BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 1ο

Η Μπέλα ξύπνησε από ένα απαλό σκούντημα στον ώμο.

«Μπέλα, γλυκιά μου φτάσαμε», η Μπέλα άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε τον αρραβωνιαστικό της να της χαμογελάει γλυκά. Ένιωσε ένα ελαφρό κοκκίνισμα στα μάγουλά της καθώς ένιωσε το ζεστό του χέρι στον ώμο της. Τις τελευταίες μέρες ήταν συνέχεια μαζί του λόγο του ταξιδιού και ένιωθε να έρχονται πιο κοντά πλέον. Ο νεαρός άνδρας βγήκε από την άμαξα και της έδωσε το χέρι του για να την βοηθήσει να κατέβει. Ως συνήθως παραπάτησε και βρέθηκε στην αγκαλιά του. Ένιωσε να κοκκινίζει περισσότερο.

«Ω, συγνώμη Τζέικομπ. Είμαι τόσο αδέξια», την άφησε.

«Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα Μπέλα», την παρακολούθησε καθώς έφτιαχνε το φόρεμά της και το καπέλο της. Το πράσινο κολάκευε τα καστανά της μάτια και το λευκό της δέρμα. Τα γάντια έκρυβαν τα μικρά ντελικάτα χέρια της. Τα δύο χώραγαν στην παλάμη του ενός χεριού του και λάτρευε να τα αγγίζει.

(http://entertainment.webshots.com/photo/2470789160101608381pvFDQo)

Θυμήθηκε να τα παίρνει στα χέρια του το πρωινό που την ρώτησε αν μπορούσε να ζητήσει το χέρι της σε γάμο από τον πατέρα της. Η απάντησή της ήταν ένα έντονο κοκκίνισμα και ένα γνέψιμο του κεφαλιού της. Φίλησε τα χέρια της και έτρεξε κατευθείαν στον πατέρα της.

Ο επιθεωρητής Σουάν είχε δώσει χωρίς κανένα δισταγμό την άδειά του. Ο Τζέικομπ ήταν ο γιος του οικογενειακού του φίλου και τον ήξερε από παιδί. Ήταν απολύτως σίγουρος πως η Μπέλα μαζί του θα ζούσε μία ήρεμη ζωή. Τον εμπιστευόταν τόσο που δεν προέβαλε καμία αντίρρηση όταν ο νέος ζήτησε την άδεια να πάρει μαζί του την μνηστή του λόγω του νέου του εργοδότη.

Η νέα του εργασία απαιτούσε από τον νεαρό Μπλακ να μετακομίσει προσωρινά στο κάστρο του νέου του εργοδότη και να βάλει σε μία σειρά τα περιουσιακά στοιχεία του κόμη.

«Έτοιμη;»

«Ναι», της έδωσε το χέρι του και εκείνη το πήρε. Άρχισαν να προχωρούν προς το κάστρο. Ασυναίσθητα στάθηκαν για μια στιγμή για να συνειδητοποιήσουν το θέαμα που απλωνόταν μπροστά τους. Όπως και στην Αγγλία το κύριο στοιχείο ήταν η πέτρα. Όμως οι αποχρώσεις ήταν σε σκούρο καφέ, σχεδόν μαύρο.

Η αρχιτεκτονική του ήταν σχεδόν γοτθική δημιουργώντας σου δέος με το μέγεθός του. Ο Τζέικομπ ένιωσε δέος. Η Μπέλα ένιωσε δύο πράγματα, φόβο και μία ακατανίκητη έλξη. Σήκωσε τα μάτια της σε ένα από τα παράθυρα και είδε την μπορντό κουρτίνα να κινείται κρύβοντας το άτομο που στεκόταν από πίσω της.

«Μπέλα, έλα. Είμαι σίγουρος πως θέλεις να ξεκουραστείς λίγο πριν το δείπνο», εκείνη έγνεψε και τον ακολούθησε. Έφτασαν στην πόρτα. Πάνω της υπήρχε ένα σχέδιο σε μπρούτζο. Ο Τζέικομπ σήκωσε το βαρύ μέταλλο και χτύπησε την πόρτα.

«Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό το σχέδιο; Κάποια από τα σημεία έχουν φθαρθεί και δε μπορώ να καταλάβω τι δείχνει»

«Είναι το οικογενειακό οικόσημο. Στο κέντρο είναι το λιοντάρι που συμβολίζει το ατρόμητο κουράγιο, το χέρι είναι η ικεσία για πίστη, ειλικρίνεια και δικαιωσύνη, τα τρία τριφύλια κάτω συμβολίζουν την αιωνιότητα, τέλος το V κάτω συμβολίζει την προστασία, τους χτίστες ή άλλους που έχουν ολοκληρώσει κάποια εργασία ως υπηρεσία πίστης στην οικογένεια», απάντησε η Μπέλα αυτόματα.

«Και αυτό το κατάλαβες απλώς κοιτώντας το;», η Μπέλα δεν απάντησε στην ερώτησή του. Φοβόταν τι απάντηση θα έδινε. Δεν ήταν απλή υπόθεση αυτό που είχε αναφέρει. Ήταν μία ξεκάθαρη δήλωση. Λες και το ήξερε από πάντοτε. Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν πως η δήλωσή της είχε ένα τόνο υπερηφάνειας και δε μπορούσε να καταλάβει το λόγο.

Η πόρτα άνοιξε και μπροστά τους στεκόταν ένας ψηλός ξανθός άνδρας με γαλανά μάτια. Ο υπηρέτης έκανε μία γρήγορη υπόκλιση του κεφαλιού.

«Καλησπέρα σας. Είμαι ο Τζάσπερ. Καλώς ήρθατε στο κάστρο του κόμη Μάσεν. Παρακαλώ ακολουθήστε με. Ο Μάικ θα ανεβάσει τις αποσκευές σας στα δωμάτιά σας», προχώρησαν μέσα ακολουθώντας τον. Οι τοίχοι δεν ήταν βαμμένοι αλλά ήταν ‘ντυμένοι’ με ταπετσαρία υψηλής ποιότητας με το οικόσημο σε διαφορετικούς χρωματισμούς ανά δωμάτιο.

Η Μπέλα έβγαλε το ένα γάντι και άφησε τα δάχτυλά της να αγγίξουν τον τοίχο. Λες και ο χρόνος σταμάτησε, σκέφτηκε ασυναίσθητα.

«Κύριε Μπλακ, αυτό είναι το δωμάτιό σας», είπε ο Τζάσπερ  και άνοιξε την πόρτα. Το ζευγάρι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τα πάντα, οι τοίχοι, τα έπιπλα, ακόμα και τα σεντόνια του κρεβατιού ήταν σε διάφορες αποχρώσεις του χρυσαφιού.

«Αυτό είναι το χρυσαφί δωμάτιο. Θα έρθω σε λίγο να σας το δείξω αφού όμως συνοδέψω της δεσποινίς Σουάν στο δικό της διαμέρισμα»

«Τι χρώμα είναι το δικό της;», ρώτησε ο Τζέικομπ με χιούμορ. Ο Τζάσπερ στάθηκε και γύρισε να τον κοιτάξει.

«Μπλε, βέβαια», και βγήκε από το δωμάτιο. Η Μπέλα τον ακολούθησε. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και δε μπορούσε να διακρίνει καθαρά τον χώρο. Ακολούθησε τον Τζάσπερ όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μην τον χάσει.

«Γιατί δεν ανάβετε τα φώτα;», ρώτησε.

«Το κάστρο δεν έχει ηλεκτρικό ρεύμα, δεσποινίς»

«Και πως βλέπετε;»

«Με κεριά. Έχω φροντίσει να σας αφήσουμε αρκετά στο δωμάτιο. Αν σας ενοχλεί θα φροντίσω να ενημερώσω τον κόμη…»

«Όχι, όχι. Δε θέλω να γίνομαι βάρος και να ενοχλήσω τον κόμη με ασήμαντα ζητήματα», στάθηκαν μπροστά σε μία πόρτα.

