BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 5ο

 

«Μπέλα, ξύπνα».

«Άλις;» σήκωσε αργά το κεφάλι έκπληκτη. Είχε κλειδώσει την πόρτα. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον.

«Ναι, έλα, πρέπει να ετοιμαστούμε. Μίλησα με τον κόμη το πρωί στην τραπεζαρία. Μου έδωσε άδεια για να κατέβω στην πόλη μαζί σου. Έλα. Παρακοιμήθηκες και δεν έχουμε αρκετό χρόνο τώρα.» την τράβηξε από το κρεβάτι. Σηκώθηκε και παραπάτησε. Ήταν ζαλισμένη. Δεν είχε πονοκέφαλο αλλά σίγουρα ένοιωθε περίεργα μετά από τρία ποτήρια λικέρ, ή ήταν τέσσερα, αναρωτήθηκε.

«Πως μπήκες;»

«Από το πέρασμα στο καθιστικό. Χτύπησα την πόρτα αλλά δεν απάντησες. Στο μεταξύ έπρεπε να σερβίρω το πρωινό στον αρραβωνιαστικό σου. Είναι ήδη στο γραφείο και δουλεύει.»

«Τι ώρα είναι;»

«Δέκα, Μπέλα. Ετοιμάσου γρήγορα. Πάω να φέρω το πρωινό. Εντάξει;»

Η Μπέλα προχώρησε αργά στο μπάνιο αφού η Άλις εξαφανίστηκε. Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο της  και άρχισε να ετοιμάζεται. Ένοιωθε κουρασμένη. Πρέπει να είχε δει πάλι κάποιον εφιάλτη αλλά δεν θυμόταν τίποτα όσο και να προσπαθούσε. Γιατί άραγε;

«Έλα, έφερα το πρωινό», η Άλις μπήκε από το πέρασμα.

«Ευχαριστώ. Θα κάτσεις να φάμε μαζί;» η Άλις την κοίταξε ενοχλημένη.

«Μπέλα, ο κόμης Μάσεν μου έδωσε για πρώτη φορά άδεια να κατέβω στο χωριό και το ελεύθερο για να ψωνίσω και εσύ μου λες να κάτσουμε; Θα σε βοηθήσω να ετοιμαστείς καθώς θα τρως», την έβαλε να κάτσει σε μια από τις καρέκλες και της έδωσε ένα πιάτο καθώς της έφτιαχνε τα μαλλιά. Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά είχε ετοιμαστεί και είχε τελειώσει το πρωινό!

«Ωραία, πάμε. Ο Τζάσπερ θα μας συνοδέψει. Έχει ήδη ετοιμάσει την άμαξα.» Την έπιασε από το χέρι και κατέβηκαν.

«Πρέπει να χαιρετήσω τον Τζέικομπ», μουρμούρισε η Μπέλα και προσπάθησε να σταματήσει. Η Άλις δεν την άφησε.

«Θα τον διακόψεις από τη δουλειά του τώρα. Θα τον δεις αργότερα». Η Μπέλα την ακολούθησε λίγο απρόθυμα και τελικά μπήκαν στην άμαξα. Ο Τζάσπερ ξεκίνησε την άμαξα και ύστερα από μισή ώρα έφτασαν στην πόλη. Η Μπέλα συνηθισμένη στο Λονδίνο δεν θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει σαν πόλη αλλά πιο πολύ σαν ένα μεγάλο χωριό ή μια μικρή κωμόπολη. Πρόσεξε πως κάποιοι από τους κατοίκους κοίταζαν έντονα την άμαξα. Πρέπει να είναι το οικόσημο. Θα τους τράβηξε την προσοχή, σκέφτηκε. H άμαξα σταμάτησε κοντά στο κέντρο της πόλης. Ο Τζάσπερ κατέβηκε και άνοιξε την πόρτα για να κατέβουν.

«Σ’ ευχαριστώ, Τζάσπερ», εκείνος έγνεψε το κεφάλι.

«Παρακαλώ, δεσποινίς Σουάν».

«Δε χρειάζονται επισημότητες Τζάσπερ. Μπορείς να με φωνάζεις Μπέλα.»

