BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 2ο

«Καλημερούδια», μία τσιριχτή φωνή είπε. Φως έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα αλλά η ημιδιάφανη μπλε μουσελίνα που ήταν γύρω από το κρεβάτι εμπόδιζε το έντονο φως να την χτυπάει στο μάτια. Η μουσελίνα τραβήχτηκε και μία κεφάτη Άλις την αντίκρισε. « Έλα ξύπνα. Θέλω να μου πεις που θέλεις να φας πρωινό για να στο σερβίρω»

«Μαζί με τον Τζέικομπ στην τραπεζαρία», μουρμούρισε. Ένιωθε κουρασμένη από τον εφιάλτη που είχε δει το βράδυ.

«Πως κοιμήθηκες χτες;»

«Όχι πολύ καλά»

«Τι έγινε; Νόμιζα πως το βασιλικό κρεβάτι είναι το πιο μαλακό», και γέλασε απαλά.

«Όχι το κρεβάτι είναι το τελειότερο κρεβάτι στον κόσμο. Κυριολεκτικά βυθίζεσαι. Δοκίμασε αν θέλεις»

«Ευχαρίστως», και πήδηξε η Άλις πάνω του. Άρχισαν να γελάνε δυνατά. «Μμμ, έχεις δίκιο. Είναι τέλειο»

«Τι εννοούσες όταν έλεγες βασιλικό κρεβάτι;»

«Θυμάσαι τον θρύλο με την βασίλισσα; Αυτά είναι τα διαμερίσματά της»

«Αλήθεια; Και του βασιλιά;», η Άλις χαμογέλασε. Τράβηξε την Μπέλα από το κρεβάτι.

«Έλα να σου δείξω», την πήρε από το χέρι και άνοιξε την πόρτα του καθιστικού.

«Άλις, εδώ είναι το καθιστικό…», η Άλις δεν της είπε κάτι. Ακούμπησε χαλαρά στον μοναδικό ελεύθερο τοίχο, ο οποίος μετακινήθηκε από το βάρος της.

«Μυστικό πέρασμα», της ψιθύρισε. Η Μπέλα την προσπέρασε και μπήκε στα διαμερίσματα του βασιλιά. Τα πάντα ήταν σε κόκκινες αποχρώσεις. Πορφυρές ταπετσαρίες με οικόσημο σε μαύρο χρώμα. Το πάτωμα ήταν από μαύρο γρανίτη και το ξύλο στις καρέκλες μαύρο με το ίδιο πορφυρό ύφασμα για επένδυση. Υπήρχε ένα γραφείο που ήταν σκεπασμένο με ένα λευκό ύφασμα όπως τα περισσότερα πράγματα στο δωμάτιο. Το τράβηξε απότομα. Οι άκρες των δαχτύλων της χάιδεψαν την επιφάνεια του ξύλου. Στο μυαλό της είδε κουρασμένους ώμους στην καρέκλα του γραφείο με μπρονζέ μαλλιά ανακατεμμένα. Ήθελε να αγγίξει αυτά τα μαλλιά. Ήθελε να ανακουφίσει αυτούς τους ώμους από τα βάρη όλου του κόσμου. Η οροφή του ταβανιού ήταν βαμμένη μπορντώ και έδειχνε μία μάχη. ‘Πάντοτε μάχες’, σκέφτηκε. ‘πάντοτε μάχες’. Τέλος, τα μάτια της στράφηκαν στο κρεβάτι. Το ξύλο του κρεβατιού ήταν και αυτό μαύρο. Είχε το ίδιο μέγεθος με το δικό της. Πίσω από την ημιδιάφανη πορφυρή μουσελίνα διακρίνονταν  τα βυσσινί σεντόνια. Στο μυαλό της είδε δύο γυμνά κορμιά τυλιγμένα στα σεντόνια. Ένιωθε η ίδια την αίσθηση του μεταξιού στο κορμί της, μαζί με την θέρμη ενός άλλου κορμιού πάνω της. Ένα βογκητό της ξέφυγε και έχασε την ισορροπία της. Η Άλις έτρεξε κοντά της.