«Δεν είσαστε βάρος και τίποτα που αφορά εσάς θα μπορούσε να θεωρηθεί ασήμαντο από τον κόμη. Αυτό είναι το μπλε δωμάτιο», και άνοιξε την πόρτα.

Αν η Μπέλα νόμιζε πως το χρυσό δωμάτιο ήταν πολυτελές με το που είδε το μπλε κατάλαβε πως το προηγούμενο ωχριούσε σε ομορφιά και πολυτέλεια. Το πάτωμα ήταν από λευκό μάρμαρο και διακριτικά μπλε γραμμές κατέληγαν στο οικόσημο σε σκούρο μπλε σε διάφορα σημεία. Η ταπετσαρία του τοίχου ήταν φτιαγμένη από μετάξι το οποίο ήταν βαμμένο με τέτοιο τρόπο που είχε όλες σχεδόν τις αποχρώσεις του μπλε. Ξεκινούσε κάτω από ένα μενεξεδί, γινόταν γαλάζιο και προς το ταβάνι γινόταν σκούρο μπλε.

Ο ουρανός στην διάρκεια της μέρας, σκέφτηκε η Μπέλα. Όλα τα έπιπλα ήταν βαμμένα μπλε εκτός από το ύφασμα των καθισμάτων και του ανάκλινδρου. Λευκό βελούδο που είχε με λευκή κλωστή ραμμένο πάνω του το οικόσημο. Το κρεβάτι ήταν υπέρδιπλο με ουρανό. Άγγιξε τα μπλε μεταξωτά σεντόνια και κοίταξε το ταβάνι. Ήταν βαμμένο σε σκούρο μπλε και ζωγραφισμένο πάνω του ήταν άτομα και ζώα γύρω από έναν κύκλο. Ο ζωδιακός  κύκλος!

«Δεσποινίς Σουάν, είσαστε ευχαριστημένη με το δωμάτιο; Ο κόμης με το που έμαθε για τον ερχομό σας διέταξε την προετοιμασία του δωματίου. Θέλετε να βάλω επιπλέον ξύλα στο τζάκι;»

«Όχι, όχι. Όλα είναι τέλεια, Τζάσπερ. Απλώς, θα μπορούσα να δειπνήσω στο δωμάτιό μου; Ξέρω πως ο κόμης και ο αρραβωνιαστικός μου θα θέλουν να συζητήσουν για δουλειές και δε θα ήθελα να τους ενοχλήσω», η Μπέλα πλησίασε το τζάκι για να ζεστάνει λίγο παραπάνω τα χέρια της. Το τζάκι ήταν σε λευκό μάρμαρο όπως το πάτωμα. Πόσο κουραστικό θα ήταν να το καθαρίζουν κάθε φορά, αναρωτήθηκε.

«Μάλιστα δεσποινίς. Θέλετε να σας δείξω το μπάνιο; Μπορώ να ετοιμάσω ένα και τώρα»

«Όχι, τώρα. Ευχαριστώ για την προσφορά πάντως. Τον ακολούθησε στο μπάνιο. Πάλι μπλε με λευκό μάρμαρο μόνο που εδώ υπερισχούσε το λευκό στοιχείο. Η μπανιέρα ήταν χτιστή σε ένα στρογγυλεμένο οβάλ και τόσο μεγάλη που θα μπορούσαν να χωρέσουν δύο άτομα. Κοκκίνισε λίγο με την σκέψη.

«Έχουμε φροντίσει να βάλουμε και αιθέρια έλαια»

«Μα πως τα επιλέξατε;», η μυρωδιά ήταν υπέροχη.

«Ο κόμης πίστευε πως θα σας άρεσε η φρέζια και η φράουλα. Βέβαια μπορούμε να τα αντικαταστήσουμε»

«Όχι, σε παρακαλώ Τζάσπερ μην ανησυχείς», του χαμογέλασε.

