BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 6ο

Η Μπέλα έτρεξε στο  δωμάτιο της και κλείδωσε την πόρτα. Έπεσε στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει. Τα δάκρια της ήταν από σύγχυση. Δεν ήξερε τι της συνέβαινε. Όταν είχε ακούσει τις κακολογίες της κοπέλας το πρωί είχε νιώσει σαν να είχαν προσβάλει κάτι δικό της.

Ήθελε να χτυπήσει τη γυναίκα. Ποτέ δεν είχε νιώσει  τόσο βίαια αισθήματα. Και όταν γύρισαν είχε την ανάγκη να τον δει. Δεν ήξερε πως τον βρήκε. Απλώς τον βρήκε.

Σκέφτηκε πόσο ήθελε να τον φιλήσει και ένιωσε ντροπή. Τα χείλη της έκαιγαν με την ανάγκη να αγγίξουν τα δικά του. Ποτέ δεν είχε νιώσει την ανάγκη αυτή με τον Τζέικομπ. Τον άκουσε να χτυπά την πόρτα του δωματίου της. Δεν μπορούσε να τον αντικρύσει, όχι ακόμα τουλάχιστον.

Φώναξε πως δεν ένιωθε καλά και του ζήτησε να την αφήσει μόνη της. Την ρώτησε άμα ήθελε να φωνάξει έναν γιατρό. Πως μπορούσε να του πει πως η φωνή της ακουγόταν βραχνιασμένη από το κλάμα;

«Όχι, Τζέικ. Λίγη ξεκούραση χρειάζομαι. Αν θελήσει κάτι θα ειδοποιήσω την Άλις»

«Να της πω να σου φέρει μία σούπα; Δεν έχεις φάει τίποτα μου είπε»

«Όχι, δεν μπορώ», παρόλο που δεν είχε φάει τίποτα άλλο παρά το πρωινό δε μπορούσε να κατεβάσει μπουκιά. Η Άλις της έφερε ένα πιάτο με φαγητό και λίγο τσάι όταν πέρασε από το πέρασμα αλλά μόνο το τσάι κατάφερε να πιει. Ένιωθε εξαντλημένη από κλάμα και την μέρα που είχε περάσει.

«Μπέλα;», η Άλις ψιθύρισε πριν φύγει.

«Ναι, Άλις;»

«Ο κόμης μου είπε να σου πω πως ο πρίγκιπας δεν σκότωσε την κοπέλα»

«Τι;», ανασηκώθηκε.

«Στην ιστορία που σου διηγήθηκε χτες. Ο πρίγκιπας δε σκότωσε την κοπέλα»

«Σου είπε γιατί;», ψιθύρισε η Μπέλα.

«Γιατί δε θα μπορούσε ποτέ να βλάψει την πριγκίπισσά του», απάντησε η Άλις και έφυγε από το πέρασμα. Η Μπέλα ξάπλωσε και κοίταξε στο ταβάνι το σχέδιο με τα ζώδια. Την ηρεμούσε το σκούρο μπλε.

Έντουαρντ. Θυμήθηκε πως ακούστηκε το όνομά του όταν το πρόφερε. Είχε ακουστεί τόσο σωστό να τον αποκαλέσει με το μικρό του όνομα εκείνη τη στιγμή. Χωρίς τύπους.

«Έντουαρντ…», ψιθύρισε καθώς έκλεινε τα μάτια της για να κοιμηθεί.

Άνοιξε τα μάτια της και είδε το είδωλο της στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της ήταν το ίδιο και δεν ήταν. Τα μαλλιά ήταν πιο μακριά σε έντονους κυματισμούς. Τα μπροστινά μαλλιά της ήταν μαζεμένα με πολύπλοκες πλεξούδες που κατέληγαν πίσω.

Σήκωσε το χέρι το είδωλο και άγγιξε το λαιμό. Έλειπε ο σταυρός που είχε βάλει το πρωί και ήταν αντικατεστημένος με ένα περιδέραιο. Κάτι δεν είναι σωστό, σκέφτηκε η Μπέλα. Δεν είμαι εγώ αυτή μπροστά στο καθρέφτη, αλλά τα πάντα υποδείκνυαν εκείνη. Όχι, μόνο η εμφάνιση αλλά και οι κινήσεις και οι εκφράσεις ήταν ίδιες με τις δικές της.

Είδε στο βλέμμα της κοπέλας απέχθεια σχεδόν για το κόσμημα. Λες και συμβολίζει κάτι, σκέφτηκε. Πως είμαι η ιδιοκτησία κάποιου…

«Μιλαίδη», και όλες οι μνήμες της Μπέλα σβήστηκαν. Ήταν η κοπέλα που κοίταζε το είδωλό της στο καθρέφτη από το πρωί καθώς την ετοίμαζαν όλη μέρα οι κοπέλες της αυλής.

«Ναι;», ρώτησε η Ιζαμπέλα σε όσο πιο ήρεμο τόνο μπορούσε. Όμως στην πραγματικότητα ένιωθε τελείως διαφορετικά συναισθήματα εκείνη τη στιγμή. Φόβο, αγωνία, νευρικότητα και αηδία, αηδία για τον εαυτό της.

Δεν ένιωθε πως ήταν άτομο αλλά ένα αντικείμενο, ένα απόκτημα που θα ικανοποιούσε κάθε φαντασίωση και επιθυμία του άρχοντά της. Το στομάχι της ανακατεύτηκε και μόνο με την ιδέα. Δε μπορούσε όμως να κάνει εμετό γιατί δεν είχε φάει τίποτα το πρωί.

«Ο πρίγκιπας Έντουαρντ επιμένει να φάτε κάτι», είπε η κοπέλα.

«Δε πεινάω», απάντησε.

