BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 11ο

Κεφάλαιο 11ο

Ω, Θεέ μου! Η Μπέλα ήταν στα πρόθυρα πανικού. Είχε θεωρήσει πως ο δρ. Κάλεν ήταν ο ιερέας…

Θα ήταν διακριτικός και θα κρατούσε το μυστικό της; Τον κοίταξε με παρακλητικά μάτια και εκείνος της ένευσε με ένα αχνό χαμόγελο. Ένα μεγάλο βάρος έφυγε από πάνω του.

«Πάτερ, αφήστε με να σας βοηθήσω με τα βιβλία», πήρε την στοίβα με τα βιβλία και την ακούμπησε προσεκτικά στο γραφείο. «Το όνομά σας δεσποινίς;»

«Σουάν. Μπέλα Σουάν», της χαμογέλασε.

«Ένας όμορφος κύκνος λοιπόν. Δεσποινίς Σουάν δυστυχώς μόλις τώρα δανείστηκα όλα τα βιβλία του πάτερ Κρίστιαν. Θα μπορούσαμε αν θέλετε να σας καλέσω για τσάι και να σας αφήσω να επιλέξετε ποια θέλετε να δανειστείτε. Πάτερ Κρίστιαν δε νομίζω να έχετε πρόβλημα να δανειστεί η Δεσποινίς Σουάν μερικά από τα βιβλία σας;»

Ο ιερέας την πλησίασε και έσφιξε το χέρι της στα δικά του. Μπόρεσε να διακρίνει ελαφρώς στην ανάσα του το αλκοόλ αλλά κράτησε το στόμα της κλειστό για τις πρωινές συνήθειες του ιερέα. Φαίνεται ήταν αδύναμος χαρακτήρας.

«Και βέβαια όχι! Δεσποινίς Σουάν θα χαρώ να πάρετε κάποια από τα βιβλία. Είπα στο δρ. Κάλεν να τα κρατήσει αλλά επιμένει πως δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχτεί τέτοιους θησαυρούς. Θησαυροί!», γέλασε σαν να έλεγε κάτι αστείο. «Αυτά τα πράγματα θα ήταν χρήσιμα μόνο ως ένα καλό προσάναμμα και τίποτε άλλο. Όποτε θέλετε περάστε και από δω για να συζητήσουμε. Είμαι σίγουρος πως θα σας λείπει η θεία καθοδήγηση μια και είσαστε μακριά από το σπίτι σας»

«Ευχαριστώ πολύ πάτερ», είπε η Μπέλα τραβώντας διακριτικά το χέρι της από τα δικά του. «Όταν θα έχω εύκαιρο χρόνο θα χαρώ να περάσω. Ίσως να έρθω για τη κυριακάτικη λειτουργία. Τι λέτε;»

Τα μάτια του ιερέα έλαμψαν.

«Αυτό θα ήταν υπέροχο δεσποινίς. Να δει λίγο κόσμο αυτή η εκκλησία», ο δρ. Κάλεν της έκανε νόημα να φύγουν.

«Πάτερ Κρίστιαν θα πρέπει να φύγουμε. Δεν θέλω να αφήσω την Έσμε να περιμένει», στήριξε στο ένα χέρι τη στοίβα με τα βιβλία και με το άλλο έσπρωξε απαλά τη Μπέλα προς την έξοδο.

«Γεια σας, πάτερ», ψέλλισε η Μπέλα. Δεν ήθελε να κάτσει παραπάνω στο ίδιο δωμάτιο μαζί του και από ότι είχε καταλάβει ούτε ο δρ. Κάλεν.

Αφού έφτασαν στη βάση της σκάλας ο δρ. Κάλεν κοντοστάθηκε.

«Δεσποινίς Σουάν, η πρόσκληση για το τσάι ισχύει. Η γυναίκα μου φτιάχνει το ωραιότερο κέικ πορτοκάλι και είναι ωραιότατο ζεστό»

«Ευχαριστώ δρ. Κάλεν αλλά δεν είμαι μόνη μου», του έδειξε την Άλις που καθόταν ήσυχα σε μία γωνία περιμένοντάς την.