«Ναι, Τζάσπερ. Δεν είμαστε στο κάστρο. Δεν υπάρχει ανάγκη για επισημότητες εδώ», πρόσθεσε η Άλις, ενώ ο Τζάσπερ την βοηθούσε να κατέβει. Δεν απάντησε. Κοίταξε την Άλις στα μάτια και της φίλησε το χέρι. Σαν να προσπαθούσε να της πει κάτι. Εκείνη του χαμογέλασε. Εκείνος αναστέναξε.

«Ελάτε, δεν έχουμε αρκετό χρόνο. Πρέπει να βιαστούμε αν θέλετε να προλάβετε όλα τα μαγαζιά. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να απομακρυνθείτε από το πλάι μου. Ο κόμης με έχει ορίσει προσωπικά υπεύθυνο. Εντάξει;» Οι δυο κοπέλες έγνεψαν καταφατικά. Η Άλις πήρε την Μπέλα από το χέρι και άρχισαν την εξερεύνηση τους. Η Άλις ήταν ενθουσιασμένη με την επίσκεψη στην πόλη. Ήταν σαν ένα πουλί που το άφηνες ελεύθερο από το κλουβί του και τιτίβιζε απολαμβάνοντας την ελευθερία του. Η Μπέλα παρατήρησε πως ο Τζάσπερ την κοίταζε με αγάπη και λατρεία. Ο Τζέικομπ δεν την είχε κοιτάξει ποτέ έτσι. Με αγάπη ναι, αλλά όχι με λατρεία. Μπήκαν σε διάφορα μαγαζιά με υφάσματα και ρούχα. Η Άλις τα κοίταζε όλα προσεχτικά. Υφή, χρώματα, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Έβαλε κάποιες φορές τη Μπέλα να κάνει το μοντέλο για τα υφάσματα και κάποια ρούχα. Της είχε πει πως ήθελε να δει πως φαινόταν το ρούχο απ’ όλες τις πλευρές του και αν το φόραγε η ίδια θα της ξέφευγε κάποια λεπτομέρεια. Η Μπέλα το δέχτηκε χωρίς καμιά διαμαρτυρία. Ήξερε πως με αυτόν τον τρόπο βοηθούσε την Άλις να διασκεδάσει και το να παίξει το μοντέλο για λίγη ώρα για χάρη της δεν την πείραζε. Ούτως ή άλλως δεν σκόπευε να αγοράσει ρούχα για την ίδια. Αυτά που είχε ήταν υπεραρκετά.

Ο καημένος ο Τζάσπερ είχε φορτωθεί ό,τι θεωρούσε η Άλις απαραίτητο χωρίς να πει τίποτα. Η Άλις διάλεγε με προσοχή τι θα έπαιρνε.

Το πρωί αφού είχε σερβίρει το πρωινό στον νεαρό Μπλακ, ο κόμης την είχε καλέσει στο γραφείο του για να μιλήσουν ιδιαιτέρως. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε και είχε φοβηθεί για μια στιγμή πως θα την απέλυε. Δεν ήθελε να χάσει τον Τζάσπερ. Ήταν φοβισμένη όταν χτύπησε την πόρτα να μπει. Ο κόμης στεκόταν δίπλα στο παράθυρο και κοίταγε το ποτάμι. Στο χέρι του κρατούσε ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί; Δεν ήταν σίγουρη. Ποτέ δεν τον είχε δει να πίνει ή να τρώει. Όταν είχε ρωτήσει μια φορά τον Τζάσπερ της είχε πει πως ο ίδιος σέρβιρε το φαγητό στον κόμη επειδή γευμάτιζε σε περίεργες ώρες. Και πάλι της είχε φανεί παράξενο αλλά δεν είχε πιέσει το θέμα περισσότερο.

«Κάτσε ‘Αλις, δεν θα σε δαγκώσω», γιατί δυσκολευόταν να το πιστέψει, είχε αναρωτηθεί. Έκατσε στη μοναδική καρέκλα που δεν είχε χαρτιά. Ο αρραβωνιαστικός της Μπέλα θα είχε πολλή δουλειά σκέφτηκε. Χάρηκε με αυτή την ανακάλυψη. Αυτό σήμαινε πως θα μπορούσε να περάσει περισσότερο χρόνο με την Μπέλα πριν φύγει. Μακάρι να μη χρειαζόταν να φύγει. Ήταν η πρώτη φίλη που είχε κάνει εδώ και καιρό και δεν ήθελε να την χάσει. Κοίταξε τον κόμη. Δεν είχε κουνηθεί από το σημείο που στεκόταν και δεν την κοίταζε. Πήγε να ανοίξει το στόμα της να τον ρωτήσει τι ήθελε. Δεν πρόλαβε.