«Επιμένει μιλαίδη. Θεωρεί πως δεν είναι καλό να καταρρεύσετε την μέρα του γάμου σας», επισήμανε η κοπέλα.

«Πολύ καλά, δε μπορούμε να παρακούσουμε τις εντολές του τότε», ήθελε να δώσει ειρωνικό τόνο στη φωνή της αλλά το μόνο που βγήκε ήταν ένας κουρασμένος αναστεναγμός. Η κοπέλα έτρεξε και έφερε γρήγορα ένα δίσκο. Πάνω του υπήρχαν φρούτα, ψωμί με βούτυρα και μέλι, γάλα ακόμα και ένα ποτήρι κρασί.

«Το κρασί για ποιο λόγο;», ρώτησε. Θα πήγαινε μεθυσμένη στο γάμο της.

«Ο πρίγκιπας είπε πως θα χρειαζόσασταν λίγο για να ηρεμήσετε και να χαλαρώσετε λίγο. Είναι μεγάλη μέρα σήμερα», ορίστε, δε σε θεωρεί αντικείμενο. Ξέρει πόσο δύσκολη είναι η σημερινή μέρα για σένα και προσπαθεί να σε βοηθήσει  με τον τρόπο του, είπε μια μικρή φωνούλα στο κεφάλι της. Τη μισούσε αυτή τη φωνούλα.

Από τότε που είχαν φτάσει στο κάστρο όμως ο πρίγκιπας δεν την είχε πιέσει να… Πήρε ένα φρούτο και άρχισε να μασουλάει μηχανικά.

 Όταν έφτασαν έδωσε οδηγίες να την πάνε στο μπλε δωμάτιο. Η υπηρέτρια είχε σοκαριστεί περισσότερο από αυτό που είχε πει ο πρίγκιπας παρά από την εμφάνιση τη δική της με το νυχτικό και τον μανδύα. Η υπηρέτρια δεν της μίλησε καθόλου και την οδήγησε στο δωμάτιο. Ήταν πανέμορφο και αν δε νύσταζε τόσο πολύ θα το είχε απολαύσει περισσότερο αλλά ήταν ξημερώματα και ήθελε να κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Την επόμενη μέρα άρχισαν όλα.

Οι κοπέλες της αυλής και υπηρέτριες έφτασαν με υφάσματα και άρχισαν να τα δοκιμάζουν πάνω της

«Γιατί όλα αυτά;», είχε ρωτήσει και η απάντηση την άφησε άφωνη.

«Πρέπει να βιαστούμε αν θέλουμε να προλάβουμε το γάμο»

«Το γάμο; Ποιο γάμο;»

«Το δικό σας;»

«Πρέπει να δω τον πρίγκιπα», μία από τις κοπέλες είπε πως δεν της επιτρεπόταν να βγει από το δωμάτιο αλλά πως θα πήγαινε να τον καλέσει για εκείνη. Τελικά εκείνος ήρθε το μεσημέρι για να φάει μαζί της. Φαίνεται τότε είχε τελειώσει με τις υποθέσει που είχε για εκείνη τη μέρα.

Ο πρίγκιπας έδιωξε τις κοπέλες για να κάτσει μαζί της. Την οδήγησε σε ένα μικρό δωμάτιο που χωριζόταν από το μπλε δωμάτιο από μία πόρτα. Ήταν πολύ ζεστός χώρος και της άρεσε. Ένας υπηρέτης έφερε το φαγητό και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ήταν πλέον μόνοι τους και έπρεπε να εξηγήσει το λόγο που τον είχε ζητήσει.

«Κάτσε», της έκανε νόημα στην καρέκλα δίπλα από κείνον. Ο τόνος του ήταν ευγενικός αλλά δεν έπαυε να είναι μία διαταγή. Έκανε όπως της ζήτησε. Περίμενε να της δώσει άδεια για να μιλήσει.

«Ποιος ήταν ο λόγος που με κάλεσες. Σε ακούω», σήκωσε το κεφάλι της λίγο για να δει τι διάθεση είχε για να μιλήσει αναλόγως αλλά δεν μπορούσε να τον διαβάσει καθόλου. Ήταν ένα αίνιγμα. Πήρε  μια βαθιά ανάσα.

«Άρχοντά μου, μία από τις κοπέλες μου είπε πως όλες αυτές οι ετοιμασίες και δοκιμές σήμερα είναι για τον γάμο…», περίμενε κάποιο σχόλιο του σε αυτά που έλεγε αλλά δεν της είπε κάτι. Πήρε άλλη μία βαθιά ανάσα και συνέχισε.

«Τι εννοεί;», τον είδε να χαμογελάει ειρωνικά.

«Αυτό που σου είπε», την ειρωνευόταν και διασκέδαζε.

«Ποιον γάμο;»

«Το δικό σου»

«Και  για ποιο λόγο παντρεύομαι, άρχοντά μου», προσπάθησε να τον ειρωνευτεί. Τον είδε να σηκώνει το φρύδι του αλλά μετά το βλέμμα του σκοτείνιασε ελαφρώς. Αναρωτήθηκε μήπως τον θύμωσε. Είδε το χέρι του να ακουμπά το πόδι της πάνω από τη φούστα του φορέματος και να το σφίγγει. Προσπάθησε να το διώξει ή να σηκωθεί από την καρέκλα αλλά δεν τα κατάφερε. Της είχε πιάσει με το άλλο του χέρι τον ώμο και την κρατούσε στη θέση της.