Ο δρ. Κάλεν πλησίασε την κοπέλα.

«Δεσποινίς, είμαι ο δρ. Κάλεν και είμαι ο νέος γιατρός στη πόλη σας. Μόλις προσκάλεσα τη φίλη σας για τσάι και επιμένω να έρθετε και εσείς μαζί μας», η Άλις χαμογέλασε με τον τόνο του και δέχτηκε την πρόσκληση.

Με το που βγήκαν από την εκκλησία η Μπέλα είπε στον Μάικ πως ήταν ελεύθερος να κάνει μία βόλτα στη πόλη και του έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού του δρ. Κάλεν. Μπορούσε να τους βρει εκεί πιο μετά. Οι δύο κοπέλες επέμειναν στο δρόμο πολλές φορές να βοηθήσουν στο κουβάλημα των βιβλίων, μα ο ώριμος άνδρας αρνήθηκε σθεναρά.

Ύστερα από λίγη ώρα ανακάλυψαν πως την ίδια επιμονή διέκρινε και τη σύζυγό του. Με το που χτύπησε ο δρ. Κάλεν το κουδούνι του σπιτιού του η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως.

«Κάρλαϊλ Κάλεν, έχεις αργήσει!», ήταν ελαφρώς κωμικό η σύζυγος να μαλώνει τον άντρα της αλλά η οικειότητα τους ήταν φανερή.

«Έσμε…», και της έδωσε ένα φιλί στα χείλη «…ο ιερέας άργησε να βρει τα βιβλία αλλά σου έφερα ένα ωραιότατο δώρο, αυτές τις γλυκύτατες κοπέλες για τσάι», και έδειξε από πίσω που στέκονταν η Μπέλα και η Άλις.

«Ω, με συγχωρείτε για τους τρόπους μου. Περάστε μέσα», το πρόσωπό της γλύκανε και έκανε χώρο στις κοπέλες να περάσουν.

Το σπίτι ήταν μικρό αλλά ήταν φανερό το χέρι μιας νοικοκυράς πάνω του. Λουλούδια υπήρχαν στα βάζα και στον αέρα πλανιόταν η μυρωδιά του πορτοκαλιού. Το κέικ για το οποίο μιλούσε πιο πριν ο δρ. Κάλεν. Τον είδαν να κατευθύνεται προς ένα δωμάτιο, μάλλον το γραφείο του, για να αφήσει τα βιβλία.

Στο μεταξύ η κυρία Κάλεν τους οδήγησε στο καθιστικό. Ύστερα από λίγα λεπτά όλοι κάθονταν με ένα φλιτζάνι τσάι στα χέρια τους και με μία γενναιόδωρη μερίδα κέικ στα πιάτα τους.

«Ώστε είσαστε από το Λονδίνο, δεσποινίς Σουάν. Αχ, μου λείπουν τα πανεπιστημιακά μου χρόνια. Υπέροχη πόλη!»

«Μάλιστα, δρ. Κάλεν. Ο αρραβωνιαστικός μου εργάζεται στον πύργο του κόμη και τον έχω ακολουθήσει. Είναι η πρώτη φορά που φεύγω από το Λονδίνο. Τα τοπία είναι πολύ διαφορετικά από όσα έχω συνηθίσει»

«Θα πρέπει να τον αγαπάς πολύ για να τον έχεις ακολουθήσει μέχρι εδώ», παρατήρησε η κυρία Κάλεν.

Η Μπέλα πήγε να συμφωνήσει αυτόματα σε αυτό που είπε η κυρία Κάλεν αλλά είδε τον εαυτό της να διστάζει. Σίγουρα αγαπούσε τον Τζέικομπ. Όμως θυμήθηκε κάτι. Κάτι που δεν συνειδητοποίησε παρά εκείνη τη στιγμή.

