BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 9ο

Κεφάλαιο 9ο

Η Μπέλα Σουάν δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει για να απασχολήσει το μυαλό της. Είχε γράψει σε όλους της τους συγγενείς περιγράφοντας με λεπτομέρειες τις εμπειρίες που είχε ήδη από την διαμονή της στον πύργο. Σίγουρα η ξαδέλφη της η Ρόουζ θα ενθουσιαζόταν με την μυστηριώδη παρουσία του κόμη.

Αναστέναξε…

Η Ρόζαλι Χέιλ, πρώτη της ξαδέλφη από την πλευρά της μητέρας της, ήταν η πιο περιζήτητη νύφη σε όλο το Λονδίνο. Πρόσφατα ύστερα από αρκετούς μήνες σε χορούς και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις είχε αποφασίσει να περιοριστεί σε έναν μόνο από τους θαυμαστές της, τον Ρόις Κινγκ. Αυτό δεν είχε κάνει εντύπωση στην Μπέλα. Η πιο περιζήτητη νύφη με τον πιο περιζήτητο γαμπρό της πόλης. Οι αρραβώνες τους ήταν το γεγονός της χρονιάς. Όχι σαν τους δικούς της με τον Τζέικομπ το περασμένο εξάμηνο.

Είχε διστάσει να πει πολλά στην ξαδέλφη της για τον κόμη. Ένοιωθε για έναν παράλογο λόγο πως η Ρόουζ θα ενδιαφερόταν και θα προσπαθούσε να της τον κλέψει, όπως έκλεβε πάντοτε τόσα άλλα στην ζωή της. Την προσοχή του πατέρα της, την αγάπη της μητέρας της. Ήξερε πως η ξαδέλφη της δεν το έκανε πάντοτε συνειδητά αλλά είχε το μοναδικό ταλέντο να αιχμαλωτίζει την προσοχή όποιου ήθελε και την ζήλευε για αυτό.

Μπορεί στην Μπέλα Σουάν να μην άρεσε να αποτελεί το επίκεντρο της προσοχής των άλλων αλλά σίγουρα ούτε της άρεσε να βρίσκεται συνεχώς στην σκιά. Μονάχα ο αρραβώνας της με τον Τζέικομπ την είχε κάνει για μία φορά στη ζωή της να έχει την προσοχή των αγαπημένων της. Όχι, δεν θα μιλούσε με λεπτομέρειες για τον κόμη στην Ρόουζ.

Γιατί φοβάσαι πως θα στον κλέψει; Ο κόμης δεν σου ανήκει, μία μικρή φωνούλα μέσα της σχολίασε ειρωνικά. Σηκώθηκε απότομα από το γραφειάκι.

Όχι! Όχι! Όχι! Δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι. Ήταν αρραβωνιασμένη. Θα παντρευόταν έναν υπέροχο άνθρωπο. Έπρεπε να αφοσιωθεί σε εκείνον. Ναι, αυτό θα έκανε. Θα πήγαινε να δει τον αρραβωνιαστικό της και θα του πρότεινε να κάνουν μία βόλτα στον κήπο. Ήταν απόγευμα τώρα και ο ήλιος δεν ήταν πολύ δυνατός.

Κατέβηκε με αποφασιστικότητα τα σκαλιά και στάθηκε έξω από την πόρτα του γραφείου. Σήκωσε το χέρι της για να χτυπήσει την πόρτα αλλά σταμάτησε πριν το χέρι της χτυπήσει την πόρτα.

‘Μη το κάνεις αγαπημένη μου’, άκουσε στο μυαλό της την φωνή του κόμη να την ικετεύει.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε το κεφάλι της.

Δεν υπήρχε κανείς στο διάδρομο.

Πόσο λάθος έκανε…

Ο κόμης την παρακολουθούσε στις σκιές από τη στιγμή που είχε αφήσει το δωμάτιό της. Το γλυκό της άρωμα τον τράβαγε σαν μαγνήτης και με το που διάβασε στις σκέψεις της τι ήθελε να κάνει την ακολούθησε κατευθείαν.

Ήξερε πως δεν μπορούσε να την υπνωτίσει διατάζοντάς την να μη μπει στο γραφείο αλλά προσπάθησε να την σταματήσει με μία νοητή ικεσία. Είδε τον δισταγμό της πριν χτυπήσει την πόρτα. Ο άγγελός του άκουσε την ικεσία του.

