BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 10ο

Κεφάλαιο 10ο

 

Ο  κόμης προχώρησε με γρήγορα βήματα προς τα διαμερίσματα των αδελφών Ντενάλι. Δεν μπήκε στον κόπο να χτυπήσει την πόρτα. Την έσπρωξε με δύναμη κάνοντας τους μεντεσέδες να σπάσουν και μπήκε μέσα.

Οι αδελφές δεν του έδωσαν σημασία. Ήταν απορροφημένες με το γεύμα τους ή πιο σωστά με την αποπλάνηση του γεύματός τους.Το θύμα τους, ένας ξανθός άνδρας μόλις 20 ετών, βρισκόταν ξαπλωμένος στο υπέρδιπλο κρεβάτι των αδελφών.

Με την πρώτη ματιά κάποιος δε θα τον πρόσεχε. Πολύχρωμα μαξιλάρια τον περιτρίγυριζαν και ο χαμηλός φωτισμός από τις κλειστές κουρτίνες θα τον έκαναν σχεδόν απαρατήρητο αν δεν ήταν τα βογγητά του.

Όχι, βογγητά πόνου. Όχι…

Οι αδελφές φρόντιζαν να σαγηνεύσουν πρώτα το θήραμά τους, να το διαφθείρουν στον μέγιστο βαθμό πριν το σκοτώσουν.

Έτσι, τώρα ο νεαρός, το όνομα του οποίου ήταν Άντριου απολάμβανε τις ερωτικές περιποιήσεις των τριών αδελφών. Τον είχαν απαλλάξει από το πουκάμισό του και έκαναν το ίδιο πράγμα εκείνη τη στιγμή με το παντελόνι του.

Ο νεαρός πρόσεξε τον κόμη που στεκόταν στην είσοδο της κρεβατοκάμαρας. Τινάχτηκε και προσπάθησε να βάλει το παντελόνι του.

«Συγνώμη! Οι κυρίες με κάλεσαν στο δωμάτιό τους. Θα φύγω»

«Ωραία, γιατί έχω να συζητήσω κάτι με αυτές τις γυναίκες», αποκρίθηκε ο κόμης.

«Όχι!», σύριξαν και οι τρεις. Τα χέρια τους σύρθηκαν στο στέρνο και την πλάτη του νεαρού.

«Άντριου», αναστέναξε η Κέιτ.

«Ω, Άντριου, μείνε μαζί μας», μουρμούρισε η Ιρίνα.

«Μην τον ακούς Άντριου. Σε έχουμε ανάγκη», ψιθύρισε στο αυτί του η Τάνια. Το χέρι της σύρθηκε κάτω και έσφιξε τον ανδρισμό του κάνοντάς τον να βογγήξει.  «Τόσο ανάγκη…».

Ο νεαρός δεν άντεξε. Άρπαξε την Τάνια και την φίλησε παθιασμένα. Η γυναίκα ανταποκρίθηκε στο φιλί του όμως τα μάτια της, ψυχρά από κάθε συναίσθημα δεν σταμάτησαν να κοιτάνε τον κόμη ούτε στιγμή.

‘Σίγουρα δεν θέλεις να συμμμετέχεις, Έντουαρντ; Μία δαγκωματιά, μια γουλιά και αν θέλεις μπορείς να μοιραστείς μετά το κρεβάτι μαζί μας’, πρότεινε η Τάνια  με το μυαλό της στον κόμη.

Πάντοτε προσπαθούσε να τον παρασύρει, να τον κάνει να πραγματοποιήσει κάθε είδους αμάρτημα, να πλαγιάσει μαζί τους. Το τελευταίο ήταν το μοναδικό στο οποίο δεν είχε υποκύψει ποτέ. Και η Τάνια ήξερε πως οι πιθανότητες να το πετύχουν τώρα είχαν μειωθεί υπερβολικά. Ο κόμης τους κοίταξε αδιάφορα και προχώρησε στο καθιστικό να τους περιμένει.

«Δε θα τον σαγηνεύσεις ποτέ, Τάνια», ψιθύρισε η Ιρίνα.

«Μα είναι λογικό. Όταν τα αισθήματα είναι πραγματικά αγνά για κάτι δεν μπορούν ποτέ να αλλαχθούν. Νόμιζα πως ύστερα από τόσους αιώνες Τάνια θα είχες καταλάβει πως δεν μπορείς να κάνεις κάποιον ερωτευμένο να προδώσει την αγάπη του», πρόσθεσε η Κέιτ.

Η γλώσσα της έγλυψε τον καρπό του Άντριου κάνοντας τον νεαρό να αναστενάξει. Τα χείλη της Τάνιας σύρθηκαν αργά από τα χείλη του νεαρού στο αυτί του.

«Μ’ αγαπάς, Άντριου;»

«Ναι», μουρμουρισε ο νεαρός, ζαλισμένος από το φιλί της.

«Μην τον βάζεις να λέει πράγματα που δεν τα εννοεί, Τάνια. Είναι υπό την επήρεια της ύπνωσης. Θα πει και θα κάνει ότι του ζητήσουμε», την παρακάλεσε η Κέιτ.

 Ήξερε τι θα ακολουθούσε μετά. Τόσους αιώνες μετά η Τάνια συνέχιζε το ίδιο παιχνίδι. Η Τάνια την αγνόησε.

«Τότε θα μου δώσεις ότι σου ζητήσω. Έτσι δεν είναι;», τα χείλη της πιπίλισαν το λοβό του αυτιού του.

«Ναι. Τα πάντα...»

«Ωραία...», τα χείλη της σύρθηκαν αργά στο λαιμό του. Η παγωμένη γλώσσα της στην φλέβα του τον έκανε να ανατριχιάσει.

«Βρες ηδονή στον πόνο», τον πρόσταξε.

«Ηδονή στον πόνο», αποκρίθηκε εκείνος.

Με το που το είπε τα δόντια της βυθίστηκαν στο λαιμό του νεαρού. Ήπιε μια βαθιά γουλιά από το αίμα του και έκλεισε με την γλώσσα της την πληγή. Με γρήγορες κινήσεις του έσκισε το πουκάμισο και δάγκωσε τη θήλη του, κάνοντας να κυλήσει αίμα.

Ο Άντριου αντί να ουρλιάξει από το πόνο βόγκηξε δυνατά. Ο υπνωτισμός είχε πετύχει και η Τάνια μπορούσε να τον κάνει ότι θέλει. Το στόμα της άφηνε δαγκωματιές στον ώμο, στο στέρνο του, σχεδόν σε όλο του το κορμί αλλά ο Άντριου δεν ένιωθε τον πόνο.

Η Κέιτ και η Ιρίνα έγλειφαν με γρήγορες κινήσεις τις πληγές και γεύονταν το γλυκό αίμα του θύματός τους. Όμως, η Τάνια είχε διαφορετικό σκοπό από τις αδελφές της.

Γδύσε με», τον πρόσταξε.

Ο νεαρός το έκανε χωρίς κανένα δισταγμό. Το διάφανο νυχτικό έπεσε στο πάτωμα αφήνοντάς την γυμνή στα μάτια του.

«Πανέμορφη...», μουρμούρισε ο Άντριου. Και είχε δίκιο. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των δαιμόνων ήταν η ομορφιά. Ένα από τα βασικότερα όπλα για να σαγηνεύσουν το θήραμά τους.