Όταν ο Τζέικομπ της είχε πει για το ταξίδι δεν είχε αποφασίσει να έρθει για να τον ακολουθήσει. Όχι! Διάβαζε το Αβαείο της Τζέιν Ώστεν και σκεφτόταν πως ήταν κρίμα που θα έλειπε ο αρραβωνιαστικός της τόσο καιρό. Όμως όταν εκείνος ανακοίνωσε τον προορισμό του η προσοχή της έφυγε από το βιβλίο. Το κάστρο, το όνομα του κόμη έμοιαζαν σαν ένα κάλεσμα στο οποίο έπρεπε να υπακούσει.

«Εγώ του το πρότεινα», μουρμούρισε χαμηλόφωνα. Τα χέρια που κρατούσαν το φλιτζάνι άρχισαν να τρέμουν.

Είχε προτείνει η ίδια να έρθει μαζί του. Όχι, όμως για κείνον. Αλλά γιατί την τραβούσε κάτι στο μέρος που θα πήγαινε. Και ένιωθε άνετα εδώ πέρα. Και υπερβολικά άνετα με τον οικοδεσπότη όπως είχε παρατηρήσει η Άλις.

«Δεσποινίς Σουάν, νιώθετε καλά; Είσαστε χλομή σαν φάντασμα και τα χέρια σας τρέμουνε», παρατήρησε ο δρ. Κάλεν.

«Μην ανησυχείτε είμαι εντάξει», το φλιτζάνι που ξέφυγε από τα χέρια της και έπεσε χύνοντας το περιεχόμενό του στο χαλί απεδείκνυε το αντίθετο. Πήγε να σταθεί και τα χέρια του γιατρού την κράτησαν από του ώμους.

«Νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να ξαπλώσετε. Έσμε, ετοίμασε το κρεβάτι στην επιπλέον κρεβατοκάμαρα. Δεσποινίς Μπράντον, βοηθήστε με να την μεταφέρουμε αργά, χωρίς απότομες κινήσεις», η Μπέλα τους άφησε να την μεταφέρουν σαν άψυχη μαριονέτα πάνω.

Ο δρ. Κάλεν άφησε τη σύζυγό του και την Άλις να την βάλουν να ξαπλώσει στο κρεβάτι κάτω από ζεστά σκεπάσματα. Ήταν απαλό κρεβάτι αλλά όχι όπως το δικό της στο κάστρο. Ο δρ. Κάλεν γύρισε λίγα λεπτά αργότερα με κάποιο φάρμακο σε ένα ποτήρι. Ήπιε το σκουρόχρωμο υγρό που της έδωσε. Είχε μία γλυκόπικρη γεύση αρκετά διαφορετική από το λικέρ του Έντουαρντ. Πόσο της άρεσε αυτό το λικέρ…

Δεν έδωσε σημασία στην κα Κάλεν που κοίταξε νευρικά το υγρό που χανόταν στα χείλη της. Ούτε το αυστηρό βλέμμα που της έριξε ο σύζυγός της αποτρέποντάς την να μιλήσει. Τα χέρια της σταμάτησαν να τρέμουν και τα βλέφαρά της βάρυναν σχεδόν αμέσως.

«Δεν θέλω να φύγω», ψιθύρισε.

«Από πού;», η φωνή του δρ. Κάλεν ακούστηκε από μακριά. Λες και βρισκόταν στην άκρη ενός τούνελ και εκείνη από την άλλη μεριά.

«Από το κάστρο του πρίγκιπά μου…», αποκρίθηκε. Και ο Ορφέας την τράβηξε στο χώρο των ονείρων.




Θα έφευγε για πρώτη φορά από το κάστρο. Δεν ήξερε πως έπρεπε να νιώσει εκείνη τη στιγμή. Είχε συνηθίσει την ασφάλεια που ένιωθε μέσα στους τοίχους, στην αγκαλιά του. Όμως, της έλειπαν τόσα άλλα.