«Έμαθα πως θέλεις να κατέβεις στην πόλη για να ψωνίσεις» πως το έμαθε; αναρωτήθηκε «επίσης έμαθα πως θα ήθελες να πας με τη δεσποινίς Σουάν σε αυτή την εξόρμηση»

«Ναι, κόμη. Είναι τόσο καλή και γλυκιά. Θα είναι υπέροχη παρέα» μουρμούρισε.

Είδε τα χαρακτηριστικά του να μαλακώνουν με τη δήλωσή της. Θα έπαιρνε όρκο πως τον άκουσε να μουρμουρίζει «πάντοτε ήταν» αλλά πρέπει να ήταν της φαντασία της.

«Πιστεύω πως είναι καλή ιδέα. Δεν έχεις πάρει τους μισθούς σου και είναι μια καλή ευκαιρία να περάσεις την άδεια σου με καλή παρέα. Απλώς θέλω το εξής από σένα» στράφηκε και την κοίταξε. «Η δεσποινίς Σουάν είναι φιλοξενούμενη εδώ πέρα και θα ήθελα η διαμονή της να είναι όσο το δυνατόν πιο ευχάριστη. Πρόσεξα πως οι ενδυματολογικές της επιλογές δεν είναι οι καλύτερες για εδώ και θα ήθελα να φροντίσεις να προμηθευτεί ότι χρειάζεται.»

«Κόμη, με όλο το σεβασμό, πιστεύω πως δε θα νοιώσει άνετα όταν το μάθει», ψιθύρισε. Τον είδε να χαμογελάει. Να χαμογελάει πραγματικά.

«Δε χρειάζεται να το μάθει από πριν. Και για το αν θα νοιώσει άνετα ή όχι άσε εμένα να ανησυχώ.»

«Ο αρραβωνιαστικός της…»

«Ο αρραβωνιαστικός της έχει να φροντίσει την ταξινόμηση των περιουσιακών μου στοιχείων. Δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με άλλα ζητήματα για την ώρα. Το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω είναι να φροντίσω την αγαπητή μας φιλοξενούμενη. Τι οικοδεσπότης θα ήμουν αν δεν το έκανα;» τα χαρακτηριστικά του είχαν σκληρύνει πάλι. Πλησίασε το γραφείο και σήκωσε ένα πουγκί που ήταν πάνω σε ένα σωρό από χαρτιά. Πλησίασε την Άλις και άφησε το πουγκί να πέσει στις χούφτες της. Ήταν βαρύ. Τα χρήματα θα πρέπει να ήταν περισσότερα από τους μισθούς ενός χρόνου όλων των ατόμων που δούλευαν στο κάστρο. Μια μικρή περιουσία.