«Φίλησε με», τα χείλη του φίλησαν με πάθος τα παγωμένα χείλη της.

«Αγάπησέ με», ο νεαρός στάθηκε και τα θολά του μάτια την κοίταξαν με απορία. Στο υπνωτισμένο μυαλό του η προσταγή ήταν ακατανόητη.

Η Τάνια ούρλιαξε από θυμό. Πάντοτε όλα τα θύματά της είχαν πρόβλημα με την συγκεκριμένη προσταγή. Έσκισε το παντελόνι του νεαρού. Με γρήγορες κινήσεις από το χέρι της και με τις κατάλληλες ψιθυριστές προσταγές τον ετοίμασε και έσπρωξε μέσα της τον ανδρισμό του.

«Κάνε με δική σου», ο Άντριου άρχισε να κινείται μέσα της με γρήγορες κινήσεις. Χωρίς χάδια, χωρίς γλυκόλογα. Πάλι τα ίδια...

«Σταμάτα!», τον πρόσταξε εκνευρισμένη. Ο νεαρός έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα. Στράφηκε στις αδελφές της. «Πιείτε τον, γιατί δεν θα βρείτε άλλη ικανοποίηση από αυτόν»

Οι αδελφές δεν μπήκαν στον κόπο να την διαψεύσουν. Μπορούσαν να βρουν από το θύμα τους σαρκικές απολαύσεις αλλά χωρίς βαθιά συναισθήματα. Βέβαια τις λίγες φορές που το είχαν αναφέρει στην αδελφή τους, η Τάνια έσκισε το θύμα σε κομμάτια. Όχι, δεν ήθελαν να πάει χαμένο και άλλο αίμα. Η Τάνια φόρεσε την βελούδινη ρόμπα του νυχτικού και προχώρησε στο καθιστικό.

Γιατί δεν μπορούσαν τα θύματά της να κάνουν έρωτα μαζί της, αναρωτήθηκε. Όταν είχε πιει το αίμα του Έντουαρντ είχε δει στις αναμνήσεις του πως υπήρχαν και χάδια και γλυκόλογα με την γυναίκα του. ‘Γιατί δεν μπορώ να το έχω και εγώ αυτό;’

«Επειδή δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ, Τάνια», αποκρίθηκε ο κόμης στις σκέψεις της.

Καθόταν στην κόκκινη βελούδινη πολυθρόνα κοιτώντας την δύση του ηλίου. Ένα θέαμα που τον έκανε πάντοτε να μελάγχολεί. Τον πλησίασε αργά αφήνοντας να φανεί το γυμνό της σώμα από το άνοιγμα της ρόμπας.

«Δεν χρειάζεται να είσαι ερωτευμένος για να κάνεις έρωτα, Έντουαρντ», ο κόμης σηκώθηκε από την πολυθρόνα.

«Αυτό που έκανες πριν με το νεαρό δεν ήταν έρωτας. Σχεδόν τον σκότωσες από την αιμορραγία. Για να πάρεις, Τάνια, θα πρέπει και να δώσεις»

«Έχω δώσει και δεν έχει πιάσει. Και απαλά χάδια και γλυκά φιλιά», το χέρι της ακούμπησε στον ώμο του. «Τα ίδια που είχε δώσει η Ιζαμπέλα σε σένα»

Ο κόμης τίναξε αηδιασμένος το χέρι της από πάνω του.

«Η γυναίκα μου τα εννοούσε!», η Τάνια γέλασε.

«Για αυτό στη νέα της ζωή είναι αρραβωνιασμένη με κάποιον άλλον. Πες μου, Έντουαρντ, πως νιώθεις που έχει φιλήσει στα χείλη κάποιον άλλον, Μπορεί και να έχει κάνει περισσότερα μαζί...», η ανάσα της κόπηκε καθώς το χέρι του είχε τυλιχτεί γύρω από το λαιμό της.

«Δεν έχει κάνει!», τα μάτια του είχαν γίνει για μια στιγμή μαύρα.

Το χέρι του έσφιξε λίγο παραπάνω το λαιμό της από ένστικτο. Όμως δεν μπορούσε να την σκοτώσει. Ήξερε πως αν την σκότωνε θα πέθαινε και εκείνος. Και δεν μπορούσε να πεθάνει. Όχι, όταν ήταν τόσο κόντα στο να ενωθεί ξανά με την αγαπημένη του. Τα μάτια του ξαναγύρισαν σε μία απόχρωση πιο ανοιχτή με κόκκινο μέσα. Άφησε το λαιμό της. Η Τάνια τον κοίταξε εκνευρισμένη. Είχε παρασυρθεί και σίγουρα θα τον τιμωρούσε. Εκείνη και οι αδελφές της ειχαν αυτή τη δυνατότητα. Έπρεπε να σέβεται τις δημιουργούς του όσο και αν τις απεχθανόταν. Ακόμα και αν ήταν ισχυρότερες από κείνες σε ένα βαθμό.

«Πάντως ξέρεις πως για να έχεις το δικαίωμα να την αλλάξεις θα περέπει να έρθει πρόθυμα σε σένα. Όπως είχες έρθει και εσύ σε μας τοτε»

«Θα το κάνει. Μ’ αγαπάει», αλλά η αμφιβολία ήταν εμφανής στον τόνο του. Πράγματι η κοπέλα στο μπλε δωμάτιο ήταν η μοναδική του αδυναμία. Η Τάνια χαμογέλασε. Ήξερε πως θα τον εκδικιόταν.

«Ένα στοίχημα τότε...», άρχισε η Τάνια. «Αν είσαι τόσο σίγουρος για τα αισθήματά της θα το δεχτείς», ο προστακτικός τόνος ήταν εμφανής. «Μέχρι το τέλος της επόμενης εβδομάδος η λατρεμένη σου δεσποσύνη θα πρεπει να έχει παραδεχτεί τα αισθήματά της για σένα»

«Αλλιώς; Τι θα κάνεις;», η Τάνια έκανε έναν κύκλο γύρω του.

«Ας πούμε πως ο κύριος Μπλακ θα γίνει πιο πιεστικός, πολύ πιο πιεστικός με την νεαρή του αρραβωνιαστικιά σε συγκεκριμένους τομείς», ο κόμης έτριξε τα δόντια του. Έπρεπε να βρει ένα τρόπο να κερδίσει χρόνο.

«Θα το δεχτώ μόνο αν ο Μπλακ θα λείπει για εκείνο το διάστημα»

«Όχι!», αποκρίθηκε η Τάνια. Του δινόταν τώρα το περιθώριο για διαπραγμάτευση.

«Τότε ποιος μου εγγυάτεαι πως δεν θα χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις σου πάνω στον Μπλακ από πιο πριν; Θέλω περιθώριο μέχρι την επόμενη πανσέληνο»

«Βαρετό! Έχεις υπερβολικό χρόνο», και στράφηκε να φύγει.

«Θα με φιλήσει στον κήπο εκείνη τη νύχτα», η Τάνια σταμάτησε να περπατάει. «Θα δεις πως είναι ένα φιλί ανάμεσα σε δύο ερωτευμένους, Τάνια»

«Για να σου δώσω τόσο χρόνο θέλω να έχω το δικαίωμα να παίξω με το μυαλό του νεαρού Μπλακ. Σε λογικά πλαίσια πάντοτε…», ο κόμης ήταν προετοιμασμένος για την πρότασή της.