«Ωραία, ελάτε να σας δείξω που οδηγεί η άλλη πόρτα της κρεβατοκάμαράς σας», της άνοιξε την πόρτα με αυτοπεποίθηση λες και ήξερε πως ότι βρισκόταν από πίσω δε θα μπορούσε να την απογοητεύσει. Δεν είχε άδικο. Πίσω από την πόρτα βρισκόταν ένα μικρό καθιστικό σε γήινες αποχρώσεις με ένα μικρό τζάκι και πολλά παράθυρα. Αυτό όμως που τράβηξε την προσοχή στην Μπέλα ήταν η μικρή βιβλιοθήκη που βρισκόταν εκεί. Έτρεξε και άγγιξε τα βιβλία. Αρχαίοι φιλόσοφοι, γαλλική και αγγλική λογοτεχνία. Όλα δερματόδετα και προφανώς κάποια από αυτά πρώτες εκδόσεις. Τα μάτια της έλαμψαν από ευτυχία.

«Να υποθέσω πως είσαστε ευχαριστημένη», ο τόνος του Τζάσπερ ήταν χαρούμενος.

«Ευχαριστημένη; Απλώς ευχαριστημένη; Το λατρεύω», αγκάλιασε ασυναίσθητα τον Τζάσπερ. Εκείνος πάγωσε λίγο αλλά δέχτηκε την αγκαλιά. «Πείτε στον κόμη πως αν ήταν εδώ θα τον φιλούσα για να τον ευχαριστήσω», με το που συνειδητοποίησε τι είπε άφησε τον Τζάσπερ από την αγκαλιά της. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Συγνώμη, είναι όλα τόσο υπέροχα και προετοιμασμένα με τόση φροντίδα…», ο Τζάσπερ την διέκοψε χαμογελώντας για πρώτη φορά.

«Θα φροντίσω να ενημερώσω τον κόμη πως ξεπεράσαμε τις προσδοκίες σας. Είμαι σίγουρος πως θα χαρεί. Θα στείλω το δείπνο με την Άλις. Αν θελήσετε οτιδήποτε παρακαλώ χτυπήστε το κουδούνι», έδειξε το μπλε σχοινί. «Καλό σας βράδυ δεσποινίς, και καλώς ήρθατε και πάλι», βγήκε αθόρυβα και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Ο νεαρός Μπλακ κατέβηκε ύστερα από μία ώρα για να δειπνήσει μαζί με τον κόμη. Ο Τζάσπερ τον είχε ενημερώσει πως η Μπέλα θα δειπνούσε στο δωμάτιό της γιατί ήθελε να ξεκουραστεί και ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Η Μπέλα είχε την τάση να χρειάζεται λίγες στιγμές μοναξιάς κάπου κάπου.

Ο Τζάσπερ τον οδήγησε στην τραπεζαρία. Ήδη ήταν αναμμένα κεριά στους διαδρόμους για να φωτίσουν τον χώρο. Η τραπεζαρία όπως όλο το κάστρο ήταν εντυπωσιακό. Απαλό πράσινο για την ταπετσαρία και το οικόσημο ραμμένο με ασημί κλωστή. Το ίδιο ύφασμα είχε χρησιμοποιηθεί στις καρέκλες. Το ξύλο ήταν σκούρο καφέ και έδινε στον χώρο ένα τόνο επισημότητας αν και ο φωτισμός δεν ήταν τόσο δυνατός. Στην κορυφή του τραπεζιού είχαν τοποθετηθεί ασημένια κηροπήγια. Ο κόμης καθόταν ήδη στην κορυφή του τραπεζιού και τον περίμενε.

«Με συγχωρείτε κόμη Μάσεν. Ελπίζω να μην περιμένατε πολύ», ο κόμης φαινόταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος από κείνον αλλά ο τρόπος που στεκόταν στο χώρο επέβαλλε την παρουσία του. Ήταν ντυμένος στα μαύρα. Από την κορυφή ως τα νύχια. Ο κόμης κούνησε ελαφρώς το χέρι του.