‘Πήγαινε κάπου αλλού μόνο μη μπεις στο γραφείο. Μη με προδίδεις’, την ικέτεψε νοητά.  Ήξερε πως στον νεαρό Μπλακ είχε αρχίσει να ξυπνά ο πόθος για την αγαπημένη του και δεν ήξερε τι θα συνέβαινε αν εκείνη έμπαινε στο γραφείο. Τα μάγουλά της είχαν το γλυκύτερο ροδαλό χρώμα και τα χείλη της, ύστερα από αρκετή ώρα που τα δάγκωνε, μία συνήθεια που είχε όταν συγκεντρωνόταν για να γράψει κάτι, ήταν σχεδόν κόκκινα και αρκετά σαρκώδη.

Κανένας κοινός θνητός δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στον αθώο πειρασμό που αποτελούσε εκείνη. Και ο Μπλακ ήταν ένας από αυτούς.

Την είδε να δαγκώνει τα χείλη της καθώς σκεφτόταν τι θα έκανε. Άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης όταν την είδε να αλλάζει πορεία και να κατευθύνεται στην βιβλιοθήκη του πύργου. Την ακολούθησε διακριτικά από πίσω.

Η Μπέλα άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε από πίσω της αγνοώντας πως άφηνε από την άλλη πλευρά της πόρτας τον κόμη να προσπαθεί να δει κομμάτια από τις σκέψεις της. Ένα δώρο σπάνιο για κείνον και πολυτιμότερο από όλους τους θησαυρούς στο κάστρο του.

Δεν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της τόσο εύκολα όσο του υπόλοιπου κόσμου. Μερικές φορές υπήρχε μόνο σιωπή ενώ άλλες φορές τον πλημμύριζαν εικόνες. Όπως όταν ονειρευόταν την προηγούμενη ζωή της. Ένας αναστεναγμός του ξέφυγε. Και τι δε θα έδινε για να ξαναζήσει κάποια από τις προηγούμενες στιγμές τους…

Στο ενδιάμεσο η Μπέλα εξερευνούσε την αίθουσα. Η βιβλιοθήκη του κάστρου δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να χαρακτηρισθεί ως ένα απλό δωμάτιο. Όλοι οι τοίχοι με εξαίρεση αυτού της πόρτας ήταν από το πάτωμα έως το ταβάνι ξύλινα ράφια σκούρου κόκκινου, σχεδόν μαύρου  γεμάτα βιβλία. Δεν υπήρχαν παράθυρα στην βιβλιοθήκη και το φως ερχόταν από τις αναμμένες λάμπες δίνοντας στον χώρο μία απόκοσμη αίσθηση σχεδόν μυστηριώδης.

«Μοιάζει περισσότερο σαν ένα δωμάτιο που κρατά μυστικά παρά σαν μία βιβλιοθήκη», μουρμούρισε η Μπέλα. Ο κόμης γέλασε σιγανά από την άλλη πλευρά της πόρτας. Η αγαπημένη του συνέχιζε και σε αυτή τη ζωή να σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο. Όταν την είχε καλέσει την πρώτη φορά στην βιβλιοθήκη του κάστρου την είχε ακούσει να μουρμουρίζει τα ίδια λόγια.

Μέσα στην βιβλιοθήκη η Μπέλα εξερευνούσε τα ράφια και τα παλιά βιβλία. Βιβλία δερματόδετα και παλιά στόλιζαν τα ράφια. Η Μπέλα λάτρευε τα βιβλία και δεν μπορούσε να αντισταθεί και ανά στιγμές  τράβαγε κάποιον από τους παλιούς τόμους.

Χάιδευε την ράχη τους. Μύριζε το παλιό κίτρινο χαρτί. Τα περισσότερα από τα βιβλία ήταν γραμμένα στο χέρι και οι εικόνες που ήταν ζωγραφισμένες αποτελούσαν μικρά έργα τέχνης.

Την προσοχή της Μπέλας τράβηξε ένας χοντρός τόμος. Το εξώφυλλο ήταν δερματόδετο.

‘Αραβικές Νύχτες’ του Ρίτσαρντ.

Τι περίεργος τίτλος σκέφτηκε. Άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο.

Η ανάσα της κόπηκε από τις εικόνες.

«Τι είναι αυτό;», ψιθύρισε σοκαρισμένη.