Της έλειπε ο αέρας του έξω κόσμου. Το δάσος στο οποίο πήγαινε να μαζέψει μανιτάρια με την νταντά της. Η μικρή λίμνη στην οποία πήγαινε να πλυθεί τα πρωινά του Μαΐου. Κοίταξε το τοπίο από την άμαξα που άλλαζε. Πήρε μία βαθιά ανάσα. Μια ανάσα σχεδόν ελευθερίας. Το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της τραβώντας την κοντά του.

Δεν ήταν όμως ελεύθερη, σκέφτηκε αναστενάζοντας. Τόσα είχαν αλλάξει. Μέχρι και η ίδια είχε αλλάξει. Δεν ήξερε αν της άρεσε πραγματικά το άτομο που ήταν πλέον. Θεωρούσε τον εαυτό της λογικό χωρίς τη λαχτάρα για σάρκα. Κάτι που θα ταίριαζε στο μονοπάτι που είχε διαλέξει, αυτό της εκκλησίας.

Η ανάσα του γαργάλησε τον λαιμό της και το σώμα της ρίγησε.

Πόσο είχε αλλάξει… Ήθελε πλέον τα δάχτυλά του στο κορμί της, τα χείλη του να βασανίζουν το στόμα της και όχι μόνο. Και κυρίως… το φύλο του μέσα της να την κάνει δική του, λες και ήταν ένα κομμάτι ιδιοκτησίας.

Το χέρι του πήρε το δεξί της και το έφερε στα χείλη του. Η άκρη της γλώσσας του άγγιξε το δάχτυλο που είχε το δαχτυλίδι του, απόδειξη της ιδιοκτησίας του. Το τρομακτικό όμως δεν ήταν αυτό. Το τρομακτικό ήταν πως έμοιαζε πως δεν την πείραζε πλέον.

Πόσες φορές είχε ουρλιάξει το όνομά του μέσα στη νύχτα. Πόσες φορές είχε αποκριθεί στην απαίτησή του να δηλώσει πως ήταν δική του, μόνο δική του. Και είχε αρχίσει να το πιστεύει.

«Μου αρέσουν πάρα πολύ τα μαλλιά σου, Ιζαμπέλα», τα χείλη του φίλησαν το λαιμό της που ήταν γυμνός απ’ τα δεξιά. Η Άντζελα είχε πάρει τη πρωτοβουλία να παίξει με τα μαλλιά της και να τα φέρει στο πλάι.

Το αποτέλεσμα ήταν σκανδαλώδες και είχε ζητήσει από τη κοπέλα να το αλλάξει. Ο πρίγκιπας όμως είχε άλλη άποψη. Τον είδε από τον καθρέφτη να την πλησιάζει και να χαϊδεύει με την Άντζελα μπροστά το γυμνό δέρμα του λαιμού της.

«Άρχοντά μου, όχι μπροστά της. Σας παρακαλώ», τον είχε ικέτεψε ψιθυριστά. Τον είδε από τον καθρέφτη να σκύβει και να αφήνει ένα απαλό φιλί στη φλέβα του λαιμού της. Δεν προχώρησε παραπάνω. Άφησε το δωμάτιο της και την ίδια σε μία κατάσταση πυρετού.

Η γλώσσα του τώρα έγλειψε το σημείο που είχε φιλήσει το πρωί. Δεν μπορεί να σκεφτόταν να κάνουν κάτι μέσα στην άμαξα. Έτσι δεν ήταν; Το χέρι που ο πρίγκιπας είχε ελεύθερο σύρθηκε πάνω στο φόρεμά της, στη σφιχτή της μέση και ανέβηκε αργά στο μπούστο της. Η ανάσα της κόπηκε.

