικομπ. Ο Τζάσπερ είχε ανάψει όλα τα κεριά αφού τους είχε ενημερώσει πως ο κόμης δε θα δειπνούσε μαζί τους λόγω κάποιων υποθέσεων αλλά θα ερχόταν αργότερα. Το δείπνο κύλησε ήσυχα.  Ο Τζέικομπ μίλησε για τις δυσκολίες που συνάντησε με τα χαρτιά και πόσο κουραστικό θα ήταν να τα οργανώσει. Η Μπέλα προσπάθησε να τον ακούει προσεχτικά και να γνέφει στα σωστά σημεία αλλά το έβρισκε δύσκολο.

Το μυαλό της γυρνούσε στην συνάντηση που είχε με τον κόμη. Το δάκτυλό της δεν πόναγε καθόλου αλλά ένιωθε ένα περίεργο μούδιασμα όταν το άγγιζε. Το έφερε στα χείλη της. Είχε κόψει καταλάθως το δάκτυλό της στο παρέλθον και ήξερε πως άμα πιπίλιζε για λίγη ώρα το δάκτυλό το αίμα θα σταμάταγε. Το είχε ξανακάνει. Όμως, γιατί όταν ο κόμης το έκανε ένιωσε τόσο περίεργα;

Έβαλε διακριτικά το δάχτυλο στο στόμα της και το πιπίλισε όπως έκεινος. Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε πως ήταν το δικό του στόμα, η δική του γλώσσα.

«Μμμ», μουρμούρισε. Είχε κλείσει τα μάτια και είχε απορροφηθεί στην αίσθηση.

«Μπέλα, έκοψες το δάκτυλό σου», άκουσε τον Τζέικομπ να ρωτάει. Άνοιξε τα μάτια και τράβηξε γρήγορα το χέρι από το στόμα της.

«Ναι, το τρύπησα σήμερα το πρωί», δεν τον κοίταξε στα μάτια καθώς το έλεγε. Άκουσε την καρέκλα του Τζέικομπ να μετακινείτε. Σήκωσε τα μάτια και τον είδε να γονατίζει δίπλα της.

«Ίσως αν το φιλήσω θα περάσει», της είπε ανάλαφρα.

«Εεε…», τον είδε να παίρνει το χέρι της στα δικά του και να το φέρνει στο στόμα του.

«Συγνώμη που δεν μπόρεσα να έρθω νωρίτερα, αγαπητοί μου φίλοι», ήταν ο κόμης. Ο Τζέικομπ πάγωσε για μια στιγμή στο σημείο που ήταν και άφησε ύστερα απρόθυμα το χέρι της.

«Δε πειράζει κόμη Μάσεν», η Μπέλα σήκωσε διστακτικά το κεφάλι της και κοίταξε τον κόμη. Ήταν ντυμένος πάλι στα μαύρα αν και τα ρούχα ήταν διαφορετικά από το πρωί. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν για μια στιγμή. Την κοιτούσε πάλι έντονα. Τράβηξε τα μάτια της από τα δικά του.

«Κόμη Μάσεν θέλετε να κάτσετε στην κορυφή του τραπεζιού; Έχω τελειώσει με το δείπνο μου»

«Όχι, αγαπητέ μου», κινήθηκε με χάρη και έκατσε στην καρέκλα απέναντι από την Μπέλα «ούτως ή άλλως το δείπνο δεν έχει τελειώσει ακόμα. Έχω φέρει ένα λίκερ που πρέπει οπωσδήποτε να δοκιμάσατε», έκανε μία νοερή κίνηση με το χέρι του και ο Τζάσπερ ήρθε με το μπουκάλι και 2 ποτήρια», ο κόμης άνοιξε το μπουκάλι πλησίασε την Μπέλα και πήγε να σερβίρει το λικέρ στο ποτήρι της. Εκείνη έβαλε το χέρι της πάνω στο ποτήρι.