Στις εικόνες του βιβλίου απεικονίζονταν σκηνές με άντρες και γυναίκες με ελάχιστα ρούχα σε περίεργες περιπτύξεις.

«Κάπου έχω ξαναδεί  τέτοιες εικόνες», μουρμούρισε. Ένιωσε μία λιγοθυμία και το βιβλίο γλίστρησε από τα χέρια της. Έπεσε με έναν έντονο γδούπο στο πάτωμα και στο μυαλό της άκουσε μία φωνή καθώς λιποθυμούσε στο πάτωμα.

«Γιατί με παράκουσες Ιζαμπέλα;»

«Άρχοντά μου εγώ…», ψιθύρισε η Ιζαμπέλα με σκυμμένο το κεφάλι.

«Σε ζήτησα στα διαμερίσματά μου χτες αλλά δεν ήρθες. Γιατί;», ο πρίγκιπας στάθηκε μπροστά από την απρόθυμη σύζυγό του. «Γιατί;», σήκωσε το πιγούνι της ώστε το βλέμμα της να συναντήσει το δικό του. Τα σμαραγδένια μάτια του την κοίταζαν με τόση ένταση που ένιωθε πως θα την έκαιγαν.

«Δεν ένιωθα καλά», μουρμούρισε δισταχτικά.

Ήταν αλήθεια αλλά και ψέμα συγχρόνως. Είχαν έρθει οι μέρες με τα κόκκινα. Ήταν σίγουρη. Ένιωθε μικρούς πόνους στην κοιλιά της από χτες το απόγευμα. Δεν ήθελε να δει τον σύζυγό της εκείνο το βράδυ. Ένιωθε βρώμικη όποτε συνέβαινε αυτή η αιμορραγία.

Μία υπενθύμιση πως το αμάρτημα της Εύας το είχαν πληρώσει πολύ ακριβά όλες οι γυναίκες. Δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε ο σύζυγός της, ακόμα της ήταν δύσκολο να συνηθίσει στην ιδέα πως ήταν πλέον παντρεμένη.

Ήταν παντρεμένοι λίγες βδομάδες και κάθε βράδυ την επισκεπτόταν στα διαμερίσματά της. Φρόντιζε να ικανοποιήσει μαζί της την σαρκική του λαχτάρα. Εκείνες τις στιγμές όλοι οι ενδοιασμοί της χάνονταν και υπάκουε στις ανάγκες του συζύγου της.

Ίσως γιατί σε έναν βαθμό είχαν γίνει και δικές της ανάγκες…

Το κορμί της με το άγγιγμά του έπαιρνε φωτιά και έμοιαζε να ακολουθεί μαζί με το δικό του έναν πρωτόγονο χορό.

Λες και ήξερε τι έπρεπε να κάνει.

Λες και ήξερε τι θα ακολουθούσε μετά από το κάθε άγγιγμα, μετά από το κάθε φιλί.

Ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν και την ανάσα της να βγαίνει γρήγορη. Οι αναμνήσεις των προηγούμενων βραδιών τους της ξύπνησαν τον πόθο της για κείνον.

Όμως δεν μπορούσε να τον ικανοποιήσει απόψε.

«Γιατί τότε δεν ζήτησες να ειδοποιήσουμε τον γιατρό Ιζαμπέλα; Η σύζυγος του πρίγκιπα πρέπει να βρίσκεται σε άριστη κατάσταση για να μπορέσει να γεννήσει τον διάδοχο. Και μου φαίνεσαι μια χαρά τώρα. Δεν είσαι χλωμή.», ο δείκτης του άγγιξε το αριστερό της μάγουλο. «Τα μάγουλά σου είναι είναι ροδαλά και τα χείλη σου κατακόκκινα.», έκανε ένα βήμα μπροστά κάνοντας την Μπέλα να υποχωρήσει προς έναν από τους γεμάτους ράφια τοίχους.

Η πλάτη της ακούμπησε στα ράφια. Ο πρίγκιπας ακούμπησε τα χέρια του στα ράφια με την Ιζαμπέλα αναμεσά τους. Ήταν παγιδευμένη.

«Εγώ...»