«Καλώς, όμως Τάνια. Όταν κερδίσω το στοίχημα θέλω και εγώ κάτι», ο τόνος της φωνής του έγινε σκοτεινός.

«Τι Έντουαρντ;»

«Θέλω να απομακρύνετε πλήρως τον Μπλακ από κείνη»

«Χμμ, λογικό αντίτιμο. Αν και θα χάσεις. Δε σε θυμάται. Δε θυμάται αυτό που είχατε»

«Κάνεις λάθος. Στα όνειρά της με θυμάται. Έχω δει τις αναμνήσεις της από εκείνη την εποχή. Είναι γραφτό να είμαστε μαζί»

«Ίσως… αλλά τότε θα γίνει ένα από τα πλάσματα της νύχτας. Μία απόγονος της Λίλιθ. Αυτό είναι που θέλεις να πετύχεις, Έντουαρντ;», ο κόμης δεν απάντησε και η Τάνια έστρεψε το βλέμμα της στο ρολόι.«Νομίζω πως ήρθε η ώρα του δείπνου. Θα αφήσεις τους καλεσμένους σου να περιμένουν;»

«Όχι. Καλέστε τον Τζάσπερ μετά να επισκευάσει την πόρτα. Και όχι περίεργα παιχνίδια μαζί του, Τάνια»

«Και να θέλαμε η αγάπη του για την γλυκύτατη Άλις θα τον προστάτευε», αποκρίθηκε η Ιρίνα καθώς έμπαινε στο καθιστικό. Τα χείλη της ήταν κατακόκκινα από το αίμα που είχε πιει πιο πριν. «Έντουαρντ, να σε συνοδεύσω έξω», ο κόμης την ακολούθησε χωρίς να χαιρετήσει την Τάνια.

Η Ιρίνα έκλεισε την σπασμένη πόρτα και επέστρεψε στο καθιστικό.

 

«Τάνια, πιστεύω πως ο Έντουαρντ δεν θα έχει πολλά προβλήματα από τον Μπλακ. Έχω δοκιμάσει να τον υπνωτίσω αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν όσο δραστικά θα ήθελα»

«Δηλαδή;»

«Πρέπει να έχει κάποια αισθήματα για την κοπέλα»

«Αλλά υπνωτίζεται»

«Σε ένα βαθμό ναι»

«Ωραία. Θα δοκιμάσω και εγώ τότε»

«Τάνια!»

«Τι; Θέλω να το διασκεδάσω λίγο. Και μιλώντας για διασκέδαση… τι κάνει ο Άντριου;»

«Αν θέλεις να πιεις θα σε συμβούλευα να βιαστείς γιατί η Κέιτ δε θα αφήσει ούτε σταγόνα»

«Πολύ καλά», και προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα.

Τα ουρλιαχτά του νεαρού ήχησαν ύστερα από λίγα λεπτά…

 

 

 

 

 

«Το άκουσες αυτό, Άλις;», ρώτησε η Μπέλα την άλλη κοπέλα καθώς προχωρούσαν στην τραπεζαρία.

«Ναι», αποκρίθηκε η Άλις ανήσυχη. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Τζάσπερ επιμένει πως είναι ο άνεμος. Ο αέρας δεν μπορεί να σου προκαλεί τρόμο»

«Έχει ξανασυμβεί;»

«Ναι, συμβαίνει σχεδόν κάθε βδομάδα. Μπέλα, πως γίνεται να φαίνεσαι τόσο ψύχραιμη;»

«Δεν ξέρω. Για κάποιο λόγο νιώθω ασφαλής εδώ. Έλα δε θέλω να αργήσω»

Η Άλις την κοίταξε παραξενεμένη.

«Γιατί;»

«Θέλω να ακούσω τη συνέχεια της ιστορίας της πριγκίπισσας από τον Έντουαρντ»

«Έντουαρντ; Από πότε άρχισες να αποκαλείς τον κόμη με το μικρό του όνομα;»

Η Μπέλα σταμάτησε να περπατάει. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως τον είχε αποκαλέσει. Της είχε βγει αυθόρμητα, λες και τον αποκαλούσε πάντοτε έτσι.

«Από χτες. Μου το πρότεινε ο ίδιος. Γιατί κάνεις λες και είναι κάτι σημαντικό;»

«Γιατί είναι. Μπέλα, κανένας δεν τον αποκαλεί με το μικρό του όνομα απ’ όσο ξέρω. Μόνο οι αδελφές Ντενάλι και δε νομίζω πως τις συμπαθεί»

«Δε μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνεις τόσο μεγάλο θέμα»

«Γιατί δείχνει πως σε αφήνει να τον πλησιάσεις. Να μην είσαστε επίσημοι ο ένας με τον άλλον»

«Και είναι κακό αυτό;»

«Μπέλα, είσαι αρραβωνιασμένη…»

«Και αυτό σημαίνει πως δεν μπορώ να κάνω φιλίες; Άλις, κάνεις λες και με φλερτάρει. Αυτό είναι παράλογο με τις αδελφές Ντενάλι στο κάστρο. Δεν μπορώ να συγκριθώ μαζί τους»

«Τις είδες;»

«Μόνο την Τάνια Ντενάλι. Μπήκε στην βιβλιοθήκη λίγο αφότου ξύπνησα. Ήταν πανέμορφη, θα μπορούσε να γίνει άνετα η επόμενη σύζυγος του»

«Κάνεις λάθος. Έχω δει πως σε κοιτάζει ο κόμης. Τα μάτια του δεν φεύγουν από πάνω σου ούτε στιγμή. Σήμερα στο δείπνο παρατήρησέ τον», της άνοιξε την πόρτα της τραπεζαρίας για να την αφήσει να μπει.

Ο νεαρός Μπλακ και ο κόμης ήδη στέκονταν στην άκρη του τραπεζιού απορροφημένοι σε κάποια συζήτηση. Με το που την είδαν σταμάτησαν.

«Μπέλα!», ο νεαρός Μπλακ την πλησίασε με γρήγορα βήματα. Πήρε τα χέρια της στα δικά του και τα φίλησε. «Νιώθεις καλύτερα;»

«Ναι, είμαι καλύτερα τώρα», το βλέμμα της στράφηκε προς τον κόμη.

Τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω τους. Το βλέμμα του ενώ φαινόταν ψυχρό με το που συνάντησε το δικό της μαλάκωσε. Ακόμα και το χρώμα στα μάτια του φάνηκε να αλλάζει. Ήθελε να τον πλησιάσει και να δει τα μάτια του καλύτερα, όμως ο νεαρός Μπλακ την τράβηξε για να καθίσουν στο τραπέζι.

Αυτή τη φορά η διάταξη ήταν διαφορετική. Στην κορυφή έκατσε πάλι ο κόμης αλλά ο Μπλακ έκατσε στα αριστερά του και η Μπέλα στα δεξιά του. Το δείπνο κύλισε ήρεμα και μία φαινομενικά ομαλή συζήτηση γινόταν ανάμεσά τους. Όμως, ο νεαρός Μπλακ ήταν το άτομο που μιλούσε περισσότερο. Ο κόμης και η Μπέλα απλώς απαντούσαν ευγενικά ή πρόσθεταν κάποιο σχόλιο.

Και οι δύο ήταν απορροφημένοι με άλλα πράγματα.