«Κομή, ευχαριστώ αλλά δε θέλω. Δε μου αρέσει να πίνω και προσπαθώ να το αποφεύγω. Αρχίζω να φλυαρώ και να λέω ανοησίες», είδε ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη του.

«Είμαι σίγουρος πως ένα ποτήρι δε θα σας πειράξει», έκανε  μία μικρή παύση και την κοίταξε στα μάτια «Επιμένω». Η ανάσα του ήταν παγωμένη στον λαιμό της. Πήρε διστακτικά το χέρι της από το ποτήρι και τον άφησε να το γεμίσει. Το λικέρ είχε το χρώμα του αίματος και η ιδέα την έκανε να ανατριχιάσει.

«Ευχαριστώ», ψιθύρισε.

«Η ευχαρίστηση είναι δική μου», δεν ήξερε αν το εννοούσε για την προθυμία της να δοκιμάσει ή για κάποιο άλλο λόγο. Τον είδε να σερβίρει το ποτήρι του Τζέικομπ και να κάθεται απέναντί της. Την περίμενε να δοκιμάσει. Σήκωσε το ποτήρι διστακτικά και το κούνησε ελαφρά. Το άρωμα ήταν έντονο και της φάνηκε να μυρίζει κάτι γνώριμα γλυκό εκτός από το φρουτώδες μπουκέτο. Έφερε το ποτήρι στο στόμα της και ήπιε μια γουλιά χωρίς να αφήσει τα μάτια της να φύγουν από τα μάτια του κόμη παρά μόνο αφού ένιωσε την γλώσσα της να νιώθει το γλυκό υγρό. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε τις αισθήσεις της να καταγράψουν την εμπειρία. Είδε στο μυαλό της μία γνώριμη βελούδινη φωνή να της ψιθυρίζει στο αυτί.

«Πιστεύω πως η Εύα όταν είχε δοκιμάσει το μήλο στον κήπο της Εδέμ είχε νιώσει ότι νιώθεις εσύ τώρα», άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τον κόμη. Δεν είχε τραβήξει το βλέμμα του, δεν είχε ανοίξει τα χείλη του. Όμως γιατί τότε είχε την αίσθηση πως της είχε ψιθυρίσει αυτά τα λόγια;

«Ωραίο λικέρ αν και δε συνηθίζω κάτι τόσο γλυκό», άκουσε τον Τζέικομπ να σχολιάζει «από τι φτιάχνεται;»

«Είναι ένας συνδιασμός λικέρ κερασιού με μέλι»

«Θα έπαιρνα όρκο πως υπάρχει και κάτι άλλο. Το χρώμα είναι πιο ανοιχτό και δεν είναι τόσο γλυκό όσο το κλασικό λικέρ. Τι άλλο έχει;»

«Μήλο, κόκκινο μήλο», ψιθύρισε η Μπέλα.

«Α, για αυτό το λόγο το χρώμα είναι τόσο ανοιχτό»

«Ακριβώς», δήλωσε ο κόμης. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο πρόσωπο της. Στο κοκκίνισμα που άρχιζε να σχηματίζεται. Τα μάτια του κατέβηκαν στο λαιμό της. Α, ο λαιμός της, τόσο λεπτός και λευκός. Είδε πως παλλόταν η φλέβα της. Ήθελε να βυθίσει τα δόντια του και να γευτεί το νέκταρ που είχε δοκιμάσει το πρωί αλλά ήξερε πως έπρεπε να περιμένει.

Ήταν σίγουρος πως θα έπινε γρήγορα το λικέρ και δεν είχε άδικο. Ανυπομονούσε να λυθεί η γλώσσα της και να κοκκινίσουν τα μάγουλά της από το αλκόολ. Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Σηκώθηκε και στάθηκε από πίσω της.