«Γιατί αυτά που θέλω να κάνω, μαζί σου, Ιζαμπέλα, θα τα κάνουμε μετά το γάμο. Εκτός αν δε θες και να αρχίσουμε από τώρα. Για μένα δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα»

«Δηλαδή να παντρευτώ κάποιον από τους ευγενείς που θα υποδείξετε για να μπορείτε να κοιμηθείτε ελεύθερα έπειτα μαζί μου;», ένιωθε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι αλλά η αντίδρασή του ήταν ακόμα πιο έντονη. Είχε σηκωθεί και ήταν από πάνω της. Και τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει πραγματικά εκείνη τη φορά. Το πράσινο των ματιών του είχε γίνει από σμαραγδί σκούρο πράσινο.

«Ω, όχι. Ποτέ δε θα άφηνα κάποιον μόνο με σένα. Σε θέλω μόνο για μένα», μύρισε το λαιμό και τα μαλλιά της. Ενώ εκείνη ήταν κοκκαλωμένη το χέρι που ήταν στο πόδι της έμεινε στη θέση του αλλά το άλλο πήγε στο πρόσωπό της. «Μόνο για μένα», και ένιωσε το στόμα του κοντά στο λαιμό της. Τα χείλη του φίλησαν το λαιμό της. Ένιωσε ένα ηλέκτρισμα να την διαπερνά.

«Ανυπομονώ για τη νύχτα του γάμου μας», ένιωσε τη ζεστή του ανάσα στο λαιμό της και ρίγησε. Όμως είχε πει τον γάμο τους. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και γύρισε το πρόσωπό της στο δικό του.

«Του γάμου μας;», το βλέμμα του την έκανε να λιώνει όμως δεν ήθελε να του το δείξει.

«Ω, ναι. Έχω τόσα να σου μάθω μικρή μου, αθώα, Ιζαμπέλα», φαινόταν πως ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω. Τα μάτια του κοίταζαν έντονα τα χείλη της αλλά τελικά την άφησε και έφυγε.

Δεν τον είχε ξαναδεί από τότε. Οι μέρες πέρασαν και λάμβανε συνέχεια πράγματα από κείνον. Όπως το περιδέραιο που φορούσε τώρα και θα συνδυαζόταν με το νυφικό της.

Δε μπορούσε να φάει άλλο λόγω του κόμπου που είχε στο λαιμό της. Πήρε το ποτήρι με το κρασί και το ήπιε γρήγορα. Όμως δεν ήταν κρασί. Το σκούρο κόκκινο χρώμα την είχε μπερδέψει. Ήταν γλυκό και άφηνε μία γεύση από κεράσια και μήλο. Ήθελε και άλλο αλλά δε το θεωρούσε καλή ιδέα. Σίγουρα θα παραπατούσε ή θα έκανε κάποια ανοησία.

«Είσαστε έτοιμη;», την ρώτησε η κοπέλα.

«Όχι, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Πάμε», και σηκώθηκε.

Ο γάμος θα γινόταν στην ίδια εκκλησία που παραλίγο να θανατώσουν τον πατέρα της. Η ειρωνεία ήταν τραγική. Όλοι οι ευγενείς θα ήταν συγκεντρωμένοι εκεί πέρα, ακόμα και ο πατέρας της. Όμως δεν θα μπορούσαν να μιλήσουν ο ένας στον άλλον.

Είχε πάρει ένα γράμμα πριν λίγες μέρες από τον πατέρα της που εξηγούσε ότι ο πρίγκιπας είχε απαγορέψει κάθε επαφή μαζί της και πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα μπορούσε να μιλήσει μαζί της. Της είπε πόσο την αγαπούσε, τις αγαπημένες αναμνήσεις από κείνη και της ευχήθηκε να βρει ευτυχία στη νέα της ζωή.

Είχε κλάψει όλο το απόγευμα με αυτό το γράμμα γιατί κατάλαβε πόσο μόνη θα ήταν. Είχε αφήσει τα πάντα πίσω της και έπρεπε να  περπατήσει ένα μονοπάτι, που ούτε στα πιο τρέλα της όνειρα θα μπορούσε να φανταστεί.

Η άμαξα έφτασε μπροστά από την εκκλησία. Υπήρχε κόσμος έξω από την εκκλησία. Κόσμος που ήθελε να δει τη νέα πριγκίπισσα. Όμως η ίδια ήξερε πολύ καλά πως τίποτα δεν ήταν σίγουρο μέχρι την στέψη. Θα μπορούσε πολύ άνετα να την παντρευτεί, να διασκεδάσει όσο θα ήθελε και μετά να την ξεφορτωνόταν.

Άμα ήταν έτσι δε θα χρειαζόταν το γάμο για αυτό, της είπε η μικρή φωνούλα. Το πλήθος την κοίταζε έντονα. Έβλεπε πως ψιθύριζαν κάποιοι, άλλοι που σχολίαζαν ανοιχτά και άτομα που επευφημούσαν μια και ήταν το γεγονός της χρονιάς. Όλοι όμως την κοίταζαν με θαυμασμό. Μάλλον την είχαν ετοιμάσει πολύ καλά οι κοπέλες της αυλής.

Το φόρεμα πράσινο και μπρονζέ στα μανίκια και στο μπούστο αναδείκνυαν με φυσικό τρόπο τα δικά της χρώματα με ένα διακριτικό χρυσοκεντημένο σχέδιο σε όλο το ρούχο.

http://www.virtue.to/articles/images/1520s_real_mary_hapsburg.jpg

Ξεκίνησε να περπατάει αργά προς την είσοδο της εκκλησίας. Προσπάθησε να κρατήσει  ήρεμο το πρόσωπό της. Έφτασε στην είσοδο όπου στεκόταν ένας από τους άντρες που είχε προσέξει εκείνο το βράδυ. Είχε κοντά μαύρα μαλλιά και ήταν τεράστιος, σα μια αρκούδα. Έμμετ τον έλεγαν νόμιζε. Έκανε στην άκρη για να την αφήσει να περάσει και έκλεισε την πόρτα της εκκλησίας πίσω της.