«Και Άλις,» σήκωσε το βλέμμα της από το πουγκί και τον κοίταξε, «θέλω να τα ξοδέψεις όλα». Εκείνη έγνεψε και βγήκε γρήγορα από το γραφείο. Στάθηκε σε έναν από τους διαδρόμους και κοίταξε πάλι το πουγκί. Ήταν δερμάτινο σε μπορντό απόχρωση και πάνω του είχε το οικόσημο σε μαύρο χρώμα. Πρώτη φορά την έστελνε στην πόλη για να ψωνίσει πράγματα που δεν θα ήταν για το κάστρο. Ούτε για τις αδελφές Ντενάλι δεν την είχε στείλει στην πόλη για να τους αγοράσει κάτι. Ενώ τώρα που ήρθε η Μπέλα… γιατί; Λες ο κόμης να…; Αλλά όχι. Αποκλείεται. Η Μπέλα ήταν αρραβωνιασμένη. Δεν θα την πλησίαζε. Έτσι δεν είναι; Προχώρησε σε ένα παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα αφήνοντας το φως να μπει. Ακόμα και το πρωί το κάστρο ήταν ψυχρό και σκοτεινό. Οι ακτίνες του ηλίου της ζέσταιναν το πρόσωπο. Η Μπέλα επηρέαζε την συμπεριφορά του, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Όμως θα μπορούσε η ίδια να αποδεχτεί την ιδέα η καινούρια της φίλη να μείνει στο κάστρο; Μερικές φορές που είχε βγει στους διαδρόμους τη νύχτα θα έπαιρνε όρκο πως είχε άκουσε βογκητά πόνου ακόμα και ουρλιαχτά. Θα μπορούσε να δεχτεί την ιδέα; Ένα σύννεφο έκρυψε τον ήλιο. Άφησε την κουρτίνα να πέσει και προχώρησε. Έπρεπε να ξυπνήσει την Μπέλα. Δεν θα έκανε άλλες άσχημες σκέψεις. Η Μπέλα ήταν ηθικό άτομο και δεν θα έπεφτε στην αγκαλιά του κόμη. Και αν, αν συνέβαινε αυτό θα σήμαινε πως ένοιωθε κάτι για εκείνον, όπως εκείνη για τον Τζάσπερ. Ίσιωσε την φούστα της. Δε θα έκανε άλλες δυσάρεστες σκέψεις. Θα κατέβαινε στην πόλη και θα φρόντιζε να διασκεδάσει μαζί της όσο το δυνατόν περισσότερο. Λίγα ψώνια δεν έβλαψαν κανέναν ούτως ή άλλως.

Πλησίαζε η ώρα του μεσημεριανού και δεν είχαν τελειώσει ακόμα τα ψώνια.

«Μπέλα, πεινάς;» ρώτησε η Άλις. Θα πρέπει να ήταν το εικοστό φόρεμα που δοκίμαζε τώρα. Φαινόταν βαριεστημένη αν και προσπαθούσε ανεπιτυχώς να το κρύψει.

«Λίγο. Θα γυρίσουμε στο κάστρο; Αχ…!» η κοπέλα που διόρθωνε το στρίφωμα με τη βελόνα την τρύπησε.

«Συ… συγνώμη. Είπατε στο κάστρο;» ψέλλισε η κοπέλα.

«Ναι, γιατί;» ρώτησε η Μπέλα.

«Ω, τίποτα, τίποτα», η κοπέλα έσκυψε να συνεχίσει την δουλειά της αλλά τα χέρια της έτρεμαν.

«Δεσποινίς;», η Μπέλα ρώτησε ευγενικά. Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι. Την κοίταξε με φόβο; Μέχρι που είδε το μικρό σταυρό που φορούσε η Μπέλα στο λαιμό της και αναστέναξε με ανακούφιση.

«Με συγχωρείτε δεσποινίς, απλώς για μια στιγμή νόμιζα πως ήσασταν μία από εκείνες.»

«Ποιες;»

«Τις αδελφές Ντενάλι.»

«Γιατί;»

«Αναφέρατε το κάστρο και υπέθεσα μια κυρία τόσο όμορφη θα μπορούσε μόνο να είναι κάποια από αυτές.» Η Άλις κοίταζε τα υφάσματα που της έδειχνε μία από τις άλλες υπαλλήλους και δεν πρόσεξε την συζήτηση που εξελισσόταν εκείνη τη στιγμή.

«Όμορφη; Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο αλλά κάνετε λάθος, είμαι μια φιλοξενούμενη εκεί πέρα.»

«Θα φύγετε σύντομα έτσι δεν είναι;»

«Όχι, θα μείνω στο κάστρο μέχρι ο αρραβωνιαστικός μου να τελειώσει τις εργασίες που του έχει δώσει ο κόμης Μάσεν. Γιατί;», η κοπέλα την πλησίασε και της ψιθύρισε.

«Πρέπει να φύγετε. Κινδυνεύετε εκεί πέρα. Δεν ξέρω ακόμα κι αν ο σταυρός θα μπορέσει να σας προστατέψει.»

«Από τι;»

«Από τους δαίμονες που τρέφονται με αίμα. Είναι πλάσματα της νύχτας και ο κόμης είναι το μεγαλύτερο τέρας απ’ όλους τους.»

Η Μπέλα κοντοστάθηκε και την κοίταξε. Άρχισε να βγάζει το φόρεμα με γρήγορες κινήσεις, σχεδόν με μανία και να βάζει πάλι το κανονικό της. Η Άλις την πλησίασε γρήγορα βλέποντας την συμπεριφορά της. Ήταν έξαλλη.