«Λίγο ακόμα;», τον κοίταξε και του έγνεψε χαμογελώντας. Ωραία. Ήδη χαλάρωνε σκέφτηκε. Την λάτρευε όταν χαλάρωνε και άφηνε πίσω της τους κώδικες και τους ενδοιασμούς. Την είδε να πίνει μια μεγάλη γουλιά. Άφησε το ποτήρι κάτω και έγλειψε τα χείλη της. Πρόσεξε πως ο Τζέικομπ την κοίταζε. Ήξερε αυτό το βλέμμα. Ήταν όταν ένας άνδρας ανακάλυπτε την θηλυκότητα μιας γυναίκας και άρχιζε να την ποθεί. Ήθελε να του…

«Κόμη, η Άλις μου είπε πως υπάρχει ένας θρύλος σχετικά με το ποτάμι και την πριγκίπισσα που έπεσε σε αυτό. Μου είπε πως ξέρετε πολύ καλά την ιστορία. Θα μπορούσατε να μου την διηγηθείτε;», η προσοχή του στράφηκε σε εκείνη. Την ήξερε την ιστορία τόσο καλά.

«Αγαπητή μου, αυτή η ιστορία για να ειπωθεί σωστά χρειάζεται αρκετό χρόνο. Δε θα ήταν δίκαιο αν παρέλειπα κάτι και μία νύχτα δε θα ήταν αρκετή για να την τελειώσω»

«Αρχίστε τότε από την αρχή σήμερα και μπορούμε να συνεχίσουμε την επόμενη μέρα»

«Μπέλα, δε μπορείς να απαιτείς από τον κόμη κάτι τέτοιο. Δεν είναι υποχρεωμένος…»

«Από την αρχή λοιπόν;», ρώτησε ο κόμης την Μπέλα αγνοώντας τον Τζέικομπ.

«Από την αρχή», του απάντησε. Και ο κόμης άρχισε την ιστορία.

Μίλησε για τον πρίγκιπα του κάστρου, τον άρχοντα της περιοχής πριν τόσους αιώνες. Πόσο γνωστός ήταν. Όχι τόσο για την ομορφιά του, αν και υπήρχαν φήμες πως γυναίκες τον ερωτευόντουσαν με την πρώτη ματιά, αλλά περισσότερο για το γεγονός πως ήταν τόσο δίκαιος όσο και σκληρός. Οι νόμοι του ήταν αυστηροί αλλά ίσχυαν για όλους. Κανένας δε μπορούσε να ξεφύγει από την τιμωρία, ούτε οι ευγενείς. Την κλοπή την τιμωρούσε με μαστίγωμα. Όσα ήταν τα χρήματα τόσα ήταν τα μαστιγώματα. Την προδοσία με θάνατο και μάλιστα ατιμωτικό.

Οι άνθρωποι τον φοβόντουσαν και αυτός ο φόβος είχε υποχρεώσει τα άτομα να τον σέβονται. Να υπακούν στους νόμους και στις προσταγές του από φόβο.  Ο πρίγκιπας είχε μάθει από ένα πιστό του σύντροφο για κάποια άτομα που ετοίμαζαν μία επανάσταση εναντίον του σε μία μικρή πόλη. Ανάμεσά τους ο δήμαρχος της πόλης. Αποφάσισε να πάει για να επιβάλει την τιμωρία τους. Έφτασε βράδυ στο χωριό μαζί με τους πιο πιστούς του στρατιώτες. Αν κάποιος θα έβλεπε την ομάδα από μακριά δε θα καταλάβαινε ποιοι ήταν. Όταν κυκλοφορούσε εκτός του κάστρου ο πρίγκιπας προτιμούσε προσεγμένα αλλά απλά ρούχα χωρίς δαντέλες και περίεργα σχέδια που προτιμούσαν άλλοι γαλαζοαίματοι.

Εκείνο το βράδυ φόραγε ένα μαύρο παντελόνι και ένα μπορντό πουκάμισο μαζί με δερμάτινες μπότες. Τα ρούχα και το πρόσωπό του καλύπτονταν από μία μαύρη κάπα για να μην τον αναγνωρίσει κάποιος εκείνη την ώρα. Έστειλε τους συντρόφους του να αιχμαλωτίσουν τους προδότες  και να τους συγκεντρώσουν στην πλατεία του χωριού μπροστά από την εκκλησία.