«Δεν είσαι ζεστή για να υποθέσω πως έχεις πυρετό ούτε φαίνεται να υποφέρεις από κάποιον πόνο»

«Αυτό δεν είναι αλήθεια»

«Μη μου λες ψέματα Ιζαμπέλα», της φώναξε. Έκλεισε τα μάτια της από τον απότομο τόνο της φωνής του. «Στέκεσαι μια χαρά και φαίνεσαι απόλυτα υγιής. Μπορεί όταν μπήκες να ήσουν χλωμή και για μια στιγμή να υπέθεσα πως πράγματι ήσουν αδιάθετη αλλά τώρα γλυκιά μου φαίνεσαι μια χαρά», το χέρι του έπιασε ένα βιβλίο στο  ράφι και το τράβηξε.

«Α, πιστεύω πως αυτό το βιβλίο να βοηθήσει την απρόθυμή μου δεσποσύνη να μάθει κάτι καινούριο για τα καθήκοντά της προς εμέ και πως μπορεί να υπάρχει ποικιλία…», άνοιξε το βιβλίο σε μία σελίδα και το γύρισε προς εκείνη.

«Τι!!», μπροστά της βρισκόταν ένα ζευγάρι, ένας άντρας και μία γυναίκα με ελάχιστα ρούχα να κάνουν όρθιοι ότι έκανε εκείνη με τον άντρα της.

«Όπως βλέπεις γλυκιά μου δεν είναι απαραίτητο να βρισκόμαστε στο κρεβάτι για να εκπληρώσεις τα καθήκοντά σου σε μένα. Αυτή η στάση για παράδειγμα δεν σου θυμίζει αρκετά αυτή στην οποία βρισκόμαστε τώρα μόνο που φοράμε ρούχα; Τι λες να το αλλάξουμε αυτό Ιζαμπέλα;», η Ιζαμπέλα ένιωσε κάτι υγρό να κυλάει στους μηρούς της.

Είχε αρχίσει η αιμορραγία.

«Όχι», μουρμούρισε με τρόμο.

«Ω, ναι γλυκιά μου. Σε κάλεσα χτες το βράδυ στο κρεβάτι μου για πρώτη φορά και αρνήθηκες. Αρνήθηκες τα καθήκοντά σου στον άντρα σου. Θα τα εκπληρώσεις τώρα», άφησε το βιβλίο να πέσει στο πάτωμα.

«Μα…», όμως δεν της άφησε περιθώριο να συνεχίσει.

Τα χείλη του αιχμαλώτισαν τα δικά της σε ένα άγριο φιλί που της έκοψε την ανάσα. Τα δόντια του δάγκωσαν τα χείλη της απαιτώντας είσοδο στο στόμα της. Του την έδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η γλώσσα του εξερεύνησε με θράσος το στόμα της καθώς το ένα χέρι του σήκωσε με γρήγορες κινήσεις την φούστα του φορέματός της. Ο κρύος αέρας στα πόδια της την έκανε να συνέλθει από τη ζάλη του φιλιού του.

«Έντουαρντ…», μουρμούρισε. Το στόμα του κατέβηκε στον λαιμό της αφήνοντας μικρές δαγκωματιές στο πέρασμά του.

«Σε θέλω συνέχεια», τον άκουσε να λέει. «Τόσο που νοιώθω πως χάνω τον έλεγχο»

Το ένα χέρι του ξεκούμπωσε με γρήγορες κινήσεις το παντελόνι του καθώς κρατούσε την σηκωμένη φούστα της.

«Άρχοντά μου»

«Σσς, σε λίγο θα νιώσουμε αυτό που έχουμε και οι δύο ανάγκη. Ηδονή»

Και δεν έχασε χρόνο. Πριν προλάβει η Ιζαμπέλα να πει κάτι είχε γίνει ένα μαζί του. Είχε μπει μέσα της με μία μόνο κίνηση.

«Ω, Ιζαμπέλα μου είσαι τόσο υγρή. Γιατί με βασάνισες κάνοντας με να πιστεύω πως δεν με ήθελες;», ψιθύρισε εκείνος. Όμως εκείνη δεν μπορούσε να του πει την αλήθεια εκείνη την στιγμή.

Φοβόταν την αντίδρασή του για αυτό το γυναικείο φαινόμενο. Πως θα αηδίαζε μαζί της. Πως θα την θεωρούσε βρώμικη. Πως θα την απέρριπτε. Και τότε το συνειδητοποίησε. Δεν ήθελε την απόρριψή του.