«Κύριε Μπλακ, τι είναι λίγα λεπτά μπροστά στην αιωνιότητα; Καθίστε να φάτε και να συζητήσουμε», ο Τζέικομπ έγνεψε και έκατσε δίπλα του. Για κάποιο λόγο απέφευγε να τον κοιτάξει στα μάτια. Στο τραπέζι υπήρχε μόνο το δικό του σερβίτσιο. Ο Τζάσπερ σέρβιρε γρήγορα το φαγητό και αποχώρησε.

«Δε θα δειπνήσετε μαζί μου;»

«Όχι, έχω φάει ήδη», ένα μιδίασμα εμφανίστηκε στο χλομό πρόσωπό του. «Να σας σερβίρω λίγο κρασί. Τα κτήματα της περιοχής βγάζουν το ωραιότερο κόκκινο κρασί. Ξηρό και δυνατό», σηκώθηκε με χάρη και έφερε ένα μπουκάλι και ένα ποτήρι.

«Εσείς δε θα πιείτε;»

«Δε πίνω… κρασί», δήλωσε καθώς γέμιζε το ποτήρι. Ο νεαρός Μπλακ το δοκίμασε. Ο κόμης είχε δίκιο. Αν και ίσως ήταν πολύ δυνατό για τα γούστα του. «Κάποιοι το βρίσκουν πολύ δυνατό για τα γούστα τους. Όσα άτομα συνάντησα με αυτή την άποψη, τους είπα πως δεν ξέρουν να ζουν και να απολαμβάνουν τη ζωή τους στο μέγιστο»

«Αλήθεια; Γιατί;»

«Γιατί, μόνο όταν κάτι είναι έντονο και δυνατό αξίζει. Μόνο όταν κάτι μπορεί να μας επηρεάσει και να μας αλλάξει αξίζει. Έχετε ερωτευθεί ποτέ κύριε Μπλακ;»

«Νομίζω πως η αρραβωνιαστικιά μου…»

«Ρώτησα αν έχετε ερωτευθεί. Η αγάπη είναι επικίνδυνο πράγμα. Αν συμβεί σου αλλάζει την ζωή. Δε μένεις ο ίδιος. Όπως και αν σου την αρπάξουν από τα χέρια σου τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά»

«Εσείς έχετε ερωτευθεί κόμη;», ο κόμης γύρισε την πλάτη του στον νεαρό και πλησίασε το παράθυρο. Ο Τζέικομπ έβγαλε από την τσέπη του το μενταγιόν με την φωτογραφία της Μπέλα και το χάιδεψε με το χέρι του.

«Ναι, είναι σαν να έχουν περάσει αιώνες από τον χαμό της»

«Είμαι σίγουρος πως κάποια στιγμή θα βρεθεί κάποια για να γιατρέψει την καρδιά σας», ο κόμης αστραπιαία γύρισε και τον πλησίασε επικίνδυνα. Το μενταγιόν που είχε ο Τζέικομπ στο χέρι του του ξέφυγε και έπεσε στο τραπέζι.

«Α, δεν έχετε ερωτευθεί κύριε Μπλακ και με την τελευταία δήλωσή σας μου το επιβεβαιώνετε. Είμαι σίγουρος πως αγαπάτε την αρραβωνιαστικιά σας. Ποιος άλλωστε…», σήκωσε με προσοχή το μενταγιόν και χάιδεψε με τα δάχτυλά του την φωτογραφία «δε θα αγαπούσε ένα τέτοιο αξιολάτρευτο πλάσμα. Λοιπόν αρκετά με τα προσωπικά ζητήματα. Ας μιλήσουμε για δουλειές», έκλεισε το μενταγιόν με προσοχή και του το έδωσε. Και πράγματι τις επόμενες ώρες το μόνο για το οποίο συζήτησαν ήταν η οργάνωση όλων των εργασιών.