Οι σύντροφοί του ήταν γρήγοροι και διακριτικοί. Τα περισσότερα άτομα κοιμόντουσαν εκείνη την ώρα μιας και είχαν δουλειές από τα χαράματα. Σε μία ώρα τους είχαν μαζέψει στην πλατεία.

«Χτυπήστε τις καμπάνες της εκκλησίας πρόσταξε ο πρίγκιπας. Ήθελε να μαζέψει όλη την πόλη για να γίνουν μάρτυρες της παραδειγματικής τους τιμωρίας. Οι κάτοικοι μαζεύτηκαν γρήγορα. Είχαν ανησυχήσει πως κάτι κακό συνέβαινε και κάποιος χρειαζόταν βοήθεια. Κάποιοι μάλιστα φόραγαν πρόχειρα κάπες πάνω από τα ρούχα που είχαν για τον ύπνο. Δεν είχαν καν αλλάξει πάνω στην βιασύνη τους.

Είδαν στο κέντρο της πλατείας 5 γνώριμα πρόσωπα δεμένα και γύρω τους άντρες ντυμένους στα μαύρα. Εκτός από έναν, τον πρίγκιπα. Είχε τραβήξει την κουκούλα της κάπας και τον αναγνώρισαν όλοι αμέσως. Κανένα άλλο άτομο δεν είχε αυτά τα περίεργα μαλλιά και αυτά τα μάτια που σου πάγωναν το αίμα. Μόνο αυτός θα μπορούσε να σταθεί σε εκείνον το χώρο με τέτοιο κύρος και αυτοπεποίθηση. Στάθηκε και άρχισε να μιλά με δυνατή φωνή.

«Σας κάλεσα εδώ για να γίνεται μάρτυρες της τιμωρίας αυτών των ατόμων. Η κατηγορία τους είναι προδοσία και εδώ έχω γράμματα που αποδεικνύουν την σκευωρία τους. Όποιος θέλει  μπορεί να τα ελέγξει», σήκωσε τα γράμματα ψηλά και στο φως των πυρσών φάνηκαν τα οικόσημα των οικογενειών. Κανένας δε τα ζήτησε. Ήξεραν τον πρίγκιπα. Μπορεί να ήταν σκληρός αλλά ήταν δίκαιος. Για ότι θα έκανε θα υπήρχαν αποδείξεις. Και κανένας δε θα μπορούσε να τον αμφισβητήσει.

«Όπως ξέρετε πολύ καλά η προδοσία τιμωρείται μόνο με έναν τρόπο. Ατιμωτικό θάνατο», ακούστηκαν μουρμουρητά από το πλήθος. Ήξεραν αυτά τα άτομα. Σε κάποιους ήταν αγαπητοί φίλοι, ευεργέτες. Αλλά ήξεραν πως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι.

«Όχι!», φώναξε μία γυναικεία φωνή. Ήταν η κόρη του δημάρχου. Έτρεξε γρήγορα μέσα από το πλήθος προς τον πατέρα της. Ένας από τους στρατιώτες την σταμάτησε.

«Πατέρα, πείτε του. Το ξέρω πως δε θα κάνατε ποτέ κάτι τέτοιο. Έχετε φιλειρηνική φύση. Δεν είναι του χαρακτήρα σας. Πείτε πως όλα είναι μία παρεξήγηση», ο άνδρας δεν απάντησε και έσκυψε το κεφάλι του. Η κοπέλα άρχιζε να κλαίει, καθώς έβλεπε κάποιους από τους στρατιώτες να ετοιμάζουν στα δέντρα τα σχοινιά για την κρεμάλα. Η κοπέλα έβγαλε ένα λυγμό.