«Μπέλα, είσαι καλά;», την ρώτησε ανήσυχη.

«Δε ξέρω», ψιθύρισε.

«Έλα. Πάμε να ετοιμαστείς για το πρωινό»

«Εντάξει», σηκώθηκε αργά από το πάτωμα. Τα μάτια της δε μπορούσαν να φύγουν από το κρεβάτι. Ένιωσε αίμα να ανεβαίνει στα μαγουλά της και την ανάσα της να βγαίνει κοφτή. Ένα κομμάτι του εαυτού της ήθελε να μείνει και να περιμένει. Αλλά να περιμένει τι;

Ακολούθησε της Άλις η οποία ήδη είχε βγάλει τα ρούχα που θα φόραγε σήμερα.

http://entertainment.webshots.com/photo/2898723160101608381mmPPtn

http://entertainment.webshots.com/photo/2336947080101608381axztTq

Την βοήθησε να βάλει τον κορσέ και έφτιαξε τα μαλλιά της. Είχε δίκιο. Δεν είχαν μπλεχτεί και κυμάτιζαν απαλά. Της τα μάζεψε σε κότσο αλλά άφησε δύο τουφίτσες κοντά στα αυτιά της και τα γύρισε λιγάκι μέχρι που σχηματίστηκαν μικρές μπουκλίτσες. Ήταν μια ωραία αλλαγή από τα αυστηρά χτενίσματα που είχε συνηθίσει στο σπίτι της.

«Έλα, δε θέλουμε να κάνουμε τον αρραβωνιαστικό σου να περιμένει», έγνεψε αρνητικά και την ακολούθησε κάτω. Έφτασαν στην τραπεζαρία. Ο Τζάσπερ ήδη είχε σερβίρει το πρωινό στον Τζέικομπ. Εκείνος με το που την είδε άφησε τα μαχαιροπίρουνα και σηκώθηκε.

«Καλημέρα», της είπε χαμογελώντας.

«Καλημέρα», κάθισε στην καρέκλα που της είχε τραβήξει δίπλα του.

«Καλημέρα, δεσποινίς Σουάν. Τι θα θέλατε για πρωινό;»

«Ότι έχετε», ο Τζάσπερ χαμογέλασε με την δήλωσή της. Γέμισε 3 πιάτα και της τα έφερε.

«Τι είναι όλα αυτά;»

«Ότι έχουμε. Στο ένα πιάτο σας έχω βάλει κάτι αλμυρό. Στο δεύτερο έχουμε τα γλυκά και στο τρίτο τα φρούτα»

«Σ’ ευχαριστώ  Τζάσπερ. Οι αδελφές Ντενάλι θα κατέβουν για πρωινό;», είδε  τα χαρακτηριστικά του Τζάσπερ να σκληραίνουν ελαφρώς.

«Οι αδελφές Ντενάλι προτιμούν να γευματίζουν στα ιδιαίτερα διαμερίσματά τους. Σπάνια θα τις δείτε έξω»

«Α, κρίμα», δοκίμασε το πιάτο με τα γλυκά. Η τάρτα ήταν καταπληκτική. Έκανε έναν ήχο επιδοκιμασίας. «Τα συγχαρητήριά μου στον μάγειρά σας»

«Ευχαριστώ πολύ», ακούστηκε η φωνή της Άλις.

«Είναι κρίμα πάντως», είπε ξαφνικά ο Τζέικομπ.

«Κρίμα;»

«Που δε θα μπορέσω να απολαύσω την συντροφιά σου όσο θα ήθελα αυτή την περίοδο. Από ότι κατάλαβα η καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων και οργάνωση των χαρτιών θα είναι περιπλοκότερη από ότι περίμενα. Και θέλω να τελειώσω όσο πιο γρήγορα γίνεται», σκούπισε με το μαντήλι το στόμα του. Είχε τελειώσει πλέον το πρωινό του.

«Γιατί;», τον είδε να σηκώνεται και να την πλησιάζει. Γονάτισε δίπλα της.