«Σε θέλω», ψιθύρισε διστακτικά χωρίς να τον κοιτάει στα μάτια. Της ήταν δύσκολο σαν γυναίκα να παραδεχτεί μία τέτοια αδυναμία και κάτι τόσο απρεπές όσο η σαρκική επιθυμία. Ακόμα και αν ήταν για τον σύζυγό της. Η λαγνεία άνηκε σε μία από τις 7 θανάσιμες αμαρτίες. Όμως τον πρίγκιπα δεν φάνηκε να τον πειράζει αυτό καθόλου.

«Ω, πριγκίπισσά μου», την σήκωσε με το ένα χέρι του στη μέση της και την πίεσε πίσω στα ράφια για ισορροπία. «Τύλιξε τα πόδια σου γύρω μου», την πρόσταξε και εκείνη το έκανε. Το άλλο χέρι του τράβηξε το ύφασμα στο μπούστο του φορέματός της αποκαλύπτοντας το λευκό της στήθος.

Καθώς την βασάνιζε με έναν γρήγορο και δυνατό ρυθμό, το χέρι του τσίμπαγε τις ρώγες της και το στόμα του προσπαθούσε να αποκτήσει τον έλεγχο στο φιλί τους. Η Ιζαμπέλα για μια στιγμή σκέφτηκε να αφεθεί ως συνήθως, να του παραδώσει τον έλεγχο αλλά αυτή τη φορά όχι.

Προσπάθησε να μιμηθεί τις κινήσεις του καθώς ενωνόταν μαζί του. Το πάθος του στα φιλιά. Μουρμουρητά ευχαρίστησης άφησε ο πρίγκιπας και επιτάχυνε τις κινήσεις του μέσα της. Τα δόντια του δάγκωσαν πειραχτικά τα κόκκινα χείλη της σε βαθμό σχεδόν πόνου.

Έκανε και εκείνη το ίδιο. Ένα βογκητό του ξέφυγε και την κόλλησε περισσότερο στα ράφια της βιβλιοθήκης.

«Ω, Ιζαμπέλα», βόγκηξε.

Στο άκουσμα του ονόματός της από το στόμα του βύθισε τα δάχτυλά της στα πλούσια μαλλιά του τραβώντας ελαφρά τις άκρες. Ένα μουγκρητό άφησε ο πρίγκιπας και αύξησε το ρυθμό του μέσα της. Την έσφιξε ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά του αναζητώντας την ολοκλήρωση στο σμίξιμό τους.

Τα πόδια της Ιζαμπέλα άρχισαν να μουδιάζουν και η γνωστή ζεστασιά απλώθηκε στην κοιλιά της. Ήταν κοντά.

«Τόσο κοντά…», βόγκηξε στο στόμα του. Την πίεσε στα ράφια πιο πολύ. Μπορεί το ξύλο να την πίεζε στην πλάτη της αλλά δεν την ένοιαζε. Ήταν κυριευμένη από τον πόθο της για κείνον και την ανάγκη της.

Δεν την ένοιαζε εκείνη την στιγμή που ήταν απρεπές. Αυτό που την ενδιέφερε ήταν να συνεχίσει να νιώθει τον ανδρισμό του μέσα της να κινείται πιο γρήγορα, με μεγαλύτερη δύναμη.

Και εκείνος το έκανε λες και μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της.

«Έντουαρντ!», ούρλιαξε. Η ολοκλήρωση ήρθε ξαφνικά και μία ευφορία την πλημμύρισε την ίδια στιγμή που εκείνος τελείωνε μέσα της.

Ένιωσε ξαφνικά εξάντληση και κούραση. Ο πρίγκιπας της άφηνε απαλά φιλιά στο λαιμό καθώς ξετύλιγε τα πόδια της από την μέση του. Τα πόδια της δεν την κράταγαν και αναγκάστηκε να στηριχτεί πάνω του.

«Νομίζω πως κάποια κουράστηκε», της είπε πειραχτικά. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και αναστέναξε. Είχε δίκιο. Ένιωθε εξαντλημένη.

Ο πρίγκιπας την ακούμπησε πίσω και πήγε να κουμπώσει το παντελόνι του.

«Τι είναι αυτό; Αιμορραγείς!», τα μάτια της κατέβηκαν κάτω. Είχε ξεχάσει το αίμα.

«Δεν είναι κάτι. Είναι φυσιολογική η αιμορραγία αυτές τις μέρες», δεν ήξερε τι άλλο να του πει.