Όσοι κάθονταν σηκώθηκαν και επικράτησε σιγή. Όλη η αριστοκρατία και οι ευγενείς είχαν μαζευτεί στην εκκλησία. Είδε τον πατέρα της στην τελευταία σειρά ανάμεσα σε δύο άλλους άντρες που είχε δει εκείνο το βράδυ. Μάλλον θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε.

Δε τόλμησε όμως να πει κάτι. Άρχισε να προχωράει αργά και σταθερά προς τον παπά και την καταδίκη της.

Ήταν πανέμορφος. Τα ρούχα του ήταν στα ίδια χρώματα με το δικό της φόρεμα και αναδείκνυαν τα μάτια και τα μαλλιά του. Έφτασε δίπλα του και γονάτισαν για να ξεκινήσει ο παπάς την τελετή. Πριν το καταλάβει όλα είχαν τελειώσει. Ο παπάς τους ανακήρυσσε συζύγους και ήπιαν από τη θεία κοινωνία. Ο σύζυγός της την έπιασε από το χέρι και άρχισαν να προχωρούν προς την έξοδο της εκκλησίας. Είδε τον πατέρα της που την κοιτούσε. Δεν άντεξε.

«Σ’ αγαπάω πατέρα», ψιθύρισε. Μόνο τα άτομα που κάθονταν δίπλα του και ο πρίγκιπας την άκουσαν. Την τράβηξε απότομα και βγήκαν έξω. Προχώρησαν σχετικά γρήγορα και μπήκαν στην άμαξα. Απ’ έξω υπήρχαν ήδη έφιπποι στρατιώτες. Ο πρίγκιπας έδωσε το σήμα και ξεκίνησαν για το κάστρο.

Προσπάθησε να κρατήσει μία απόσταση ανάμεσά τους αλλά δεν την άφησε. Την έπιασε από τη μέση και την έβαλε να κάτσει πάνω του με την πλάτη της να ακουμπάει στο στήθος του.

«Δε μπορείς να παρακούς τις εντολές μου ξέρεις…», τα χέρια του χάιδευαν τη μέση της και τα χείλη του εξερευνούσαν το λαιμό της. «… αν το κάνεις», ένιωσε να της δαγκώνει το λαιμό, «θα υπάρξουν συνέπειες» και ένιωσε να της δίνει ένα υγρό φιλί στο σημείο. «Κατάλαβες;»

«Ναι», μουρμούρισε.

«Δε θα ξαναμιλήσεις στον πατέρα σου ή σε κάποιον από τους παλιούς γνωστούς σου. Μόνο αν σου έχω δώσει την άδεια, επιτρέπεται κάτι τέτοιο. Κατάλαβες  Ιζαμπέλα;»

«Μάλιστα, άρχοντά μου», το ένα χέρι του μετακίνησε τα μαλλιά στην πλάτη της στην άκρη.

«Ωραία», και της έδωσε άλλο ένα φιλί στη βάση του λαιμού της στο σημείο που άρχιζε η πλάτη της. «Στο δείπνο δε θα μιλήσεις παρά μόνο αν σου δώσω την άδεια και οι απαντήσεις θα είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομες. Θέλω αυτό το δείπνο να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα γίνεται για να μπορέσω να σε απολαύσω με την ησυχία μου», της φίλησε ένα γυμνό σημείο στον ώμο απ’ όπου είχε τραβήξει το ύφασμα. Κάθε φιλί του την έκαιγε. Έτσι ήταν ο δρόμος για την κόλαση; Καυτός αλλά και ποθητός συνάμα;

«Φτάσαμε», ακούστηκε μία φωνή καθώς σταμάταγε η άμαξα. Βγήκαν και προχώρησαν προς την τραπεζαρία. Το τραπέζι ήταν σε σχήμα Π και στις δύο μακρόστενες πλευρές στέκονταν οι γνωστότεροι ευγενείς. Φαίνεται είχαν πάρει τα άλογα και είχαν βιαστεί να φτάσουν πριν από κείνους στο κάστρο.

Έφτασαν στη κορυφή του τραπεζιού και οι υπηρέτες τους τράβηξαν τις καρέκλες για να κάτσουν. Αφού έκατσαν και οι υπόλοιποι ευγενείς, άρχισε το φαγοπότι. Η Ιζαμπέλα πρόσεξε πως μόνο εκείνη και ο πρίγκιπας δεν έτρωγαν με τη λαιμαργία των υπόλοιπων.

Διάφοροι έκαναν σχόλια ή μιλούσαν για λίγο με τον πρίγκιπα αλλά εκείνη δεν είπε κουβέντα. Ένας από τους ευγενείς με ξανθά και ψυχρά γαλανά μάτια τους πλησίασε.

«Ξάδελφε θα σε μαλώσω. Δε λένε οι δέκα εντολές πως η λαγνεία απαγορεύεται», είχε πιει σίγουρα κάμποσα ποτήρια μια και η γλώσσα του έτρεχε χωρίς να έχει σκεφτεί. Η Ιζαμπέλα ήθελε να μιλήσει και να τον διορθώσει για την ανοησία που είχε ξεστομίσει αλλά έσφιξε τις γροθιές της και συγκρατήθηκε.

«Ιζαμπέλα; Έχεις κάτι να πεις στον δεύτερο ξάδελφο μου;», ο πρίγκιπας της άδεια για να μιλήσει χαμογελώντας ειρωνικά. Της έδινε την ευκαιρία να βάλει τον Τζέιμς στη θέση του. Στράφηκε προς εκείνον.