Ο κόμης με το να σκέφτεται τρόπους για να ξυπνήσει τα συναισθήματα της πριγκίπισσάς του και εκείνη με το να παρατηρεί με την άκρη του ματιού της καθώς το βλέμμα του δεν έφευγε στιγμή από πάνω της. Η Άλις μάζεψε τα πιάτα και έφερε το γλυκό. Ο κόμης της έκανε νόημα να φύγει και εκείνη βγήκε γρήγορα από την τραπεζαρία.

«Νομίζω πως με το επιδόρπιο ταιριάζει το λικέρ; Τι λέτε;», δεν μπήκε στον κόπο να περιμένει απάντηση από τους καλεσμένους του και έφερε το κρυστάλλινο μπουκάλι.

 Ο νεαρός Μπλακ αρνήθηκε ευγενικά οπότε ο κόμης στράφηκε στην Μπέλα. Άρχισε να γεμίζει αργά το ποτήρι περιμένοντας την να τον σταματήσει. Δεν το έκανε και το ποτήρι γέμισε ως το χείλος του.  Την πρόσεξε να γλύφει ασυνείδητα τα χείλη της. Το λάτρευε αυτό το λικέρ η αγαπημένη του. Προσπάθησε να διαβάσει τις σκέψεις της αλλά αυτή τη φορά υπήρχε ένα τείχος. Αναστέναξε και έκατσε στη θέση του.

«Εσείς δε θα σερβιριστείτε;», η Μπέλα τον ρώτησε δείχνοντάς του το ποτήρι. Ο κόμης έβαλε μία μικρή ποσότητα στο ποτήρι του. Μπορούσε να ανεχτεί αυτή τη μικρή ποσότητα στο στόμα του. Σήκωσε το ποτήρι του.

«Μία πρόποση στα γλυκά πράγματα», της πρότεινε. Εκείνη το τσούγκρισε μαζί του και ήπιε μια γενναιόδωρη ποσότητα.

«Μπέλα!», την προειδοποίησε ο νεαρός Μπλακ. Ήξερε πως η αρραβωνιαστικιά του δεν είχε μεγάλες αντοχές στο αλκοόλ.

«Τι είναι Τζέικομπ;», τον ρώτησε ήρεμα.

«Θα σε πειράξει…»

«Δεν με πείραξε την άλλη φορά», στράφηκε στον κόμη. «Μου χρωστάτε την συνέχεια της ιστορίας με την πριγκίπισσα»

«Σίγουρα θέλετε να συνεχίσω; Ίσως να σας φανούν πολύ ‘έντονες’ οι λεπτομέρειες»

«Δεν με πειράζει. Θέλω να μάθω»

Ο νεαρός Μπλακ κοίταξε με έκπληξη την συνομιλία της αρραβωνιαστικιάς του με τον εργοδότη του. Σπάνια την έβλεπε τόσο γενναία και να απαιτεί αυτό που ήθελε. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να πάρει την Μπέλα και να αποχωρήσουν για το βράδυ ζητώντας συγνώμη για την αγενή συμπεριφορά της ή όχι. Ο κόμης φαινόταν να μην ενοχλείται από τον τόνο της αλλά αντίθετα να διασκεδάζει. Αποφάσισε να παρακολουθήσει σιωπηλά την εξέλιξη και να επέμβει την στιγμή που θα επιβαλλόταν.

Ο κόμης άρχισε να περιγράφει στην Μπέλα τις λεπτομέρειες του γάμου, την πρώτη περίοδο του ζεύγους σαν παντρεμένοι αφήνοντας υπόνοιες για τις βραδιές τους στο κρεβάτι. Και καθώς μιλούσε την παρατηρούσε. Η ανάσα της ήταν λίγο πιο γρήγορη τώρα. Όχι υπερβολικά αλλά σίγουρα δεν ήταν αργή πλέον. Το αίμα είχε ανέβει στα μάγουλά της προσφέροντάς τους ένα απαλό κοκκίνισμα.

«Και πότε ερωτεύονται;», διέκοψε την διήγησή του. «Μου περιγράφετε στιγμές τυπικές με καθήκοντα βασιλικά αλλά όχι το πώς ερωτεύονται»

«Και όμως έτσι ερωτεύονται», ο δείκτης του πήγε στο ποτήρι του ποτηριού και άρχισε να πηγαίνει αργά γύρω από το ποτήρι. Η ανάσα της άρχισε να γίνεται κοφτή.«Στην αρχή υπάρχουν τα συζυγικά καθήκοντα και η σαρκική έλξη. Ο πόθος. Μετά…», ο δείκτης άρχισε να κατεβαίνει. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν σε έναν τόνο που γνώριζε πολύ καλά «… το ενδιαφέρον, η γνωριμία πλέον των δύο. Δεν μιλάμε πλέον για συζυγικά καθήκοντα και υποχρεώσεις. Υπάρχει η ανάγκη του ένα για τον άλλον. Όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά. Και τέλος…», έπιασε με τον δείκτη με τον αντίχειρα το ποτήρι και το σήκωσε. Στον αέρα μύρισε το διακριτικό άρωμα του πόθου της και δηλητήριο μαζεύτηκε στο στόμα του. «Έρωτας! Τόσο δυνατός που η ύπαρξη του ενός χωρίς τον άλλον γίνεται ένα είδος κολάσεως. Μία κατάρα!», ήπιε μία γουλιά από το ποτήρι του για να κρύψει την δική του ανάγκη στο βλέμμα του.

Την ήθελε! Την ήθελε να την κάνει δική του. Να σπάσει το λαιμό του Μπλάκ και να την κάνει δική του πάνω στο τραπέζι. Και εκείνη τον ποθούσε εκείνη τη στιγμή όσο και αν το αγνοούσε. Έπρεπε να συγκρατηθεί όμως. Θα την επισκεπτόταν το βράδυ στο δωμάτιο και θα την βοηθούσε να θυμηθεί. Αν θυμόταν πιο γρήγορα υπήρχε ελπίδα για κείνους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε τα μάτια του. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο πάνω του. Είχε ελάχιστες αντοχές για να αντισταθεί σε αυτό το βλέμμα.

«Νομίζω πως θα πρέπει να διακόψουμε την αφήγηση για απόψε αν δε σας πειράζει. Είμαι λίγο κουρασμένος και θα ήθελα να ξαπλώσω», σηκώθηκε από την θέση του για να τους χαιρετήσει.

«Εννοείται κόμη. Έλα Μπέλα», ο νεαρός Μπλακ τράβηξε την καρέκλα της για να σηκωθεί όμως εκείνη παραπάτησε. «Σου είπα να μην πιεις. Γίναμε ρεζίλι στον εργοδότη μου», την μάλωσε ψιθυριστά.

Εκείνη τον αγνόησε και τον άφησε να την συνοδεύσει στο δωμάτιό της. Με το που έφυγε έβγαλε τα παπούτσια και το φόρεμά της και ξάπλωσε με τον κορσέ στο κρεβάτι. Μπορεί ο κόμης να μην είχε περιγράψει με λεπτομέρειες τις βραδιές του ζευγαριού αλλά είχε υπονοήσει πως ήταν γεμάτες πάθος. Μία περίεργη ζεστασιά είχε απλωθεί στην κοιλιά της μετά την αφήγηση του.

Ήταν σαν φωτιά στα σωθικά της και ήξερε ένα πράγμα από ένστικτο. Ήθελε να καταλαγιάσει αυτή τη φωτιά, να τη δαμάσει. Το χέρι της έλυσε τα μαλλιά της από τις φουρκέτες που τα βάραιναν καθώς το άλλο άρχισε να κατεβαίνει διστακτικά προς τα κάτω.