«Πλάσματα της νύχτας; δαίμονες; τέρας; Είδα τον κόμη μέσα στο φως της ημέρας και δεν διαλύθηκε σε σκόνη. Από την πρώτη στιγμή που φτάσαμε φρόντισε να ικανοποιήσει κάθε ανάγκη μας αμέσως σαν τέλειος οικοδεσπότης και εσείς τολμάτε να αναφέρετε τέτοιες συκοφαντίες για το όνομα του. Δεν πειράζει. Μείνετε στις δεισιδαιμονίες σας. Εγώ βλέπω έναν άνδρα θλιμμένο που ζει το κενό που του άφησε ο χαμός της αγαπημένης του. Αυτό. Πάμε Άλις.» και βγήκε έξω.

Μια έκπληκτη Άλις την ακολουθούσε και ένας ακόμα πιο έκπληκτος Τζάσπερ την αντίκρισε μπροστά από το μαγαζί. Τα μάγουλα της ήταν κατακόκκινα και τα μάτια της πέταγαν φλόγες. Ο Τζάσπερ ενστικτωδώς πισωπάτησε. Σχεδόν προκαλούσε φόβο.

«Πάμε σπίτι τώρα. Δεν μπορώ να ανεχτώ άλλο αυτά που άκουσα σήμερα», η φωνή της ήταν ψυχρή και ο τόνος της γεμάτος θυμό. Προσπέρασε τον Τζάσπερ. Ο Τζάσπερ κοίταξε για μια στιγμή την Άλις προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη. Εκείνη σήκωσε με απορία τους ώμους της. Δεν είχε ιδέα.

Αυτό δεν είναι καλό, σκέφτηκε ο Τζάσπερ. Και άρχισε να τρέχει πίσω από την Μπέλα. Στον κόμη δεν θα του άρεσε να επέστρεφε την Μπέλα σε τέτοια κατάσταση και μπορεί να τιμωρούσε εκείνον ή την Άλις. Η εικόνα της Άλις, νεκρής, παγωμένης του ήρθε στο μυαλό και αυτό τον έκανε να τρέξει γρηγορότερα. Κατάφερε να προσπεράσει την Μπέλα λίγο πριν φτάσει στην άμαξα.

«Δεσποινίς Σουάν, λυπάμαι βαθύτατα αν εγώ ή η Άλις με την συμπεριφορά μας σας συγχύσαμε σήμερα», μίλησε γρήγορα με το κεφάλι σκυφτό.

«Τζάσπερ, μπορούμε να επιστέψουμε στο κάστρο; Θέλω να γυρίσω σπίτι», ψιθύρισε εκείνη. Σήκωσε τα μάτια του για να την κοιτάξει. Φαινόταν ακόμα θυμωμένη αλλά μπορούσε να διακρίνει λίγη θλίψη στα χαρακτηριστικά της.

«και βέβαια. Εννοείται.» Βοήθησε την Μπέλα να μπει στην άμαξα και είδε να φτάνει η Άλις αναψοκοκκινισμένη και λαχανιασμένη μαζί με έναν νεαρό που κουβαλούσε τα πακέτα που είχε ξεχάσει εκείνος πίσω. Πήρε τα πακέτα γρήγορα και τα φόρτωσε στην άμαξα. Έδωσε ένα γερό φιλοδώρημα στον νεαρό και στράφηκε στην Άλις. Δεν τον κοίταζε.

«Συγνώμη», ψιθύρισε και της φίλησε το μάγουλο και ύστερα τα χέρια. Εκείνη δεν έκανε καμία κίνηση.

«Με άφησες πίσω.»

«Έπρεπε να την προλάβω. Ο κόμης με διέταξε να μην την αφήσω από τα μάτια μου ούτε στιγμή. Δεν μπορούσα να ρισκάρω την ιδέα πως θα μπορούσε να σε τιμωρήσει»

«Να με τιμωρήσει; Για ποιο λόγο;»

«Κάτι συνέβη στη Μπέλα. Τι της είπες; Τσακωθήκατε; Πρέπει να ξέρω Άλις», την έπιασε από τους ώμους και την πίεσε να τον κοιτάξει. Τον κοίταξε απορημένη. Ο Τζάσπερ αναστέναξε και την βοήθησε να ανέβει δίπλα του και έπιασε τα χαλινάρια. Καλύτερα η Μπέλα να καθόταν μόνη της στην επιστροφή ίσως ηρεμούσε. Ξεκίνησαν και ύστερα από λίγα λεπτά άρχισε η Άλις.