«Η λαγνεία ανήκει σε ένα από τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα που αναφέρονται στη ‘Θεία Κωμωδία’ του Ντάντε. Η προσωπική του εικόνα για την κόλαση και τον παράδεισο. Δεν έχει καμία σχέση με τις Άγιες Γραφές.

«Ιζαμπέλα πες στον Τζέιμς ποια είναι τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα», έριξε μια ματιά στα πλαϊνά μέρη του τραπεζιού. Οι περισσότεροι είχαν σταματήσει να τρώνε με εξαίρεση έναν για να παρακολουθήσουν τη συζήτηση.

«Λαιμαργία», άρχισε. Πρόσεξε έναν που τον είχε πάρει μάλλον ο ύπνος.

«Οκνηρία», ένας έκρυβε στον κόρφο του τα ασημένια μαχαιροπίρουνα.

«Θυμός», μια γυναίκα κοίταζε με μίσος τον σύζυγό της σφίγγοντας έντονα το ποτήρι της.

«Ζήλεια», μία άλλη κοίταζε την αντανάκλασή της στον καθρέφτη.

«Ματαιοδοξία», ένιωσε το χέρι του πρίγκιπα πάνω στο δικό της.

«Λαγνεία»

«Και ζήλεια», πρόσθεσε ο πρίγκιπας κοιτώντας ήρεμα τον Τζέιμς. «Όπως βλέπεις Τζέιμς έχω κάνει την επιλογή μου βάση των υψηλότερων κριτηρίων. Μία πανέμορφη σύζυγο και με τέτοιες γνώσεις που θα μπορέσει άνετα να διδάξει τα παιδιά μας, με άλλα λόγια τους μελλοντικούς διαδόχους», δεν ήξερε αν έπρεπε να πάρει τα λόγια του ως προσβολή για τον τρόπο που την διάλεξε ή να αισθανθεί κολακευμένη επειδή κάλυπτε τα υψηλότερα κριτήρια.

«Θα πρέπει εγώ και η σύζυγός μου να σας αφήσουμε», σηκώθηκε και έκανε και εκείνη το ίδιο. «Εσείς συνεχίστε το φαγοπότι. Είμαι σίγουρος πως δε θα πλήξετε χωρίς εμάς», την πήρε από το χέρι και άρχισαν να ανεβαίνουν τις σκάλες. Δεν είχε βγει καθόλου από το δωμάτιό της και δεν είχε την ευκαιρία να εξερευνήσει το κάστρο. Όμως η πόρτα στην οποία στάθηκαν της φάνηκε γνωστή. Ήταν πάλι στο μπλε δωμάτιο.

«Ετοιμάσου. Θα έρθω σε λίγο», μπήκε μέσα και είδε μία από τις κυρίες της αυλής να την περιμένει.  Άντζελα πρέπει να ήταν το όνομά της.

«Ελάτε να σας ετοιμάσουμε», την βοήθησε να βγάλει το φόρεμα και να αλλάξει στο νυχτικό. Στην αρχή της φάνηκε πως ήταν ένα απλό λευκό νυχτικό αλλά στο φως από το τζάκι και με το που το άγγιξε κατάλαβε τη διαφορά στην ύφανση. Ήταν αραχνοΰφαντο και υπερβολικά απαλό πάνω της. Η Άντζελα της βούρτσισε τα μαλλιά και τα άφησε να κυματίζουν κάτω.

«Σ’ ευχαριστώ Άντζελα μπορείς να πηγαίνεις», ακούστηκε η φωνή του πρίγκιπα. Δεν τον είχε ακούσει να μπαίνει. Η κοπέλα έγνεψε και τους άφησε μόνους. Είχε αλλάξει και εκείνος. Φόραγε ένα λευκό πουκάμισο χαλαρωμένο στο λαιμό και ένα καφέ παντελόνι που έδενε με ένα απλό κορδόνι.

Έκανε ένα βήμα προς εκείνη και εκείνη ένα βήμα προς τα πίσω. Δεν του άρεσε η αντίδρασή της και την έφτασε με δύο δρασκελιές και την έπιασε από τους ώμους.

«Δε μπορείς να κάνεις πίσω Ιζαμπέλα πλέον. Είναι αργά. Θα σε συμβούλευα να αποδεχτείς την μοίρα σου και να απολαύσει αυτά που σου προσφέρονται», τον ένιωθε να την σπρώχνει προς το κρεβάτι και την έπιασε πανικός.

«Όχι, δε μπορώ ακόμα να το δεχτώ», ψιθύρισε σε κείνον. «Είχα σκοπό της ζωής μου να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου να σώσουν την ψυχή τους και να γίνουν ευτυχισμένοι. Σκόπευα να τους δείξω τρυφερότητα και αγάπη για να συμβεί αυτό», την έριξε απότομα στο κρεβάτι. Τα σεντόνια είχαν αλλαχτεί με κάποια σε αποχρώσεις ενός μπλε έντονου, σχεδόν ζωντανού και θύμιζαν κύματα από τις αναπηδήσεις του στρώματος εξαιτίας της.

Σκαρφάλωσε πάνω της και παγίδευσε το σώμα της με το δικό του. Έπιασε το πρόσωπό της με τα δύο του χέρια και το έφερε κοντά στο δικό του. Η Ιζαμπέλα χρησιμοποίησε τους αγκώνες της σα στήριγμα. Ήθελε να αποφύγει το βλέμμα του αλλά δεν μπορούσε. Ένιωθε τα  μάτια του να βγάζουν φλόγες, δεν έπρεπε να βυθιστεί στο βλέμμα του πάλι.

Όμως το θέλεις η μικρή φωνούλα της ψιθύρισε.