Λίγο πιο κάτω, λίγο πιο κάτω. Εξερεύνησε… Παραδώσου στις απολαύσεις της σάρκας...

Και υπάκουσε αυτή τη φωνή. Ήταν η δική του φωνή που ψιθύριζε στο αυτί της. Ήταν η φωνή …

 

Η Ιζαμπέλα ξύπνησε για άλλη μια φορά μόνη στο μπλε δωμάτιο. Για άλλη μια βραδιά δεν είχε ξαπλώσει μαζί της. Ο πρίγκιπας δεν την είχε αγγίξει μετά από κείνο το βράδυ. Δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει ανακούφιση που είχε απαλλαχτεί από τα συζυγικά της καθήκοντα. Οι πόνοι καταλάγιασαν με τα βότανα και το αίμα σταμάτησε να τρέχει ύστερα από λίγες μέρες. Εδώ και αρκετές μέρες για την ακρίβεια αλλά εκείνος δεν την είχε αγγίξει.

Γιατί; αναρωτήθηκε η νεαρή κοπέλα. Τα πόδια της ακούμπησαν δισταχτικά το παγωμένο πάτωμα και πλησίασε τον καθρέφτη. Σε λίγο θα χάραζε και το απαλό κόκκινο φως της ανατολής έμπαινε από το παράθυρο. Ρίγησε από το κρύο. Ήταν η πιο κρύα στιγμή της ημέρας και η φωτιά είχε σβήσει μέσα στο βράδυ. Έκατσε μπροστά στον καθρέφτη και τύλιξε γύρω της έναν μανδύα. Μελέτησε στο ελάχιστο φως τον αντικατοπτρισμό της και το ερώτημα που την βασάνιζε τις τελευταίες μέρες ξαναήρθε πάλι.

Γιατί δεν με αγγίζει;

Της είχε αγγίξει τα χέρια ή το πρόσωπο στα επίσημα δείπνα αλλά δεν την είχε αγγίξει όπως την άγγιζε τα βράδια. Ένιωθε να ζεσταίνεται μόνο με την σκέψη εκείνων των βραδιών. Πήρε την βούρτσα και άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της. Τι έπρεπε να κάνει;

‘Οι άντρες είναι ζώα, οδηγούνται από τις ορμές τους.’, είχε ακούσει την μαγείρισσα να λέει σε μία από τις υπηρέτριες. Η ανάμνηση του σπιτιού της την έκανε να θέλει να βάλει τα κλάματα. Της έλειπαν. Της έλειπαν όλοι και ειδικά ο πατέρας της. Ήταν σε ένα κάστρο γεμάτο υπηρέτες και κυρίες της αυλής και ένιωθε πιο μόνη από ποτέ.

Ένας λυγμός της ξέφυγε. Δεν άντεχε αυτή τη μοναξιά. Ήταν χωρίς φίλους και από την συμπεριφορά του άρχοντα Τζέιμς είχε καταλάβει πως δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανένα. Το μόνο άτομο στο οποίο μπορούσε να στραφεί ήταν ο άντρας της. Αλλά μπορούσε να το κάνει;

Τα μάτια της έπεσαν στην πόρτα που οδηγούσε στο πέρασμα. Άξιζε; Άξιζε να παραδοθεί στις ανάγκες της σάρκας; Ήταν τόσο μεγάλη αμαρτία αν της απολάμβανε; Της είχε προσφέρει ικανοποίηση τόσα βράδια.

Το καλύτερο βράδυ όμως ήταν στο δικό του κρεβάτι, μια μικρή φωνούλα της υπενθύμισε. Τότε που δεν σε έκανε δική του αλλά απλώς σε κράτησε στην αγκαλιά του.

Και ήταν αλήθεια.

Ήταν η μοναδική φορά που της είχε δείξει στοργή και τρυφερότητα. Η μοναδική φορά που δεν πήρε κάτι από κείνη αλλά αντίθετα προσέφερε. Τι θα γινόταν αν θα πέρναγε από το πέρασμα εκείνη αυτή τη φορά;

Ένα κρύο ρεύμα αέρα μπήκε από το παράθυρο και την έκανε να ανατριχιάσει. Σηκώθηκε με αποφασιστικότητα . Εκείνος ήταν καλύτερος από την παγωνιά που ένιωθε μέσα της εκείνη τη στιγμή. Προσπέρασε διστακτικά το καθιστικό και μπήκε στο πέρασμα. Περπατώντας στις μύτες των ποδιών της έφτασε στο δωμάτιό του. Και εδώ η φωτιά είχε σβήσει εδώ και αρκετή ώρα.

Αφουγκράστηκε για μια στιγμή. Ήταν ήσυχα αλλά μπορούσε να ακούσει την ανάσα του. Δεν ήταν στο κρεβάτι. Ακολούθησε τον ήχο και είδε μες στο σκοτάδι την μορφή του. Ήταν στο γραφείο του και κοιμόταν. Το κεφάλι του είχε ακουμπήσει στα χαρτιά και στο χέρι του ακόμα κρατούσε το φτερό. Πλησίασε πιο πολύ και τον παρατήρησε που κοιμόταν. Δεν είχε στο παρελθόν αυτή την ευκαιρία.

Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και μερικές τούφες έπεφταν μπροστά στα μάτια του. Τα χείλη του μισάνοιχτα όπως ήταν τον έκαναν να μοιάζει με μικρό αγόρι. Φαινόταν τόσο αθώος εκείνη τη στιγμή. Σαν άγγελος που είχε αποκοιμηθεί πάνω σε ένα σύννεφο. Έσκυψε και τα δάχτυλά της άγγιξαν τις μπρονζέ τούφες ανάλαφρα.

Πήγε να ψιθυρίσει το όνομά του αλλά δεν πρόλαβε. Το χέρι του την άρπαξε και την έσπρωξε στο γραφείο κάνοντας χαρτιά να πέσουν κάτω. Στο λαιμό της ένιωσε την λάμα ενός ξίφους να την πιέζει. Και όλα αυτά σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ένιωσε πόνο εκεί που την πίεζε η λάμα. Αυτό ήταν θα πέθαινε. Θα πέθαινε και δεν θα έβλεπε ούτε την ανατολή του ηλίου. Και θα ήταν μία όμορφη μέρα σήμερα ήταν σίγουρη για αυτό.

Το πρόσωπό του πλησίασε το δικό της. Φαντάστηκε τα μάτια του πως θα την κοίταζαν  ψυχρά και με περιφρόνηση όμως δεν έγινε έτσι. Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της και έκπληξη με τρόμο διαγράφηκαν αναγνωρίζοντας την.

«Ιζαμπέλα; Ω, Θεέ μου τι πήγα να κάνω…», το χέρι που κρατούσε τη λάμα απομακρύνθηκε από το λαιμό της και ο ήχος του μετάλλου που συνάντησε το πάτωμα ήχησε στο δωμάτιο. Το χέρι της ακούμπησε ενστικτωδώς το λαιμό της και ένιωσε κάτι υγρό να κυλάει. Ήταν αίμα. Αν είχε πιέσει τη λάμα λίγο παραπάνω…

«Συγνώμη, θα φύγω άρχοντά μου. Συγχωρείστε με που σας ενόχλησα», ψιθύρισε. Έπρεπε να φύγει. Να γυρίσει στην ασφάλεια του κρύου κρεβατιού της. Καλύτερα μόνη αλλά ζωντανή. Δεν ήθελε να πεθάνει. Πήγε να μετακινηθεί αλλά το χέρι του την κρατούσε ακόμα ακινητοποιημένη στο σκληρό ξύλο. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου άρχισαν να μπαίνουν στο δωμάτιο. Οι αχτίδες έπεσαν στο πρόσωπό της το οποίο γρήγορα χαμήλωσε.