Το άλλο του χέρι δεν άφησε το δικό της. Αντίθετα άρχισε να το κατεβάζει αργά προς τα κάτω κάνοντας τα δάχτυλά της να συρθούν στο γιλέκο του. Ακόμα και πάνω από το χοντρό ύφασμα μπορούσε να νιώσει τους σκληρούς μύες του. Το χέρι της ήταν κάπως άβολα με αυτή τη θέση αλλά δεν σκέφτηκε να το πει. Η προσοχή της ήταν στραμμένη στο άλλο του χέρι που έπαιζε με το μωβ βελούδο κοντά στο μπούστο χωρίς να αγγίζει το λεπτότερο ύφασμα από μέσα.

«Ξέρεις τι μου αρέσει με το συγκεκριμένο φόρεμα, Ιζαμπέλα;»

«Όχι», ψιθύρισε και έκλεισε τα μάτια της.

Ήξερε πως θα την άγγιζε και ένα μέρος της ανυπομονούσε για τα χάδια του. Ακόμα και τα πόδια της άνοιξαν ελαφρώς κάνοντας τον να γελάσει απαλά στο αυτί της. Η ανάσα του ήταν τόσο ζεστή πάνω της. Τα χείλη του δάγκωσαν παιχνιδιάρικα το λοβό του αυτιού της.

«Τονίζει το στήθος σου με τον ωραιότερο τρόπο», οι άκρες των δαχτύλων σύρθηκαν στο ντεκολτέ του φορέματος. «Και ξέρω πως άμα τα δάχτυλά μου συρθούν πιο κάτω θα βρουν τις ρώγες σου σκληρές από τον πόθο σου για μένα», και πράγματι κάτω από το ανάλαφρο άγγιγμα οι ρώγες της σκλήρυναν και στάθηκαν όρθιες. Η Ιζαμπέλα άφησε ένα μικρό βογκητό.

Ο πρίγκιπας έσπρωξε το χέρι της πιο κάτω μέχρι που έφτασε στο παντελόνι του. Δεν σκέφτηκε τι σήμαινε η κίνησή του. Όλες τις οι αισθήσεις είχαν συγκεντρωθεί στα δάχτυλα που έπαιζαν με τις ρώγες της. Το ελεύθερο χέρι της έσφιξε το ύφασμα του φορέματός της. Τα δάχτυλά του εναλλάσσονταν μεταξύ χαδιών και ελαφρών τσιμπημάτων.

Ο πρίγκιπας έσπρωξε το άλλο χέρι της μέσα στο παντελόνι του και αυτό που άγγιξαν τα δάχτυλά της την έκαναν να στρέψει το κεφάλι της έκπληκτη σε κείνον. Ο ανδρισμός του ήταν σκληρός στα δάχτυλά της όμως δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Στα πράσινα μάτια του που είχαν σκοτεινιάσει από τον πόθο έβλεπε μία αναμονή. Έπρεπε να κάνει κάτι. Όμως τι;

Δεν είχε ξαναγγίξει εκείνο το σημείο του σώματός του. Η αίσθηση ήταν περίεργη. Το δέρμα ήταν απαλό και πιο ζεστό από το υπόλοιπο του σώμα. Το χέρι του έσπρωξε το χέρι της πιο κάτω και τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω του. Τώρα τι; Το ένιωσε να σκληραίνει μέσα στο χέρι της και έκπληκτη πήγε να τραβήξει το χέρι της.

Δεν τα κατάφερε. Το χέρι του πρίγκιπα έσφιξε τον καρπό της και άρχισε να οδηγεί το δικό της, πάνω – κάτω . Η κίνηση ήταν αργή και σταθερή. Ο ρυθμός ήταν πιο αργός αλλά δεν άργησε να συνειδητοποιήσει τι της θύμιζε αυτή η κίνηση. Μόνο που στο μυαλό της το θυμόταν ως μέσα – έξω.

«Γιατί έτσι;», τον ρώτησε χαμηλόφωνα.