«Τότε σώσε τη δική μου ψυχή. Δείξε μου τρυφερότητα και αγάπη. Κάνε με να νιώσω ευτυχία για μια φορά στη ζωή μου», η φωνή του ήταν βραχνή, γεμάτη ένταση. Τα λόγια του δεν ακούστηκαν σα διαταγή αλλά σαν παράκληση.

Φαινόταν, φαινόταν σχεδόν ευάλωτος. Σήκωσε δισταχτικά το ένα χέρι της και με τον δείχτη άγγιξε το πρόσωπό του. Το μάγουλό του ήταν ακόμα απαλό. Δεν υπήρχε τραχύτητα από γένια. Άφησε και τα άλλα δάχτυλα του χεριού να ακουμπήσουν το πρόσωπό του. Τα μάτια του έκλεισαν καθώς το χέρι της χάιδεψε το μάγουλο και το πιγούνι του. Τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν Οι άκρες των δαχτύλων της πέρασαν από τα χείλη του. Τον ένιωσε να τα φιλάει καθώς άνοιγε τα μάτια του για να την κοιτάξει.

Άφησε τα χέρια από το πρόσωπό της. Πριν προλάβει όμως να πέσει στο κρεβάτι την είχε πιάσει από την μέση και την είχε κολλήσει πάνω του. Κάθονταν τώρα και οι δύο στο κρεβάτι. Τα πόδια της ήταν διπλωμένα και το χέρι της κρατιόταν από τον ώμο του. Ένιωθε τη ζέστη από το κορμί του πάνω της και ήταν σίγουρη πως κοκκίνιζε εκείνη τη στιγμή.

«Συνέχισε», ο τόνος θύμιζε παιδί που απαιτούσε κάτι και ασυναίσθητα πέρασε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του. Ήταν απαλά. Κοίταξε τις μικρές μπούκλες που σχηματίστηκαν στα δάχτυλά της και γύρισε το βλέμμα της σε εκείνον.

Ήταν καλό αυτό που είχε κάνει; Τα μάτια του ήταν κλειστά και φαινόταν ήρεμος. Μάλλον ναι. Σηκώθηκε λίγο και φίλησε τα κλειστά του βλέφαρα. Οι βλεφαρίδες του ήταν μαύρες, κάτι που δεν είχε προσέξει πιο πριν. Φίλησε την μύτη του και είδε ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του. Φίλησε τα μάγουλά και το πιγούνι του και στάθηκε στα χείλη του. Αργά και δισταχτικά τα φίλησε. Ένιωσε ένα ηλέκτρισμα στα χείλη της από την επαφή και πήγε να τα απομακρύνει.

Δεν την άφησε. Το ένα χέρι του βυθίστηκε στα μαλλιά της και έσπρωξε το κεφάλι της μπροστά. Τα χείλη του συγκρούστηκαν με τα δικά της. Τα χείλη του έπαιξαν με τα δικά της και της κόπηκε η ανάσα.

Άνοιξε το στόμα της για να πάρει ανάσα και ένιωσε κάτι υγρό να εισχωρεί στο στόμα της. Ήταν η γλώσσα του. Για μια στιγμή πάγωσε χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να μείνει ακίνητη και να τον αφήσει να κάνει ότι θέλει;

Το χέρι του που ήταν στα μαλλιά της πίεσαν το στόμα της ακόμα πιο πολύ στο δικό του. Ενστικτωδώς η γλώσσα της κινήθηκε και άγγιξε τη δικιά του. Η αίσθηση κάτι ξένου στο στόμα της νόμιζε πως θα την αηδίαζε αλλά συνέβαινε το αντίθετο. Δισταχτικά άρχισε να ανταποκρίνεται στις κινήσεις της γλώσσας του στο στόμα της και άκουσε μουγκρητά ευχαρίστησης από κείνον.

Η αναπνοή της δεν ήταν ήρεμη πλέον. Η γλώσσα της συνέχιζε τη μάχη με τη δικιά του πιο έντονα τώρα. Δε μπορούσε να αναπνεύσει άλλο από τη μύτη, χρειαζόταν περισσότερο αέρα. Τράβηξε το στόμα της από το δικό του για να πάρει ανάσα και να ηρεμήσει.

Εκείνος όμως δεν την άφησε. Άφησε υγρά φιλιά στο λαιμό της. Καμιά φορά και υγρές δαγκωματιές καθώς κατέβαινε προς τα κάτω. Το χέρι που ήταν πριν λίγη ώρα στα μαλλιά της είχε κατέβει στη πλάτη της όμως το άλλο που ήταν στη μέση της ανέβαινε προς το στήθος της.

Το έσφιξε στην παλάμη του και ένιωσε κάτι υγρό ανάμεσα στους μηρούς της. Ένα βογκητό της ξέφυγε και εκείνος κατέβασε το ύφασμα αποκαλύπτοντας ένα από τα λευκά στήθη της, το οποίο άρχισε να χαϊδεύει. Ένιωθε μπερδεμένη. Ήθελε να συνεχίσει αυτή η αίσθηση, αλλά χρόνια άγνοιας και σεμνότητας την εμπόδιζαν. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί για να τον σταματήσει.

«Άρχοντά μου…», της βγήκε λαχανιασμένα και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση. Της τσίμπησε τη ρώγα, η οποία είχε ήδη σκληρύνει από τον κρύο αέρα. Αυτή η ελάχιστη αίσθηση πόνου, προκάλεσε και άλλο υγρό. Ήξερε πως ερχόταν από το φύλο της αλλά δεν ήξερε γιατί. Είχε γύρει το κεφάλι της προς τα πίσω με αυτό που της είχε κάνει.