Όχι!! Δεν ήθελε εκείνος να δει τα δάκρυά της. Ένιωσε τα δάχτυλά του παγωμένα ακόμα από τη νύχτα να αγγίζουν το λαιμό της.

«Αιμορραγείς», μουρμούρισε. Τα δάχτυλά του βάφτηκαν κόκκινα μαζεύοντας το αίμα που είχε τρέξει από την πληγή. Περίμενε τα δάχτυλα αυτά να τυλιχτούν γύρω από το λαιμό της και να την πνίξουν αλλά δεν συνέβη. Τα δάχτυλά του απομακρύνθηκαν όπως και το χέρι που την κρατούσε ακινητοποιημένη. Πήγε να σηκωθεί για να φύγει.

«Μείνε ακίνητη!», την διέταξε. Τον είδε να ψάχνει σε ένα μπαούλο. Επέστρεψε και με γρήγορες κινήσεις έριξε κάτι υγρό στην πληγή. Βόγκηξε από το τσούξιμο και ένιωσε μία προσωρινή ζαλάδα από την έντονη μυρωδιά του ποτού.

«Σσς. Δεν θέλουμε να μολυνθεί η πληγή. Αυτό ίσως βοηθήσει», και ένιωσε κρύο αέρα στο  λαιμό της και αμέσως μετά τα χείλη του πάνω της. Αναστέναξε απαλά ξεχνώντας ότι είχε εκτυλιχτεί πιο πριν.

Πως μπορούσε αυτός ο άνδρας να της προκαλεί τόσο αντικρουόμενα αισθήματα; Ο πρίγκιπας της άφησε απαλά φιλιά στο λαιμό και χάιδεψε το πρόσωπό της. Τα χείλη του προχώρησαν στο πιγούνι της και άγγιξαν ανεπαίσθητα τα χείλη της.

«Καλύτερα;», την ρώτησε κοιτώντας την στα μάτια. Η Ιζαμπέλα έγνεψε. Ο πόνος είχε φύγει και το μόνο που είχε μείνει ήταν η φωτιά που είχαν ανάψει μέσα της τα φιλιά του. Ήθελε και άλλα από αυτά τα φιλιά. Πλησίασε διστακτικά το πρόσωπό της στο δικό του, τα μάτια της βυθισμένα στο βλέμμα του, και τον φίλησε.

Και αυτό ήταν…

Τα πάντα πήραν φωτιά. Τα χείλη του ήταν παντού στο πρόσωπό της και τα χέρια του άρχισαν να τραβάνε το ύφασμα του νυχτικού της με τόσο απότομες κινήσεις που στο τέλος έμειναν μόνο κουρέλια. Ήξερε τι θα ακολουθούσε. Όμως δεν ήθελε να είναι εκείνη μόνο γυμνή. Ήθελε να νιώσει πάνω της τη ζέστη του κορμιού του, να νιώσει με τα δάχτυλά της τους σφιχτούς του μύες. Τα χέρια της σύρθηκαν στο ύφασμα του πουκαμίσου του και προσπάθησε να το ξεκουμπώσει. Τα χέρια της έτρεμαν.

Εκείνος στάθηκε για μια στιγμή. Το δεξί του χέρι κατέβηκε στο φύλο της και το άγγιξε με την άκρη των δαχτύλων του. Το κορμί της έγειρε σε τόξο από το άγγιγμα του. Ήθελε κι άλλο. Ήθελε τα πάντα από κείνον εκείνη την στιγμή, όμως, εκείνος δίστασε.

«Τελείωσαν;», την ρώτησε.

«Τι αν τελείωσαν;», γιατί σταμάτησε; Το κορμί της από ένστικτο προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τα δάχτυλά του. Στο απαλό φως της ανατολής είδε ένα  κοκκίνισμα να διαγράφεται στα μάγουλά του. Τα κοντά γένια του δεν μπόρεσαν να κρύψουν το χρώμα.

«Οι μέρες με την αιμορραγία σου, Ιζαμπέλα», ήταν ευδιάκριτο πως δεν ένιωθε άνετα με την ερώτηση που της είχε κάνει. Και για πρώτη φόρα σε όλο αυτό τον καιρό που ήταν στο κάστρο η Ιζαμπέλα γέλασε.

«Ω, ναι! Άρχοντά μου τελείωσαν εδώ και μέρες», βρισιές ξέφυγαν από το στόμα του.

«Εδώ και μέρες, γυναίκα!», τον παρακολούθησε να  βγάζει με γρήγορες κινήσεις το πουκάμισό του. Ακόμα πιο δυνατό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη της. Πράγματι οι άντρες οδηγούνταν από τις ορμές τους.

«Γελάς; Ω, δε θα γελάς για πολύ ακόμα, Ιζαμπέλα… Ξέρεις πως ήταν όλες αυτές οι νύχτες; Χωρίς να απολαμβάνω τις χάρες…», τα χέρια του, ζεστά πλέον,  σύρθηκαν από τα στήθη της στη κοιλιά της «… του κορμιού σου;», ήθελε να του πει πως ήξερε γιατί είχε νιώσει και εκείνη το ίδιο. «Λέω να σου δείξω τι βασανιστήριο ήταν να είμαι πλάι σου χωρίς να μπορώ να σε αγγίξω…», το χέρι του σήκωσε τον αστράγαλό της και τον φίλησε. Η Ιζαμπέλα αναστέναξε από ευχαρίστηση και ανυπομονησία. «… βασανίζοντάς σε όλο το πρωί, πριγκίπισσά μου»

Και πράγματι αυτό έκανε…

Τα χείλη του σύρθηκαν στη γάμπα της ενώ τα δάχτυλά του άλλου χεριού βασάνιζαν τις ρώγες της με ανεπαίσθητα αγγίγματα σαν ενός φτερού. Τα δάχτυλα σύρθηκαν στη μέση της κάνοντάς την να ριγήσει. Πως μπορούσε να ξυπνάει κάθε σημείο του κορμιού της με μόνο ένα άγγιγμα;

«Σ’ αρέσει γλυκιά μου Ιζαμπέλα;», την ρώτησε ο πρίγκιπας σταματώντας μόλις λίγα εκατοστά από το σημείο που τον ήθελε περισσότερο. Σήκωσε τη λεκάνη της προσπαθώντας να φτάσει τα δάχτυλά του.

«Α, Ιζαμπέλα δεν παίζεις δίκαια», το πρόσωπό του πλησίασε το δικό της και ψιθύρισε πάνω από τα χείλη της. «Σ’ αρέσει;», το βλέμμα του ήταν θριαμβευτικό. Ήξερε πως μπορούσε να την κάνει να νιώσει. Ήξερε την απάντησή της.