«Άρχοντά μου σας ικετεύω, όχι τον πατέρα μου», ο πρίγκιπας δε γύρισε καν να την κοιτάξει, παρόλο που η γλυκιά της φωνή ήχησε στα αυτιά του.

«Ο νόμος ισχύει για όλους. Η προδοσία τιμωρείται με ατιμωτικό θάνατο»

«Τότε αφήστε με να πάρω εγώ την θέση του», δήλωσε με αποφασιστικότητα εκείνη. Ο πρίγκιπας γύρισε προς το μέρος της. Τα χαρακτηριστικά της δε διακρίνονταν καθαρά λόγο του σκοταδιού και της κάπας που φόραγε.

«Θα έκανες κάτι τέτοιο; Γιατί;»

«Γιατί αγαπάω τον πατέρα μου και δε θέλω να πεθάνει. Είναι καλός άνθρωπος. Όλη η πόλη γνωρίζει για τις αγαθοεργίες του. Έχει βοηθήσει τόσο κόσμο. Πιστέψτε με. Προτιμώ να πάρω εγώ τη θέση του. Η πόλη τον χρειάζεται. Μπορεί να προσφέρει τόσα πολλά», ο πρίγκιπας στράφηκε στον άνδρα.

«Η κόρη σου υποστηρίζει πως είσαι καλός άνθρωπος…», η ειρωνεία στην φωνή του ήταν ευδιάκριτη. «Ποιος καλός άνθρωπος πάει ενάντια στον άρχοντά του;»

«Έναν άρχοντα ψυχρό; Χωρίς καρδιά; Οι νόμοι σου είναι υπερβολικά σκληροί. Πρέπει να αλλαχθούν»

«Γιατί τότε δεν ήρθατε στο κάστρο εσύ και οι σύντροφοί σου για να μιλήσετε μαζί μου;», ο άνδρας έμεινε έκπληκτος. Ο πρίγκιπας συνέχισε. «Δεν αρνούμαι πως οι νόμοι μου είναι σκληροί. Φρόντισα να είναι έτσι ώστε να αποτρέπω το έγκλημα πριν να γίνει. Όμως δεν υπάρχει πουθενά νόμος που να απαγορεύει την αλλαγή των άλλων. Κανένας νόμος που να εμποδίζει σε κάποιον από τους υπηκόους μου να ζητήσουν ακρόαση από μένα για να συζητήσουν τα προβλήματά τους μαζί μου. Η ειρωνεία είναι πως η κόρη σου φάνηκε πιο σοφή από σένα. Έτρεξε σε μένα, μου μίλησε, μου εξήγησε. Γι’ αυτό και θα την ακούσω»

«Όχι, σκότωσε εμένα. Όχι, εκείνη. Είναι στο άνθος της ηλικίας της. Έχει τόση ζωή μέσα της», ο άνδρας έκλαιγε πλέον. Οι στρατιώτες άφησαν την κοπέλα να περάσει και να τον πλησιάσει.

«Πατέρα, θα είναι λες και πήγα στην μονή. Απλώς σκεφτείτε πως έφυγα νωρίτερα. Και στη μονή να ήμουνα πάλι δε θα μπορούσατε να με δείτε. Φανταστείτε το έτσι»

«Κοριτσάκι μου, έχεις τόσα να προσφέρεις στον κόσμο. Η καλοσύνη σου, η γλυκύτητά σου. Δεν είναι σωστό. Σαν μοναχή μπορεί να μη σε έβλεπα αλλά θα ήξερα πως είσαι καλά. Θα μου έγραφες. Δεν είναι σωστό να πεθάνεις στην θέση μου. Είμαι ένας γέρος…», έβαλε τα δάκτυλά της στα χείλη του. Ο πρίγκιπας πρόσεξε πόσο λεπτά και ντελικάτα ήταν.

«Δεν είστε γέρος. Μπορείτε να προσφέρετε τόσα πολλά στην πόλη ακόμα, στους κατοίκους της. Εγώ ως μοναχή δε θα μπορούσα . Σ’ αγαπάω πατέρα», τον αγκάλιασε σφιχτά φιλώντας τα δακρυσμένα του μάγουλα και έπειτα σηκώθηκε. Ο άνδρας άφησε απρόθυμα το χέρι της.