Το άλλο του χέρι ανέβηκε πάνω και έσκισαν το ύφασμα του νυχτικού. Το σοκ την έκανε να θέλει να καλυφθεί αλλά δεν πρόλαβε. Εκείνος είχε ήδη σκύψει για να φιλήσει το στήθος της. Έτσι τα χέρια της βυθίστηκαν στα μαλλιά του.

Αν η αίσθηση των χεριών του πάνω της ήταν υπέροχη, το στόμα του ήταν σκέτος παράδεισος. Ένιωσε φιλιά σε όλο το στήθος. Η αναπνοή της ήταν ακόμα πιο γρήγορη. Η γλώσσα του έγλειψε μία από τις ρώγες της.

«Έντουαρντ», της βγήκε σαν ικεσία. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως εκείνος θα θύμωνε που τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, όμως δε συνέβη κάτι τέτοιο. Αντίθετα, πήρε τη ρώγα στο στόμα του και άρχισε να την πιπιλάει με μανία. Τα δάχτυλά της τράβηξαν τα μαλλιά του. Ήθελε και άλλο.

Της τσίμπησε ελαφρά και την άλλη ρώγα και την πήρε στο στόμα του. Έσφιξε τα πόδια της για να ανακουφίσει την περίεργη αίσθηση στη κοιλιά της και στο φύλο της. Ήταν μία αίσθηση που ένιωθε για πρώτη φορά στη ζωή της.

Κάτι σαν πίεση, μία φωτιά που την έκαιγε ολόκληρη και ήθελε κι άλλο. Τα χέρια του έσκισαν το ύφασμα του νυχτικού παραπάνω αλλά ένα μέρος της δεν την ένοιαζε. Ήθελε να την γδύσει. Ήθελε ότι είχε να της προσφέρει αλλά δεν ήταν έτοιμη για αυτό που είδε μετά. Την άφησε να πέσει στο κρεβάτι και την παγίδευσε με τα πόδια του.

«Ιζαμπέλα…», ψιθύρισε. Ένιωθε σαν το θήραμα που ήθελε να το παγιδεύσει ο κυνηγός. Τον είδε να βγάζει το πουκάμισό του. Τα μάτια της στάθηκαν για μια στιγμή στο στέρνο του και προχώρησαν από περιέργεια προς τα κάτω. Όλα πάνω του φαίνονταν τέλεια. Όπως τα ρωμαϊκά αγάλματα που είχε δει σε ένα βιβλίο για την τέχνη.

Είχε αναγκαστεί να σταματήσει να διαβάζει το βιβλίο όταν βρήκε πως υπήρχαν εικόνες με άνδρες χωρίς καθόλου ρούχα. Δε μπορούσε να το συνεχίσει. Άραγε θα ήταν και εκείνος έτσι; Θα τον έβλεπε χωρίς καθόλου ρούχα απόψε; Τα μάτια της κατέβηκαν και άλλο και πρόσεξε πως στο παντελόνι λίγο πιο κάτω από τη μέση του υπήρχε ένα εξόγκωμα που δεν υπήρχε πιο πριν.

«Ιζαμπέλα», σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. «Θέλω να γδυθείς τώρα τελειώς. Ήρθε η ώρα», πήρε το βλέμμα της από πάνω του και ανασηκώθηκε λίγο για να σπρώξει τα μανίκια του νυχτικού από τα χέρια της. Έτρεμε και δεν ήταν από το κρύο. Δεν κρύωνε. Η λογική της είχε επιστρέψει και συνειδητοποιούσε τι έκανε. Πλέον ήταν γυμνή μέχρι τη μέση όμως έπρεπε να σπρώξει το κάτω μέρος του νυχτικού από τα πόδια της.

Πως θα το έκανε όμως όταν τα πόδια της ήταν παγιδευμένα στα δικά του; Αργά προσπάθησε να τραβήξει το ένα πόδι. Τα κατάφερε και ήταν έξω από το δικό του. Άκουσε την ανάσα του βαριά και γρήγορη. Μάλλον τον θύμωνε που αργούσε τόσο. Τράβηξε και το άλλο πόδι γρήγορα και πλέον τα δικά του πόδια ήταν ανάμεσα στα δικά της.

Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε για την συνέχεια. Ένιωσε το στρώμα να κινείται καθώς εκείνος μετακινιόταν. Έσφιξε γερά τις γροθιές της περιμένοντας ότι ήταν να έρθει.

Ζεστή σάρκα άγγιξε τη δικιά της. Τώρα τι; Αναρωτήθηκε. Το χέρι του χάιδεψε τα μαλλιά της και το μάγουλό της. Προσπάθησε να μείνει ακίνητη αν και ήθελε να γύρει στο χέρι του.

«Αφέσου γλυκιά μου. Μην αντιστέκεσαι. Χαλάρωσε. Ο πόνος θα κρατήσει μόνο για λίγο και μετά…», τον άκουσε να παίρνει μια βαθιά ανάσα και να την αφήνει. Η ζεστή του ανάσα στο λαιμό της την έκαψε πάλι αν και όλο το σώμα της ήταν ήδη ζεστό από την επαφή με το δικό του. «… μετά θα γνωρίσεις μαζί μου την μεγαλύτερη ηδονή του κόσμου», τα χείλη του την φίλησαν απαλά και εκείνη προσπάθησε να χαλαρώσει. Το φιλί του άλλαξε σύντομα και βρήκε τον εαυτό της να ανταποκρίνεται με πάθος.

Μετακίνησε λίγο το σώμα του και η επαφή σε κάποια σημεία με το δικό της προκάλεσαν ένα δυνατό βογκητό και από τους δύο. Το ένα χέρι που είχε μείνει στα μαλλιά του βυθίστηκε πάλι και το άλλο έσφιξε τον ώμο αναζητώντας πάλι την επαφή.