Ο πρίγκιπας της είχε γυρίσει την πλάτη. Δεν ήξερε τι σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή. Έσιαξε την φούστα της και προσπάθησε να φτιάξει το μπούστο του φορέματός της. Ήθελε να σκουπιστεί από κάτω αλλά ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν τώρα.

«Άρχοντά μου. Ξέρετε…»

«Πήγαινε να πλυθείς Ιζαμπέλα», η φωνή του ήταν ψυχρή σαν πάγος.

«Συγνώμη», μουρμούρισε. Πήγε να αγγίξει τον ώμο του ζητώντας συγχώρεση που δεν του είχε πει τίποτα πιο πριν, που δεν μπορούσε να σταματήσει αυτό το πράγμα αλλά εκείνος τίναξε το χέρι της.

«Πήγαινε τώρα!», η Ιζαμπέλα έτρεξε τρομαγμένη από την βιβλιοθήκη με δάκρια στα μάτια.

«Μπα, μπα. Βλέπω πως ο ξάδελφός μου αποφάσισε να εξερευνήσει τις χάρες τις βιβλιοθήκης με την σύζυγό του. Πως σου φάνηκε η εμπειρία Ιζαμπέλα;», είδε στον διάδρομο τον Τζέιμς που την παρατηρούσε.

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε. Συγνώμη αλλά πρέπει να γυρίσω στο δωμάτιό μου», ο Τζέιμς την πλησίασε με αργά βήματα.

«Μα γιατί; Θα ήθελα να γνωρίσω καλύτερα την σύζυγο του ξαδέλφου μου», ο δείκτης του άγγιξε τον ώμο της. Δεν της άρεσε καθόλου η κίνηση και ο τόνος του.

«Με συγχωρείτε. Βιάζομαι», της έπιασε τον αγκώνα.

«Μπορώ να σου προσφέρω σχεδόν ότι και εκείνος Ιζαμπέλα»

«Θα μπορούσα να έχω το χέρι μου πίσω;», τον ρώτησε ψυχρα.

«Και βέβαια», απάντησε εκείνος αφήνοντας τον ώμο της. «Καλό βράδυ Ιζαμπέλα. Όνειρα γλυκά»

Δεν του απάντησε και απομακρύνθηκε γρήγορα προς τα διαμερίσματά της. Με το που μπήκε στο μπλε δωμάτιο έτρεξε στο μπάνιο. Δεν περίμενε κάποια από τις υπηρέτριες να τις φέρει ζεστό νερό και άρχισε να πλένει όλο το σώμα της με μανία. Έπλυνε ακόμα και τα μαλλιά της. Με το που τυλίχτηκε στο λινό σεντόνι για να στεγνώσει μπήκαν δύο από τις υπηρέτριες με ένα καζάνι ζεστό νερό.

«Μιλαίδη, ο πρίγκιπας μας έστειλε με ζεστό νερό για το μπάνιο σας», την κοίταξαν με απορία. Δεν περίμεναν πως θα είχε κάνει ήδη το μπάνιο. Ακόμα και εκείνες το απέφευγαν με τόσο κρύο νερό.

«Δεν χρειάζεται μπορείτε να φύγετε»

«Μιλαίδη. Ελάτε να σας στεγνώσουμε τα μαλλιά τουλάχιστον. Θα κρυώσετε»

«Δεν χρειάζεται»

«Μα…»

«Θέλω να μείνω μόνη μου. Φύγετε τώρα», οι υπηρέτριες απομακρύνθηκαν γρήγορα αφήνοντας πίσω τους το καζάνι.

Με το που έκλεισαν την πόρτα η Ιζαμπέλα έτρεξε και έσπρωξε το ανάκλιντρο στην πόρτα. Δεν ήθελε να μπει κανένας στο δωμάτιο. Ειδικά ο πρίγκιπας. Ήθελε να μείνει μόνη της. Η κοιλιά της μετά το παγωμένο μπάνιο πονούσε πολύ. Ήταν τόσο εξαντλημένη…

Ξάπλωσε στο χαλί κοντά στο τζάκι και τυλίχτηκε με το σεντόνι. Η φωτιά δεν ήταν πολύ δυνατή αλλά προτιμούσε αυτή την ζέστη από το κρεβάτι της. Δεν ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι που είχε μοιραστεί μαζί του τόσες φορές.