«Ναι, άρχοντά μου», δεν είχε νόημα να αρνηθεί την αλήθεια. Δεν ήταν άτομο που έλεγε ψέματα και ακόμα και αν έλεγε ψέματα τώρα ήταν σίγουρη πως εκείνη θα ήταν η ζημιωμένη στο τέλος. Τα δάχτυλά του άγγιξαν εκείνο το σημείο στο φύλο της που την έκανε να χάνει το μυαλό της. Τα μάτια της έκλεισαν και αναστέναξε.

«Υπερβολικά πολύ θα έλεγα», το στόμα της είπε πριν να μπορέσει να συγκρατηθεί. Δύο δάχτυλα μπήκαν μέσα της αργά κάνοντάς την να βογκήξει. Δεν ήταν ο ανδρισμός του αλλά η αίσθηση ήταν παρόμοια σε ένα βαθμό. Τα ένιωσε να τα κινεί μέσα της αργά μέσα έξω μερικές φορές πριν τα βγάλει τελείως.

Το σώμα της διαμαρτυρήθηκε για την διακοπή. Άνοιξε τα μάτια της και είδε πως την κοίταζε. Πράγματι την βασάνιζε…

«Χμμ, πράγματι Ιζαμπέλα έχεις δίκιο. Είσαι υγρή για μένα», και της έδειξε τα δάχτυλα που ήταν πριν από λίγο μέσα της. Ήθελε αυτά τα δάχτυλα ξανά ή ακόμα καλύτερα ήθελε εκείνον μέσα της. Η ανάσα της ήταν κοφτή από την ανυπομονησία. Δεν ήξερε πόσο θα άντεχε ακόμα.

«Τι νιώθεις αυτή τη στιγμή;», την ρώτησε.

«Εκνευρισμό, μίσος και πόθο», αποκρίθηκε εκείνη. Σηκώθηκε στους αγκώνες για να τον κοιτάει καλύτερα.

«Και γιατί αυτό Ιζαμπέλα;», απαίτησε εκείνος.

«Γιατί σας θέλω, και με βασανίζετε», παραδέχτηκε ταπεινωμένη. Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω της και ασυνείδητα έτριψε τα πόδια της προσπαθώντας να ανακουφίσει την φωτιά που ένιωθε μέσα της.

«Όπως έκανες εσύ γλυκιά μου. Φαντάσου αυτό που νιώθεις τώρα το ένιωθα εγώ αυτές τις μέρες»

«Λέτε ψέματα! Νιώθω να καίγομαι ολόκληρη. Ήσασταν ψυχρός και απόμακρος όλες αυτές τις μέρες. Αποκλείεται να ήσασταν τόσο συγκροτημένος αν ήσασταν στα όρια της τρέλας», αν ήταν οποιαδήποτε άλλη στιγμή θα απολογούταν για τα λόγια της αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά.

«Θέλεις να στο αποδείξω, γυναίκα;», η φωνή του ήταν βραχνή.

«Ω, ναι!»

Δεν χρειάστηκε να πει κάτι παραπάνω. Τον είδε να κατεβάζει το παντελόνι του με γρήγορες κινήσεις. Ο ανδρισμός του στεκόταν έτοιμος να μπει μέσα της. Ένιωσε το στόμα της να στεγνώνει.

«Θα σε συμβούλευα να κρατηθείς από το ξύλο για να μη πέσεις», ακολούθησε τη συμβουλή του αυτόματα. Ξάπλωσε με την πλάτη στην επιφάνεια του γραφείου και κρατήθηκε από την άκρη του. Ο πρίγκιπας δεν την βασάνισε άλλο. Αργά και σταθερά ο ανδρισμός του βυθίστηκε μέσα της. Και άρχισε…

Κρατώντας αργό και σταθερό ρυθμό άρχισε να μπαίνει μέσα της με δύναμη. Όλη αυτή η κίνηση θα την έκανε κανονικά να πονέσει αν δεν ήταν ήδη τόσο υγρή. Δεν την πείραζε το άγριο σμίξιμο καθόλου. Σε ένα βαθμό το αποζητούσε και η ίδια. Ήθελε να τον νιώσει πάνω της, μέσα της, παντού…

Το ένα του χέρι τσίμπησε τις ρώγες της κάνοντας την να βογκήξει.

«Σε ποιον ανήκεις, Ιζαμπέλα;», πάλι η ίδια ερώτηση. Πάντοτε την ρωτούσε το ίδιο πράγμα όποτε την έκανε δική του. Αύξησε τον ρυθμό του. Σε λίγο θα τελείωνε όπως και εκείνη.

«Σε σας, σε σας μόνο άρχοντά μου», αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό.

«Τότε φώναξε το όνομά μου!», την διέταξε. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τα μάτια του άντρα της, του κύρη της, του ανθρώπου που της είχε καταστρέψει τη ζωή, του άνδρα το άγγιγμα του οποίου ξυπνούσε την σκοτεινότερή της πλευρά. Άφησε τα χέρια που κρατούσαν το γραφείο σαν σωσίβιο και τα τύλιξε γύρω του. Τα δάχτυλά της βυθίστηκαν στα μαλλιά του. Ο ιδρώτας στο σώμα της έγινε ένα με τον ιδρώτα τον δικό του. 

«Έντουαρντ!», το όνομά του ήχησε σαν κραυγή μέσα στην πρωινή ησυχία. Ένιωσε τη ζεστασιά στη κοιλιά της να απλώνεται σε όλο της το κορμί. Το φύλο της να σφίγγει τον ανδρισμό του. Το δικό της όνομα ακούστηκε από τα χείλη του λίγες στιγμές αργότερα.

Και μετά ησυχία. Ο μόνος θόρυβος στο δωμάτιο ήταν οι ανάσες τους και οι χτύποι των καρδιών τους. Έγειρε το κεφάλι της στο στέρνο του κουρασμένη αλλά ήρεμη. Η λεκάνη της πονούσε από το σμίξιμό τους στην σκληρή επιφάνεια του γραφείου αλλά δεν είχε το κουράγιο να παραπονεθεί. Τα δάχτυλά του έσπρωξαν τις μπούκλες που είχαν κολλήσει στο μέτωπό της από τον ιδρώτα.

«Νομίζω πως θα ήταν καλύτερα να μεταφερθούμε στο κρεβάτι. Δεν συμφωνείς;»

«Ναι», συμφώνησε εκείνη. Κρατώντας την από τη λεκάνη και από τη μέση την μετέφερε στο κρεβάτι. Δεν της ήταν δύσκολο να μην προσέξει πως στα λίγα αυτά λεπτά ο ανδρισμός του γινόταν πάλι σκληρός μέσα της.  Μία μικρή φωνούλα μέσα της, της τόνισε πόσο όμορφη πράγματι θα ήταν η  σημερινή μέρα.