«Δεν ξέρω τι συνέβη. Τη μια στιγμή ήμασταν μια χαρά. Την άφησα για λίγα λεπτά με μια από τις κοπέλες του μαγαζιού για να της φτιάξει λίγο το στρίφωμα. Ξαφνικά βλέπω την Μπέλα έξαλλη να αλλάζει στα κανονικά της ρούχα. Μόνο που δεν έσκισε το φόρεμα που δοκίμαζε. Δεν πρόλαβα να ακούσω τι είπε, το μόνο που κατάφερα να ακούσω ήταν να μιλάει για δεισιδαιμονίες και αναφέρθηκα στον κόμη», ο Τζάσπερ της έκανε νόημα να συνεχίσει. «Τον χαρακτήρισε ως ένα άτομο δυστυχισμένο. Τζάσπερ; Αυτό με τις δεισιδαιμονίες…», ο Τζάσπερ έσφιξε τα χείλη του.

«Ναι, Άλις;»

«Τι συμβαίνει στο κάστρο;»

«Δε καταλαβαίνω, τι εννοείς;»

«Τζάσπερ, μια φορά άκουσα κάποιον να ουρλιάζει. Ο κόμης δεν θα βλάψει την Μπέλα, έτσι δεν είναι;»

«Όχι βέβαια, ο κόμης θέλει το καλύτερα για την Μπέλα. Αυτό μπορώ να στο επιβεβαιώσω.» Να δεθεί αιώνια με την πριγκίπισσα του και να κυριεύσουν τη νύχτα μαζί. Αλλά αυτό ήταν κάτι που δε μπορούσε να ρισκάρει να πει. Ακόμα, είχε ξεχαστεί και την είχε αποκαλέσει με το μικρό της όνομα.

«Η δεσποινίς Σουάν έχει φέρει φως στη ζωή του κόμη και του έχει ξυπνήσει αρκετά προστατευτικά αισθήματα.»

«Είναι ερωτευμένος μαζί της;”

 Ναι αλλά δεν μπορούσε να της το πει.«Νομίζω πως αυτή είναι μια συζήτηση για μια άλλη ώρα. Φτάσαμε», είπε και σταμάτησε την άμαξα.

Κατέβηκε γρήγορα για να ανοίξει την πόρτα της άμαξας, αλλά ήδη η Μπέλα είχε κατέβει και περπατούσε γρήγορα προς το κάστρο. Καθώς προχωρούσε στην κεντρική είσοδο, έστριψε σε έναν από τους διαδρόμους και άρχισε να ανεβαίνει κάποιες σκάλες. Ο κόμης είχε δει σε τι κατάσταση βρισκόταν από το παράθυρο του προσωρινού του δωματίου. Το δωμάτιο είχε δημιουργηθεί μετά το θάνατο της. Τα πάντα μαύρα όπως και η ψυχή του. Μαύρες ταπετσαρίες και ένα μαύρο φέρετρο με μαύρα σεντόνια για να δημιουργεί στον εαυτό του μια αίσθηση ανάπαυσης. Έσφιξε τις γροθιές του. Τι συνέβη και είχε γυρίσει σε αυτή την κατάσταση; Όποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό θα το πλήρωνε με τη ζωή του. Προχώρησε προς την πόρτα για να πάει να την βρει. Γύρισε το πόμολο και βρέθηκε μπροστά σε μια λαχανιασμένη Μπέλα με κατακόκκινα μάγουλα. Ένοιωσε στο λαιμό του την δίψα για το αίμα της αλλά την αγνόησε. Το πονεμένο βλέμμα της αγαπημένης του έπρεπε να εξαφανιστεί.

Έκανα και οι δύο ένα βήμα μπροστά και ένοιωσε τα χέρια της πάνω του. Την αγκάλιασε και εκείνος. Ο σταυρός της έκαιγε το στήθος του. Το ένστικτό της την είχε φέρει σε κείνον. Δεν θα την άφηνε ακόμα κι αν δεν θυμόταν ακόμα. Πήγε να ρωτήσει τι συνέβη αλλά τον πρόλαβε.