Λίγη ώρα αφότου είχε κατέβει ο Τζέικομπ στην τραπεζαρία, ήρθε η Άλις στο δωμάτιο της Μπέλα με το δείπνο. Ήταν μία μικροκαμωμένη κοπέλα γεμάτη ενέργεια.

«Δεσποινίς έφερα το δείπνο σας. Ελπίζω να σας αρέσει», η Μπέλα σήκωσε τον δίσκο. Είχε απ’ όλα. Σολωμό με λαχανικά, κοκκινιστό με ρύζι και για επιδόρπιο πολλά φρούτα και μία κρέμα σαν την crème brule αλλά λευκότερη και με σάλτσα με φρούτα του δάσους στην κορυφή.

«Δε θα μπορέσω να τα φάω όλα αυτά. Είναι υπέροχα αλλά δε θα μπορέσω»

«Μην ανησυχείτε δεσποινίς. Απλώς δεν ξέραμε τι θα θέλατε και ετοιμάσαμε μία μικρή ποικιλία για να μην δυσκολευτείτε. Λοιπόν που θα θέλατε να δειπνήσετε; Εδώ στην κρεβατοκάμαρα ή στο καθιστικό;»

«Στο καθιστικό αν γίνεται», η Μπέλα δεν ένιωθε άνετα με όλη αυτή την περιποίηση. Άνηκε στην μεσαία τάξη και μπορεί να είχαν λίγους υπηρέτες στο σπίτι, αλλά αυτό δεν την είχε εμποδίσει να αναπτύξει φιλίες μαζί τους. Η Άλις τακτοποίησε το φαγητό στο τραπέζι του καθιστικού και ετοιμάστηκε να φύγει. «Μπορείς να κάτσεις μαζί μου για να μου κρατήσεις συντροφιά στη διάρκεια του δείπνου;», παρακάλεσε την Άλις.

Είδε έκπληξη να διαγράφεται στο πρόσωπο της κοπέλας η οποία έγνεψε γρήγορα και με ένα χαμόγελο κάθισε δίπλα της. Η Μπέλα άρχισε να την ρωτάει πράγματα για το κάστρο και για την περιοχή. Η Άλις δίσταζε αλλά απαντούσε στις περισσότερες ερωτήσεις.

«Θέλεις να φας μαζί μου; Το φαγητό είναι πάρα πολύ»

«Έχω φάει ήδη, δεσποινίς»

«Μπορείς να με φωνάζεις Μπέλα όταν είμαστε μόνες μας. Θα ήθελα μία φίλη εδώ»

«Αυτό σημαίνει πως θα σας… σε βοηθάω όταν είναι να ντυθείς, να διαλέξεις τι θα βάλεις και θα μπορώ να δοκιμάσω ότι χτένισμα θέλω πάνω σου;»

«Νομίζω πως ναι», η Άλις την αγκάλιασε δυνατά.

«Α, Μπέλα, τέλεια! Δε μπορείς να φανταστεί τι ωραία θα είναι. Πρέπει να κανονίσουμε να πάμε για ψώνια κάτω στην πόλη. Καινούρια υφάσματα θα ζητήσω από τον κόμη…»

«Τον κόμη;»

«Ναι, θα ζητήσω να μου δώσει άδεια στις επόμενες μέρες»

«Α, ελπίζω να μη σε βάζω σε κόπο»
«Όχι, δε μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι. Δεν έχω φίλες και θα είναι ωραία να κατέβω στο χωριό με παρέα και να μην είναι ο Τζάσπερ. Μπορεί να τον αγαπάω πολύ αλλά δεν μπορεί να καταλάβει την ιερότητα των γυναικείων εξορμήσεων για ψώνια»

«Τον αγαπάς; Ω, δεν ήξερα πως είσαι αρραβωνιασμένη», είδε την Άλις να χαμηλώνει το κεφάλι.