Το χέρι του άρχισε να κινεί πιο γρήγορα το δικό της και η ανάσα του ήταν πιο γρήγορη. Το άλλο χέρι τσίμπησε μία ρώγα της λίγο πιο δυνατά κάνοντας την να ξεχάσει την ερώτησή της. Σχεδόν λαχάνιαζε τώρα και οι κινήσεις ήταν πιο έντονες. Το σώμα της ανταποκρινόταν στις αντιδράσεις του ποθώντας ανακούφιση αλλά δεν της την έδινε. Τα δόντια του δάγκωσαν το λαιμό της καθώς ένιωσε κάτι υγρό να χύνεται στη παλάμη της.

Την έσπρωξε απαλά στην άκρη και σκουπίστηκε με ένα μαντήλι. Τα μάτια της έπεσαν στο όργανο που βρισκόταν πριν από λίγο στο χέρι της. Φαινόταν μαλακό τώρα. Τον είδε να το σκουπίζει με μαλακές κινήσεις και της έδωσε το μαντήλι για να σκουπίσει το χέρι της.

«Είναι πολύ καλύτερα έτσι και για τους δυο μας», είπε. Απαντώντας στο ερώτημα που του είχε κάνει πιο πριν.

Πήρε το μαντίλι και καθάρισε το χέρι της όπως καλύτερα μπορούσε. Έστρεψε το κεφάλι της αλλού κοιτώντας το βρώμικο μαντίλι. Τι να το έκανε τώρα;

«Πέτα το. Έκανε τη δουλειά του», έκανε τη δουλειά του.

Όπως και εκείνη έκανε τη δική της μόλις τώρα. Ο άρχοντας και σύζυγός της ήθελε ανακούφιση και αυτή του την πρόσφερε. Αυτό ήταν το καθήκον της. Να ικανοποιεί την κάθε του ανάγκη. Ίσως δεν ήταν καλύτερη και από μία κοινή που πρόσφερε τις υπηρεσίες της σε έναν άνδρα με την ανάλογη αμοιβή. Πέταξε το μαντίλι από το παράθυρο και το πήρε ο αέρας.

Ο πρίγκιπας την πήρε στην αγκαλιά του και τα χέρια του χάιδεψαν τη μέση της. Πρόσεξε το ένα χέρι του να πηγαίνει προς τα κάτω. Αυτή ήταν η αμοιβή της για τη δουλειά που έκανε μόλις τώρα. Ανακούφιση της φωτιάς που είχαν ανάψει τα χάδια του πιο πριν. Ένιωσε βρώμικη μόνο και με τη σκέψη. Έκλεισε τα μάτια της και προσευχήθηκε να έκανε αυτό που θα του ζητούσε.

«Θα μπορούσα να κοιμηθώ, άρχοντά μου;», το χέρι που κατέβαινε πάγωσε. «Το ταξίδι είναι μακρινό και θα ήθελα να ξεκουραστώ»

«Σίγουρα είσαι κουρασμένη, Ιζαμπέλα;», διέκρινε τον σκοτεινό τόνο. Αυτόν που χρησιμοποιούσε όποτε την έκανε δική του. «Σίγουρα δεν θέλεις κάτι άλλο;», τα χέρια του χάιδεψαν τη μέση και την κοιλιά της.

«Να κοιμηθώ θέλω μόνο άρχοντά μου», μουρμούρισε. Ας την άφηνε ήσυχη. Ήξερε πως άμα την βασάνιζε παραπάνω θα έβαζε τα κλάματα.

«Πολύ καλά. Κοιμήσου», περίμενε να την αφήσει να πάει στην άλλη άκρη της άμαξας αλλά την έσφιξε πάνω του. Λάτρευε τη ζέστη του κορμιού του όμως εκείνη τη στιγμή η αγκαλιά του άφηνε μία γλυκόπικρη γεύση στο στόμα της. Πήρε μία βαθιά ανάσα και προσπάθησε να κοιμηθεί.