Άκουσε χτύπους στην πόρτα αλλά τους αγνόησε. Ήθελε απλώς να κοιμηθεί και να ξεχάσει…

Μισοκοιμόταν και ένιωθε πλέον κρύο, καθώς η φωτιά πλέον είχε σβήσει, όταν ένιωσε μία ζέστη να την τυλίγει. Της άρεσε εκείνη η ζέστη. Της θύμιζε την αγκαλιά του πρίγκιπά της. Άφησε έναν απαλά αναστεναγμό αλλά εκείνη τη στιγμή τα δόντια της έτριξαν από το κρύο. Η αγκαλιά έγινε πιο σφιχτή πάνω της. Μισάνοιξε τα μάτια της. Ήταν…

«Ανόητο κορίτσι. Θα κρυολογήσεις έτσι», δεν ήξερε τι να του πει. Πέρασαν από ένα μυστικό πέρασμα και τα γρήγορα βήματα του πρίγκιπα την οδήγησαν στο δωμάτιό του. Η φωτιά ήταν δυνατή και το δωμάτιο ήταν τόσο ζεστό που τα δόντια της σταμάτησαν να τρίζουν κατευθείαν. Ο πρίγκιπας την ακούμπησε απαλά στα πορφυρά σεντόνια. Της μετακίνησε το σεντόνι και την τύλιξε με ένα καινούριο.

«Το ξέρεις πως αν δεν προσέχεις την υγεία σου μπορεί να μην αποχτήσουμε ποτέ παιδιά;», ακούμπησε την παλάμη του στην κοιλιά της. «Κρίμα που δεν είσαι έγκυος αλλά έχουμε χρόνο»

«Πως είσαι τόσο σίγουρος πως δεν είμαι έγκυος;», τον ρώτησε εκείνη με απορία.

«Το αίμα. Είπες πως είναι οι μέρες σου. Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει κάποιο παιδί στην κοιλιά σου αυτή τη στιγμή», της φίλησε απαλά το μέτωπο και την πήρε στην αγκαλιά του.

Ξάπλωσαν κάτω από τα σεντόνια και την έσφιξε σφιχτά πάνω του κάνοντας μικρούς κύκλους στην κοιλιά της. Η κίνηση αυτή την έκανε να ηρεμήσει και να χαλαρώσει. Καθώς άρχιζε να την παίρνει ο ύπνος. Τον άκουσε να της ψιθυρίζει.

«Συγνώμη αγαπημένη μου για το πώς σου φέρθηκα. Υπόσχομαι να μην ξανασυμβεί»

Η Μπέλα άκουσε καθώς άνοιγε τα μάτια της μία φωνή.

«Συγνώμη αγαπημένη μου για το πώς σου φέρθηκα. Υπόσχομαι να μην ξανασυμβεί»

«Έντουαρντ…», μουρμούρισε. Ήταν στην αγκαλιά του κόμη. Είχε λιποθυμήσει μέσα στην βιβλιοθήκη. Το χέρι του έκανε μικρούς κύκλους και η κίνηση της φαινόταν τόσο οικεία και χαλαρωτική. Έστρεψε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει.

Μόνο σε εκείνη μπορούσε να φανεί τόσο ευάλωτος. Με το που άκουσε τον γδούπο μπήκε στην βιβλιοθήκη και πρόλαβε να την πιάσει πριν πέσει στο πάτωμα. Είδε ότι είχε δει και εκείνη.

Πόσο άσχημα της είχε φερθεί στο παρελθόν…

Όμως τώρα ήξερε πόσο σημαντική του ήταν και θα φρόντιζε με κάθε τρόπο να την κάνει δική του.

Για πάντα.

«Μπέλα, πες μου πως είσαι καλά», εκείνη έγνεψε διστακτικά ναι.

Ποτέ πριν δεν λιποθυμούσε και δεν είχε κενά μνήμης. Γιατί συνέβαινε τώρα αυτό; Το χέρι της ακούμπησε το δικό του. Ήταν παγωμένο.

«Είσαι τόσο κρύος. Γιατί;», ρώτησε με απορία.

«Μπέλα, εγώ…», σταμάτησε να μιλάει και το κεφάλι του στράφηκε στην πόρτα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε από την πόρτα μία γυναίκα με πυρόξανθα μαλλιά. Της Μπέλας της θύμισε πολύ την ξαδέλφη της την Ρόζαλι.