«Δεν είμαι», έκατσε στο πάτωμα και τύλιξα τα χέρια της γύρω από τα γόνατά της. «Ο Τζάσπερ θεωρεί πως χρειάζεται την άδεια του κόμη για να ζητήσει το χέρι μου. Είναι σαν ένα είδος κηδεμόνα. Είναι ο μοναδικός που με δέχτηκε όταν πέθαναν οι γονείς μου. Όλοι οι υπόλοιποι με κατηγόρησαν για μάγισσα»

«Μάγισσα; Γιατί;»

«Επειδή είδα πως θα πεθάνουν. Μπορώ να βλέπω το μέλλον. Δεν με άκουσαν όταν τους προειδοποίησα και πέρασαν την καταραμένη γέφυρα εκείνη την νύχτα. Έβρεχε και η γέφυρα δεν άντεξε το βάρος της άμαξας και έπεσαν στο ποτάμι», δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της πλέον. Η Μπέλα γονάτισε και την αγκάλιασε.

«Ω, Άλις, λυπάμαι τόσο πολύ. Θα πρέπει να ήταν απαίσιο»

«Αυτό το ποτάμι είναι καταραμένο. Υπάρχει ένας θρύλος πως πριν αιώνες η πριγκίπισσα του κάστρου πήδηξε σε αυτό το ποτάμι», η Μπέλα έφερε τα χέρια της στο στόμα της.

«Ω, Θεέ μου, γιατί;», σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω. Το ποτάμι δε διακρινόταν καθαρά από αυτή την πλευρά του κάστρου.

«Αυτό μόνο ο κόμης μπορεί να σου το απαντήσει. Γνωρίζει την ιστορία πολύ καλά. Έλα θα ετοιμάσω ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσεις πριν κοιμηθείς. Θέλεις λίγο τσάι επίσης;»

«Ναι, Άλις. Θέλεις να σε βοηθήσω;»

«Όχι. Μου είναι αρκετό που ξέρω πως με συμπαθείς. Είναι ωραίο να έχω μία φίλη για αλλαγή», την αγκάλιασε γρήγορα και έτρεξε στο μπάνιο για να της το ετοιμάσει. Το μπάνιο ήταν πολύ χαλαρωτικό. Όταν βγήκε την περίμενε το τσάι και η Άλις με μία βούρτσα.

«Άλις δε χρειάζεται»

«Ω, μα θέλω, έλα κάτσε στο μπουντουάρ. Θέλω να παίξω με τα μαλλιά σου», άρχισε να της τα βουρτσίζει απαλά. Διηγήθηκε στην Άλις ιστορίες από το Λονδίνο. Το μουντό αγαπημένο της Λονδίνο.

«Μου φαίνεται εκνευριστικό να είσαι συνέχεια με μία ομπρέλα. Άσε που τα παπούτσια θα γίνονται χάλια»

«Για αυτό τα φτιάχνουμε από δέρμα. Μην αφήνεις τα μαλλιά μου λυτά Άλις θα γίνουν χάλια στον ύπνο μου»

«Όχι, αυτή η κρέμα που σου είπα να βάλεις πιο πριν στο μπάνιο τα αφήνει απαλά και δεν τα μπλέκει. Θα δεις αύριο πόσο κυματιστά θα είναι»

«Κρίμα που δε θα τα δει κανείς. Γιατί πρέπει να τα μαζεύουμε ψηλά; Άσε που μου πονάει το κεφάλι με τόσα τσιμπιδάκια»

«Εσύ τουλάχιστον έχεις μακριά μαλλιά», κοίταξε τα μαλλιά της Άλις. Ήταν πολύ κοντά, σχεδόν αγορίστικα. Τα άγγιξε.