«Για να μπορέσουμε να παντρευτούμε το γρηγορότερο δυνατό», και την φίλησε στο μάγουλο. Του χαμογέλασε. «Λοιπόν πρέπει να πάω στο γραφείο. Θα σε δω αργότερα. Εντάξει;», του έγνεψε θετικά. Ο Τζάσπερ τον συνόδεψε έξω μέχρι το γραφείο. Η Μπέλα στράφηκε στην Άλις.

«Ο αγαπημένος σου θέλει να με μετατρέψει σε ελέφαντα. Το ξέρεις;», η Άλις γέλασε και κάθισε γρήγορα δίπλα της.

«Δε λένε πως το πρωί πρέπει να τρως σα βασιλιάς;»

«Εγώ έχω την αίσθηση πως θέλει να με παχύνει όπως η μάγισσα στο ‘Χάντσελ και Γκρέτελ’ για να με ψήσει μετά στο φούρνο»

«Δε φταίει εκείνος. Εσύ του είπες ότι υπάρχει. Σου έβαλε απ’ όλα», τσίμπησε ένα από τα φρούτα του πιάτου της Μπέλα.

«Λοιπόν, είσαι καθόλου ελεύθερη σήμερα;»

«Δυστυχώς όχι, αλλά θα μιλήσω με τον κόμη για να μου δώσει μία μέρα άδεια μέσα στην εβδομάδα για να κατέβουμε στην πόλη για ψώνια. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο ανυπομονώ»

«Ωραία. Πάντως χτες δε μου είπες πολλά για τον κόμη και τα υπόλοιπα άτομα στο κάστρο»

«Δε μπορώ να πω πολλά πράγματα»

«Από ότι κατάλαβα ο κόμης είναι μακρινός απόγονος του βασιλιά αυτού του κάστρου. Αλλά δε μπορώ να καταλάβω τον ρόλο των τριών γυναικών. Είναι συγγενείς;»

«Ούτε εγώ ξέρω πολλά. Φαντάσου τις αδελφές τις έχω δει ελάχιστες φορές και από μακριά συνήθως. Και με τον κόμη έχω μιλήσει ελάχιστες φορές πάλι»

«Πως είναι;»

«Πανέμορφος. Όσα άτομα τον έχουν δει τον χαρακτηρίζουν ως Άδωνη»

«Δεν εννοούσα αυτό. Πως είναι σαν άτομο;»

«Απόμακρος. Έχει έναν αέρα επιβολή και εξουσίας που δεν μπορείς να αμφισβητήσεις. Και το χαμόγελό του δε φτάνει ποτέ τα μάτια του»

«Είναι αλήθεια πως είναι χήρος;»

«Ναι, φοράει την βέρα πάντα. Λες και η γυναίκα του ζει ακόμα»

«Δεν πρέπει να είναι πολύς καιρός. Από ότι μου έχεις πει είναι νέος σε ηλικία»

«Τι να πω… Σίγουρα πρέπει να είναι νεκρή εδώ και χρόνια. Φαντάσου δουλεύω ήδη ένα χρόνο στο κάστρο και ήξερα την οικογενειακή του κατάσταση από πριν στο χωριό. Όποτε βέβαια γινόταν αναφορά σε εκείνον»

«Είναι κρίμα πάντως. Να χάνεις το άτομο που αγαπάς, τον σύντροφό σου τόσο νωρίς»

«Ναι. Τελείωσες το πρωινό για να τα μαζέψω;»

«Ναι», σηκώθηκε και την βοήθησε να βάλει τα πιάτα πίσω στον δίσκο. Ο Τζάσπερ έλειπε, οπότε μπορούσε να την βοηθήσει. «Τι θα κάνω όλες αυτές τις ώρες; Έχεις καμία πρόταση;»

«Υπάρχει η βιβλιοθήκη αλλά μπορείς να κάνεις και μία βόλτα στους κήπους. Ο καιρός είναι ηλιόλουστος και είναι ευκαιρία να τον εκμεταλλευτείς»