Ήταν πανέμορφη…

«Α, επιτέλους γνωρίζω την περίφημη Ιζαμπέλα. Βλέπω πως είσαι άνετα μαζί με τον Έντουαρντ», ένα κύμα ζήλειας τύλιξε την Μπέλα και έσφιξε το χέρι του κόμη.

Η κίνηση δεν ξέφυγε από την άλλη γυναίκα.

«Έντουαρντ, δε νομίζεις πως θα έπρεπε να μας συστήσεις;»

«Τάνια από δω η Μπέλα Σουάν. Μπέλα από δω η Τάνια Ντενάλι»

«Δεν θεωρείς πως θα ήταν καλύτερα να μας συστήσεις όρθιους;», έκανε νόημα για το πώς ήταν αγκαλιασμένο το ζευγάρι στο πάτωμα.

«Η Μπέλα λιποθύμησε και ξύπνησε πριν λίγα λεπτά. Δεν ήθελα να ρισκάρω να πάθει κάτι μετακινώντας την»

«Ω, σίγουρα δεν θα θέλαμε η δεσποινίς Σουάν να πάθει κάτι. Θέλεις να την συνοδέψω στο δωμάτιό της Έντουαρντ; Θα έχω και την ευκαιρία να μιλήσω μαζί της. Να γνωριστούμε καλύτερα», για κάποιο λόγο η Μπέλα ένιωθε πως ο σκοπός της ήταν διαφορετικός.

«Όχι Τάνια. Θα την μεταφέρω εγώ στο δωμάτιό της. Ας την αφήσουμε να ξεκουραστεί», με μία κίνηση ο κόμης σηκώθηκε χωρίς να αφήσει την Μπέλα ούτε στιγμή από την αγκαλιά του. Η Μπέλα έσφιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Ήταν ασφαλής μαζί του. Το ήξερε.

Την πήρε γρήγορα από την βιβλιοθήκη όμως η Μπέλα πρόσεξε τον τρόπο με τον οποίο την κοίταζε η Τάνια. Ήταν ζήλεια. Έφτασαν στο δωμάτιο της πριν καλά καλά το καταλάβει. Την ακούμπησε στο κρεβάτι και της έβγαλε σιωπηρά τα παπούτσια. Τι μπορούσε να του πει για να σπάσει την σιωπή;

«Μου αρέσει να με φωνάζετε με το όνομά μου», είπε διστακτικά. Ο κόμης χαμογέλασε αχνά.

«Και εμένα. Θα μπορούσα να έχω και εγώ την ίδια μεταχείριση;», η Μπέλα έγνεψε το κεφάλι της.

«Ναι Έντουαρντ»

«Ξέρεις τι θα το έκανε ακόμα καλύτερο Μπέλα; Να μιλάμε στον ενικό. Δεν είναι ανόητο να απευθυνόμαστε ο ένας στον άλλον με τα μικρά μας ονόματα και να μιλάμε στον πληθυντικό;»

«Έχεις δίκιο», μουρμούρισε.

«Ωραία. Σε αφήνω να ξεκουραστείς τώρα. Η Άλις θα έρθει για να σε βοηθήσει να αλλάξεις», για μια στιγμή φάνηκε πως θα την φιλούσε στο μέτωπο αλλά στο τέλος αρκέστηκε σε ένα χάδι. Προχώρησε προς την πόρτα και η Μπέλα ήταν σχεδόν έτοιμη να του ζητήσει να γυρίσει και να μείνει μαζί της. Όμως ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει. Ο κόμης άνοιξε την πόρτα και στάθηκε εκεί για μια στιγμή.

«Μπέλα; Μπορώ να σου ζητήσω μία χάρη;»

«Ναι», η απάντηση ήταν αυτόματη. Λες και ήξερε πως ποτέ δεν θα της ζήταγε να κάνει κάτι που δεν θα ήθελε.

«Μην μείνεις ποτέ μόνη σου με την Τάνια ή κάποια από τις άλλες αδελφές Ντεναλί;»

«Γιατί;»

«Ας πούμε πως δεν συμπαθούν αυτό που είσαι»

«Τι είμαι;», ρώτησε η Μπέλα με απορία.

«Η μοναδική μου αδυναμία», και έκλεισε την πόρτα χωρίς να της δώσει το περιθώριο να του απαντήσει.