«Τα άτομα στο χωριό στα …»

«Ναι, ήταν έτοιμοι να με ρίξουν στην πυρά. Ευτυχώς ο Τζάσπερ ήταν εκεί πέρα και τους είχε απειλήσει πως θα νιώσουν την οργή του κόμη αλλιώς…»

«Ω, γλυκιά μου Άλις. Μπορείς να κάνεις ότι θέλεις με τα δικά μου μαλλιά»

«Σ’ ευχαριστώ Μπέλα. Πρέπει να κατέβω. Έχω ακόμα κάποιες δουλειές πριν ξαπλώσω»

«Εντάξει, Άλις. Καληνύχτα»
«Καληνύχτα. Και μία φιλική συμβουλή. Μη κυκλοφορείς τη νύχτα μόνη σου στους διαδρόμους»

«Μην ανησυχείς. Δε σκοπεύω να σκοντάψω σε κάποιο έπιπλο και σπάσω κάτι», η Άλις δεν απάντησε στο σχόλιο της.

Ο Τζέικομπ λίγο πριν τα μεσάνυχτα καληνύχτησε τον κόμη και αποχώρησε στο δωμάτιό του. Ο κόμης πλησίασε το παράθυρο της τραπεζαρίας και κοίταξε το ποτάμι. Το μισούσε αυτό το ποτάμι. Ήθελε να το στραγγίξει, να κάνει το νερό του να σταματήσει να κυλά αλλά ακόμα και εκείνος δεν μπορούσε να πάει ενάντια στην ίδια την φύση, κάποιες φορές.

Ο Τζάσπερ μπήκε για να μαζέψει τα πράγματα από το τραπέζι.

«Λοιπόν; Πως βρήκε το δωμάτιο;», ο Τζάσπερ ήξερε πως εννοούσε την Μπέλα και του διηγήθηκε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Αφού τελείωσε ο Τζάσπερ ένα μικρό χαμόγελο διακρινόταν στα χαρακτηριστικά του κόμη.

«Αν ήμουν εκεί θα με φιλούσε; Ενδιαφέρον. Σ’ ευχαριστώ Τζάσπερ μπορείς να πας για ύπνο. Αν σε χρειαστώ για κάτι θα σε καλέσω. Στο ενδιάμεσο φρόντισε εσύ και η Άλις να ικανοποιήσετε αμέσως κάθε επιθυμία της. Εντάξει;», ο τόνος του αν και ευγενικός δεν έφερνε κανένα περιθώριο αντίρρησης.

«Μάλιστα κύριε», και αποχώρησε γρήγορα σβήνοντας τα κεριά. Ο κόμης κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό. Σύννεφα έκρυβαν το φεγγάρι και λίγα άστρα φαίνονταν στον ουρανό απόψε. Ήταν τόσο σκοτεινά. Είχε συνηθίσει το σκοτάδι τόσα χρόνια αλλά κάποιες στιγμές του έλειπε το φως. Τώρα που είχε επιστρέψει στη ζωή του σχεδόν φοβόταν να την πλησιάσει. Γέλασε. Φοβόταν; Συνήθως αυτός ήταν η πηγή του φόβου. Θα την συναντούσε σύντομα. Τι ήταν λίγες ώρες μπροστά σε αιώνες αναμονής; Περίμενε τόσο καιρό. Σίγουρα θα μπορούσε να περιμένει λίγο παραπάνω.

Στο μπλε δωμάτιο η Μπέλα δεν μπορούσε να κοιμηθεί ήρεμα. Ένα όνειρο, ένας εφιάλτης την κυνηγούσε. Έβλεπε διαδρόμους του κάστρου με θολά μάτια να περνάνε γρήγορα από μπροστά της. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Τα πόδια της έτρεχαν και τα μαλλιά της ήταν λυτά. Έφτασε στην άκρη του κάστρου. Ο λαιμός της έβγαζε λυγμούς πλέον. Σκαρφάλωσε τις πέτρες και στάθηκε στην άκρη. Δεν ένιωθε τον πόνο από τις γρατσουνιές στα χέρια της. Ένιωθε μόνο έναν πόνο και αυτός ήταν στην καρδιά της.

«Ο πρίγκιπάς μου είναι νεκρός. Νεκρός.», ψιθύρισε. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Ένιωσε νερό. Ένιωσε να πνίγεται. Ένιωσε γαλήνη.