«Τους μισώ!» τόσο σκληρά λόγια από το στόμα της αγαπημένης του.

«Ποιους;», ρώτησε. Κάποιος θα πέθαινε σήμερα.

«Τα άτομα στην πόλη που πιστεύουν σε αυτές τις ανόητες δεισιδαιμονίες», ο σταυρός τον έκαιγε, τον πονούσε αλλά την έσφιξε περισσότερο. Είχε ανάγκη την επαφή.

«Σε χαρακτήρισαν δαίμονα, Έντουαρντ. Ένα τέρας που πίνει αίμα.» Πάλι είχε πει ασυνείδητα το όνομά του όμως δεν μπορούσε να χαρεί με τους χαρακτηρισμούς που συνόδευαν το όνομα. Ένοιωσε το πουκάμισο του να μουσκεύει και μικρά αναφιλητά από κείνη. Όχι, την είχε χάσει. Του ξέφευγε εκείνη τη στιγμή από τα χέρια. Ένοιωσε θυμό να τον κυριεύει.

«Και αυτό τι είναι; Δάκρυα για το τέρας;»

Η Μπέλα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Το βλέμμα της του πήρα την ανάσα. Ήταν το βλέμμα που είχε κάθε φορά που του έλεγε πως τον αγαπούσε. Δεν την είχε χάσει, την κέρδιζε ξανά από την αρχή.

«Είναι δάκρυα θυμού για τη σκληρότητα τους, γιατί δεν βλέπουν αυτό που βλέπω εγώ,» η μικρή της διακοπή για να πάρει ανάσα και να συνεχίσει σχεδόν τον τρέλανε. «έναν υπέροχο άνδρα.» Ένοιωσε γαλήνη για πρώτη φορά ύστερα από αιώνες. Μπορούσε να αγνοήσει και το κάψιμο του σταυρού. Εκείνη τη στιγμή ήθελε να κάνει μόνο ένα πράγμα. Άφησε τα χέρια του από τη μέση της αργά, αφήνοντας τα δάχτυλά του να χαϊδέψουν κάθε πόντο. Ρίγησε στο άγγιγμά του. Θα μπορούσε να χαμογελάσει με την αντίδρασή της αλλά δεν το έκανε. Κράτησε το ύφος του σοβαρό. Τα δάχτυλά του ανέβηκαν στους ώμους της και έφτασαν στο πρόσωπό της. Οι αντίχειρές του σκούπισαν τα δάκρυα από τα μάγουλα της.

«Μπέλα… » δεν μπορούσε να αντισταθεί όπως τα θύματα του δε μπορούσαν να αντισταθούν σε εκείνον. Ένοιωθε υπνωτισμένος. Μπορούσε να χαθεί στις δυο καστανές λίμνες της. Την πλησίασε περισσότερο και σήκωσε το πηγούνι της πιο ψηλά. Ανέπνεε τον ίδιο αέρα με κείνη. Ήταν τόσο κοντά…

«Μπέλα!», ακούστηκε η φωνή του Τζέικομπ από μακριά. Η φωνή του ξύπνησε την Μπέλα από το ξόρκι και απομάκρυνε τα μάτια της από τα δικά του. Κοίταξε πόσο κοντά ο ένας στον άλλον. Τα σώματά τους σχεδόν αγγίζονταν. Λίγα εκατοστά τους χώριζαν.

Τρόμαξε με την ιδέα πως ήθελε να καλύψει αυτή την απόσταση. Έκανε ένα βήμα πίσω. Τα χέρια του έφυγαν από τα μάγουλά της και έπεσαν. Ένιωσε μία αίσθηση απώλειας αφού έχασε την επαφή με τα χέρια του.

«Συγνώμη, κόμη…», έκανε ένα βήμα πίσω. «… Συγνώμη», και έτρεξε γρήγορα μακριά του.

Ο κόμης άρχισε να αναπνέει γρήγορα. Τα λουλούδια που βρίσκονταν στα βάζα του διαδρόμου μαράθηκαν. Ήταν έξαλλος! Γρύλισε και πέταξε το τραπέζι στην άλλη πλευρά του δωματίου. Τόσο κοντά. Ήταν τόσο κοντά…