«Ωραία, πάω να πάρω την ομπρέλα…»

«Μπέλα, μη πάρεις την ομπρέλα. Είναι ανόητο. Οι ομπρέλες είναι για την βροχή όχι για τον ήλιο. Βγες και απόλαυσε την μέρα έξω. Αν ζαλίζεσαι από τον ήλιο μπορείς να κάτσεις κάτω από κάποιο δέντρο»

«Εντάξει. Θα πάρω ένα βιβλίο μαζί μου και θα κάνω μία βόλτα έξω»

«Ωραία θα τα πούμε πιο μετά. Πάω», η Άλις έφυγε με γρήγορα βήματα από το δωμάτιο. Η Μπέλα σηκώθηκε και ενστικτωδώς έκανε το γύρο του τραπεζιού αγγίζοντας τα έπιπλα. Ύστερα προχώρησε και στάθηκε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Ο πρίγκιπάς μου είναι νεκρός. Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος της. Γιατί της ερχόταν αυτό το μυαλό;

Γύρισε στο δωμάτιό της και πήρε τον «Ρωμαίο & Ιουλιέτα» του  Σαίξπηρ. Κατέβηκε με το πάσο της τα σκαλιά χαζεύοντας το κάστρο. Θα μπορούσε να το εξερευνούσε κάποια άλλη στιγμή. Δε φοβόταν πως θα μπορούσε να χαθεί. Ένιωθε πως δε θα μπορούσε ποτέ να χαθεί εδώ. Τα πόδια της την οδήγησαν στον κήπο.

Τα πάντα ήταν πράσινα. Τόσο διαφορετικά από το κάστρο, τόσο φωτεινά. Και τα πολύχρωμα λουλούδια την μάγεψαν. Βιολέτες, μαργαρίτες, τουλίπες, χρυσάνθεμα. Χιλιάδες λουλούδια άφηναν το γλυκό τους άρωμα στον αέρα. Έφτασε σε ένα σημείο του κήπου όπου υπήρχαν τριαντάφυλλα. Σε όλες τις αποχρώσεις. Λευκά, κίτρινα, πορτοκάλι, τα κλαδιά τους είχαν τυλιχτεί σε ένα είδος θόλου από σιδερένια κάγκελα. Ήταν ένα περίεργο καθιστικό για τον κήπο με σιδερένιες καρέκλες και ένα μικρό τραπέζι.

Το φως πέρναγε διακριτικά από τα φύλλα διαμόρφωναν μία ευχάριστη σκιά. Ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι και πλησίασε τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Το άρωμά τους ήταν μεθυστικό σχεδόν την ζάλισε. Πήγε να κόψει ένα.

«Ωχ!», την είχε τρυπήσει ένα από τα αγκάθια του και στο πληγωμένο δάκτυλο ήδη σχηματιζόταν μία μεγάλη σταγόνα από αίμα.

«Μπορεί τα τριαντάφυλλα να έχουν υπέροχο άρωμα, αλλά είναι γνωστά για τα αγκάθια τους, αγαπητή μου», μία βελούδινη φωνή ακούστηκε από πίσω της.

Γύρισε απότομα και αντίκρισε τον άντρα στον οποίο άνηκε η φωνή. Ήταν ντυμένος στα μαύρα και το μόνο χρώμα πάνω του ήταν τα μπρονζέ μαλλιά του. Τα χαρακτηριστικά του αν και ντελικάτα δεν αφαιρούσαν κάτι από τον ανδρισμό του. Ήθελε να τρέξει κοντά του αλλά την εμπόδιζε κάτι. Τα μάτια του. Είχαν το λάθος χρώμα. Δεν έπρεπε να είναι μαύρα. Δεν έπρεπε. Έπρεπε να είναι…

«Είναι κρίμα που προκάλεσαν αυτή την πληγή», την πλησίασε με χάρη ενώ εκείνη στεκόταν ακίνητη. Δε μπορούσε να κουνηθεί. Ένιωθε κομμένη σε δύο κομμάτια. Το ένα ήθελε να τρέξει κοντά του να τον αγκαλιάσει, να νιώσει τα χέρια του να την τυλίγουν σφιχτά. Το άλλο ήθελε να τρέξει μακριά του. Αυτός που στεκόταν μπροστά της ήταν ένας ξένος. Όχι, δεν ήταν ξένος. Το πρόσωπο της φαινόταν οικείο αλλά τα μάτια ήταν ξένα και αυτό την τρόμαζε περισσότερο.