 

Η Μπέλα σχεδόν τινάχτηκε από το κρεβάτι.  Η ανάσα της ήταν κοφτή και με τρόμο συνειδητοποίησε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Τα σεντόνια στο κρεβάτι της ήταν ανακατεμένα και ήταν ιδρωμένη. Λες  και είχε τρέξει. Όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος. Το χέρι της ήταν μέσα στο εσώρουχό της. Τα δάχτυλά της άγγιζαν…

 Τράβηξε τα δάχτυλα και τα σκούπισε στο σεντόνι. Ω, Θεέ μου, τι μου συμβαίνει; Αναρωτήθηκε.  Ο κορσές της ήταν ανοιχτός και το στήθος της φαινόταν. Δεν έπρεπε να πιει χτες. Το ποτό την έκανε να φερθεί περίεργα. Και τα όνειρά της το βράδυ…

Πρόστυχα όνειρα. Ανάρμοστα για μία καθώς πρέπει κοπέλα. Και ο εραστής της στο κρεβάτι δεν ήταν ο αρραβωνιαστικός της αλλά ο κόμης. Δεν θυμόταν όλες τις λεπτομέρειες, δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε το χρώμα των ματιών του αλλά ήταν ο Έντουαρντ Μάσεν, ο άνδρας που είχε ονειρευτεί. Τα χέρια του να την χαϊδεύουν παντού, τα χείλη του να…

Τινάχτηκε από το κρεβάτι και έτρεξε στο μπάνιο. Έριξε νερό στο πρόσωπό της και καθάρισε επίμονα την απόδειξη του πόθου της ανάμεσα από τα πόδια της. Δεν έπρεπε να σκέφτεται τον Έντουαρντ με αυτό τον τρόπο, ήταν σαν να απατούσε τον Τζέικομπ.  Έπρεπε να εξομολογηθεί τις αμαρτωλές της σκέψεις και να ζητήσει καθοδήγηση από έναν πνευματικό. Η Άλις είχε δίκιο δεν έπρεπε να πλησιάσει τον κόμη τόσο. Κούμπωσε τον κορσέ και έβαλε το σεμνότερο φόρεμα που είχε, αυτό που φόραγε όποτε πήγαινε στην εκκλησία και άνοιξε την πόρτα.

«Μπέλα;», ήταν ο κόμης με το χέρι υψωμένο έτοιμος να χτυπήσει την πόρτα της.  «Συμβαίνει κάτι;», φάνηκε ανήσυχος βλέποντάς την στα όρια μίας νευρικής κρίσης. Πήγε να την πλησιάσει αλλά εκείνη τον προσπέρασε βγαίνοντας στο διάδρομο. Το κρεβάτι της ήταν ανάστατο και τα σεντόνια έπρεπε να αλλαχτούν. Δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της μαζί του στο δωμάτιο. Έμπηξε τα νύχια της στις παλάμες της.

«Πρέπει να κατέβω στη πόλη. Θα μπορούσα να δανειστώ την άμαξά σας;», την κοίταξε έντονα λες και προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις της.

«Βεβαίως, θέλεις να σε συνοδέψω στην πόλη; Είναι μία πολύ ευχάριστη μέρα και θα ήταν ευκαιρία για έναν περίπατο…», να την συνοδέψει; Να είναι μαζί του, δίπλα του στην άμαξα για τόση ώρα, μόνοι τους…

«Όχι, δε θα ήθελα να καταχραστώ την φιλοξενία σας», το φρύδι του σηκώθηκε παρατηρώντας την να χρησιμοποιεί μαζί του ξανά τον πληθυντικό.

«Πολύ καλά. Τουλάχιστον πάρε την Άλις μαζί σου. Θα μπορούσα να ρωτήσω που θα πάτε;»

«Στην εκκλησία», είδε το κόμη να συρίζει και την στάση του  να αλλάζει κατευθείαν. Σχεδόν φοβήθηκε βλέποντας την αλλαγή.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;», τον ρώτησε.

«Όχι. Αν και δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να βρεις σε  ένα μέρος που έχει απογοητεύσει τόσο πολύ κόσμο στο παρελθόν», και έφυγε αφήνοντάς την μόνη στο διάδρομο.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άρχισε να προχωράει προς τα κάτω. Βρήκε την Άλις στην κουζίνα. Η ιδέα μιας ‘εκδρομής στην πόλη’ ενθουσίασε τη νεαρή της φίλη. Τόσο που δεν την άφησε να κάτσει παρά μόνο για να γράψει ένα ενημερωτικό σημείωμα στον Τζέικομπ.

Μέσα στην άμαξα η Μπέλα κοιτούσε σιωπηλή το τοπίο. Ανά στιγμές ένευε το κεφάλι σε αυτά που έλεγε η Άλις αλλά το μυαλό της ήταν απορροφημένο αλλού. Πρότεινε στην Άλις να περιμένει μέσα στην άμαξα. Η κοπέλα αρνήθηκε. Ήθελε να πάει στην εκκλησία για να αποδείξει στον κόσμο πως δεν είναι μάγισσα. Ακούστηκαν αρκετά μουρμουρητά από τον κόσμο καθώς τους είδαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά της εκκλησίας.

 

‘Δείτε θα καεί η μάγισσα με το που θα μπει μέσα’

‘Δεν θα μπορέσει να μπει μέσα στον οίκο του Θεού’

‘Μάγισσα, έπρεπε να την κάψουμε τότε’

 

Αυτά ήταν κάποια από τα  πράγματα που ακούστηκαν αλλά δεν τους έδωσαν σημασία. Και τίποτα δεν συνέβη. Τα κορίτσια έβαλαν τα δάχτυλά τους στον αγιασμό και έκαναν το σταυρό τους. Η Άλις πήγε να προσευχηθεί στα μπροστινά καθίσματα δίνοντας στην ευκαιρία να ψάξει για τον ιερέα. Δεν ήταν στο εξομολογητήριο γι’ αυτό αποφάσισε να ψάξει στο γραφείο του. Χτύπησε την πόρτα και πήρε μία βαθιά ανάσα. Έπρεπε να τα βγάλει από μέσα της. Ακούστηκε ένα ‘περάστε’ και άνοιξε την πόρτα.

Στεκόταν στο γραφείο με την πλάτη γυρισμένη σε εκείνη. Φορούσε ένα μαύρο παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο. Δεν έδωσε σημασία στο ανεπίσημο ντύσιμό του. Έτρεξε γρήγορα και γονάτισε δίπλα του.

«Συγχωρείστε με πάτερ επειδή έχω αμαρτήσει», έκανε τον σταυρό της γρήγορα. «Έχω αμαρτωλές σκέψεις για έναν άνδρα ενώ είμαι αρραβωνιασμένη…»

«Κόρη μου, σε παρακαλώ», αποκρίθηκε μία ήρεμη φωνή. Φαινόταν ώριμη γεμάτη σοφία. «Σήκω επάνω», το έκανε και πρόσεξε πως δεν φορούσε το κολάρο του. Είχε ξανθά μαλλιά που είχαν γκριζάρει στους κροτάφους και ρυτίδες είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στα μάτια του, ευγενικά μάτια που την έκαναν να χαμογελάσουν. Ήξερε πως αυτός ήταν ένας καλός πνευματικός.

Στο φως λαμπύρισε η βέρα που φορούσε στο χέρι που της είχε προτείνει όταν σηκώθηκε. Δεν ήταν παράλογο για έναν ιερέα να φοράει βέρα.

«Κορίτσι μου, έχεις κάνει λάθος», τον κοίταξε με απορία. Τι εννοούσε;

«Κύριε Κάλεν, βρήκα τα βιβλία που θέλατε για την έρευνά σας», εκείνη την ώρα μπήκε ένας μεγάλος σε ηλικία κύριος βαστώντας αρκετά βιβλία. Στο λαιμό του φαινόταν το κολάρο του εφημέριου. Στράφηκε σοκαρισμένη στον άντρα που της κρατούσε το χέρι.

«Επιστρέψτε μου να συστηθώ δεσποινίς. Είμαι ο δόκτωρ Κάρλαϊλ Κάλεν»