Το χέρι του άρχισε να κατεβαίνει και να πλησιάζει το φύλο της. Όχι! Δεν ήθελε να καταλάβει πόσο υγρή ήταν σε εκείνο το σημείο. Προσπάθησε να κλείσει τα πόδια της τελείως αλλά τα δικά του την εμπόδισαν.
Το χέρι του άγγιξε ένα σημείο που την έκανε να τιναχτεί και να κάνει τα πόδια της να μουδιάσουν.

Όμως η κίνηση αυτή οδήγησαν τα δάχτυλά του στο σημείο που δεν ήθελε να αγγίξει εκείνος.

«Είσαι τόσο υγρή…», οι άκρες των δαχτύλων του χάιδεψαν το σημείο.

«Συγνώμη..», κατάφερε να ψιθυρίσει. Ο αντίχειρας του άγγιξε πάλι εκείνο το σημείο και τα πόδια της μούδιασαν πάλι.

«Συγνώμη; Συγνώμη που με θέλεις και ανταποκρίνεσαι τόσο πολύ σ’ εμένα; Ω, αθώα μου Ιζαμπέλα…», της έπιασε το πιγούνι για να τον κοιτάξει, το βλέμμα του ήταν σκοτεινό αλλά υπήρχε και κάτι άλλο από πίσω.

«Θα μάθεις τόσα πολλά μαζί μου…», ένιωσε κάτι άλλο εκτός από το χέρι του στο φύλο της. Κάτι σκληρό και ζεστό πίεζε την είσοδό της. Πρέπει να ήταν αυτό που την είχε κάνει να κλείσει τότε το βιβλίο από το σοκ. Μακρύ με την κορυφή να είναι λίγο πιο μεγάλη. Πανικός την κυρίευσε και προσπάθησε να τον σταματήσει.

«Όχι», ικέτεψε.

«Ναι», το ένιωσε να μπαίνει μέσα της. Η αίσθηση ήταν παράξενη, πρωτόγνωρη. Και το πιο περίεργο ήταν πως της φάνηκε πως ικανοποιούσε τη φωτιά που την έκαιγε. «Είσαι δική μου Ιζαμπέλα», τον άκουσε να λέει πριν μπει όλος με μία γρήγορη κίνηση. Μία μικρή κραυγή πόνου της ξέφυγε και προσπάθησε να απομακρυνθεί.

Δεν την άφησε. Τα χέρια του κράταγαν σταθερά τους γοφούς της και έμεινε ακίνητη όσο και αν τον έσπρωχνε ή τον γρατσούνιζε με τα χέρια της.

«Σσς, χαλάρωσε. Ο πόνος θα φύγει και θα αρχίσει η απόλαυση σε λίγο», μα τι λέει τώρα; Θα ένιωθε ηδονή από αυτό; Πόναγε. Πήρε βαθιές ανάσες και είδε πως ο πόνος καταλάγιαζε σιγά σιγά.

«Έτσι μπράβο. Τώρα αρχίζουμε πραγματικά», τον ένιωσε να κινείται ελαφρά. Ο πόνος υπήρχε αλλά όχι τόσο έντονα πλέον. Μαζί του υπήρχε και μία άλλη αίσθηση. Ήταν ευχάριστη, πολύ ευχάριστη όσο περνούσε η ώρα.

Το κορμί της άρχισε να κινείται από μόνο του και να ανταποκρίνεται στις κινήσεις του. Ήταν λες και τα κορμιά τους ήταν σε μία μυστική επικοινωνία. Ιδρώτας άρχισε να σχηματίζεται σε όλο της το σώμα.

«Ω, ναι», τον άκουσε να λέει και άνοιξε τα μάτια της. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και έσκυψε να την φιλήσει. Οι γλώσσες τους άρχισαν να παλεύουν και εκείνος ήταν ο νικητής. Το χέρι του πήρε το ένα πόδι της και το τύλιξε γύρω από τη μέση του, χωρίς να σταματήσει το σμίξιμό τους.

«Ω, Θεέ μου», η αίσθηση ήταν υπέροχη. Εκείνος σταμάτησε και παραλίγο να του ουρλιάξει από θυμό.

«Εγώ σε κάνω να νιώθεις έτσι. Όχι, εκείνος, γλυκιά μου», και μπήκε με δύναμη μέσα της. Το όνομά του άρχισε να προφέρεται από το στόμα της σαν προσευχή. Τον ένιωσε να μπαίνει μέσα της πιο γρήγορα. Ήταν τόσο κοντά σε κάτι αλλά δεν ήξερε τι. Δε μπορούσε να ελέγξει πλέον το κορμί της. Η φωτιά την είχε τυλίξει και την έκαιγε ολόκληρη. Προσπάθησε να τον συναντήσει. Η αίσθηση που χτιζόταν μέσα της απελευθερώθηκε ξαφνικά.

«Έντουαρντ», η κραυγή της κατέληξε σε βογκητό και ένιωσε ανάλαφρη σαν πούπουλο. Το κορμί της ήταν ικανοποιημένο και καθώς το σώμα της χαλάρωνε, όσο μπορούσε να χαλαρώσει με εκείνον να συνεχίζει να μπαίνει μέσα της, είδε το πρόσωπό του.

Έμοιαζε να είναι σχεδόν σε αγωνία, σε πόνο. Χρειάζεται τη δική του ανακούφιση σκέφτηκε. Το σώμα του στάθηκε ακίνητο και θα έπαιρνε όρκο πως ένιωσε κάτι υγρό να χύνεται μέσα της. Τον άκουσε να προφέρει το όνομά της με τον ίδιο τρόπο που είχε προφέρει το δικό του πριν λίγο και να καταρρέει πάνω της.