«Άρχοντά μου…», ακόμα δεν μπορούσε να την δει καθαρά.

«Υποσχεθείτε μου πως δε θα τον τιμωρήσετε μετά» Ήθελε να την δει. Ο πρίγκιπας στράφηκε στους υπόλοιπους κατοίκους. Τα μουρμουρητά τους ήταν έντονα. Ήξεραν την κοπέλα. Ήταν ένα γλυκό πλάσμα, καλοσυνάτο. Έτοιμο να προσφέρει βοήθεια σε όποιον την ζητούσε. Ήταν κρίμα να πεθάνει. Ακόμα και αν ήταν για να σώσει τον πατέρα της.

«Ακούστε με», η φωνή του άρχοντα τους έκανε να σωπάσουν.

«Είσαστε μάρτυρες αυτών που θα πω. Αυτή η κοπέλα προσέφερε τη ζωή της σε μένα απόψε για να σώσει τον πατέρα της. Απόψε δε σώζει μόνο εκείνον αλλά και τις ζωές των υπολοίπων», το πλήθος έμεινε έκπληκτο. Δε περίμεναν να δεχτεί την πρόταση της Ιζαμπέλα και μάλιστα να αφήσει τους άλλους να ζήσουν.

«Υποσχέθηκα στην κοπέλα πως δε θα τιμωρήσω τον πατέρα της μετά. Το ίδιο θα ισχύσει για τους υπόλοιπους. Η μόνη τιμωρία που θα λάβουν θα είναι πως και οι 5 θα σημαδευτούν με πυρωμένο σίδερο που θα έχει το οικογενειακό μου οικόσημο. Ένα σημάδι που θα τους υπενθυμίζει πως η οικογένειά μου τους άφησε να ζήσουν λόγω αυτής της κοπέλας. Ιζαμπέλα συμφωνείς;», η κοπέλα στάθηκε σιωπηλή για μια στιγμή.

«Συμφωνώ», είπε θαρραλέα. Ακούστηκαν φωνές που εναντιωνόντουσαν σε αυτή την συμφωνία, αλλά πνίγηκαν από τις φωνές των οικογενειών και φίλων που ευχαριστούσαν την κοπέλα για αυτό που έκανε.

«Ωραία. Τότε μπροστά στον κόσμο. Θέλω να ορκιστείς πως προσφέρεις την ζωή σου σε μένα. Πως μου ανήκει για να αποφασίσω πως θα τελειώσει. Πως μου ανήκεις!», κάποιοι από τους κατοίκους ανατρίχιασαν από τον τόνο του. Υπήρχε κάτι σκοτεινό στον τόνο που χρησιμοποιούσε. Τα λόγια του έμοιαζαν να υπονοούν κάτι αλλά δεν ήξεραν τι.

«Το υπόσχομαι», το είπε με γενναιότητα αλλά πολλοί κατάλαβαν πως το έκανε για χάρη του πατέρα της για να μην πονέσει περισσότερο με τον χαμό της. Ο πρίγκιπας χαμογέλασε.

«Γονάτισε Ιζαμπέλα», η κοπέλα το έκανε. Ο πρίγκιπας έκανε νόημα στους στρατιώτες να φέρουν κάποιους από τους πυρσούς πιο κοντά. Ήθελε να απολαύσει το θέαμα.

«Θυμάσαι Ιζαμπέλα τι ορκίστηκες;», έβγαλε το ξίφος του. Η λάμα έλαμψε στο φως των πυρσών. Ακούμπησε τη μύτη του ξίφους στο λαιμό της.

«Ναι», ψιθύρισε εκείνη κλείνοντας τα μάτια.

«Ωραία!», και ένα χρατς ακούστηκε καθώς η λάμα έκοβε τον αέρα.