Πήρε το πληγωμένο χέρι της στα δικά του. Ήταν παγωμένα αλλά και τόσο απαλά, όπως πάντα. Όπως πάντα… Ένιωσε τον ηλεκτρισμό από το άγγιγμά του και οι βλεφαρίδες της βάραιναν καθώς τα χέρια του έφερναν το δικό της στα χείλη του. Είδε με μισόκλειστα μάτια το στόμα του να ανοίγει. Η άκρη της γλώσσας του έγλειψε την πληγή στο δάκτυλό της. Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε να αναπνέει πιο γρήγορα. Πήρε το δάκτυλό της στο στόμα του και άρχισε να το πιπιλίζει απαλά μαζί με την γλώσσα του. Το κεφάλι της έγειρε προς τα πίσω. Ένιωσε μία περίεργη αίσθηση σε όλο της το σώμα. Ήθελε να αφεθεί, να παραδοθεί. Στο μυαλό της ήρθε η εικόνα από ένα κήπο με φρέζιες το βράδυ.

«Έντουαρντ…», ψιθύρισε. Δεν ήταν σίγουρη άμα το είπε και φωναχτά ή μόνο στο ονειροπόλημά της αλλά ένιωσε το χέρι του να της χαϊδεύει το μάγουλο. Το άλλο χέρι κρατούσε ακόμα το δικό της στα χείλη του.

«Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ πως το όνομά μου από τα χείλη της συζύγου μου θα ακουγόταν σαν μελωδία», άκουσε μία φωνή στην ονειροπόλησή της. Σύζυγος; Ξύπνησε από το ονειροπόλημά της και είδε τον κόμη που την κοιτούσε έντονα. Πήγε να τραβήξει το χέρι της αλλά εκείνος συνέχιζε να της το κρατάει.

«Κόμη, χίλια συγνώμη», είδε την έκφρασή του να αλλάζει. Το χέρι του έφυγε από το μάγουλό της.

«Δεσποινίς Σουάν, δεν έχετε κανένα λόγο να απολογείσθε. Το θέαμα του αίματος είναι φυσικό να σας κάνει να ζαλίζεστε. Τώρα δεν υπάρχει η πιθανότητα να τρέξει και άλλο», φίλησε το χέρι της και της το άφησε. Γύρισε και σήκωσε το βιβλίο της από το τραπέζι.

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα  βλέπω. Είσαστε ρομαντική δεσποινίς Σουάν», χάρηκε που ο κόμης άλλαξε το θέμα και έγνεψε με την δήλωσή του. Τον είδε να χαμογελάει. Το χαμόγελο δεν ήταν τόσο πλατύ αλλά γλύκαινε τα χαρακτηριστικά του. Έφτανε στα μάτια του. Αναρωτήθηκε γιατί η Άλις είχε πει πως ποτέ το χαμόγελο δεν έφτανε στα μάτια του.

«Κόμη, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την φιλοξενία. Τα πάντα είναι υπέροχα»

«Χαίρομαι. Αν και εγώ θα πρέπει να σας ευχαριστήσω. Η παρουσία σας φωτίζει τον χώρο. Ήταν σκοτεινά τόσο καιρό», ψιθύρισε την τελευταία φράση αλλά τον άκουσε. Είχε γυρίσει την πλάτη του και δεν την κοίταζε.

«Ω, μετά τον χαμό της. Λυπάμαι για την απώλειά σας. Θα πρέπει να είναι πολύ οδυνηρό»

«Τα λόγια δε μπορούν να περιγράψουν τον πόνο. Μαζί με το θάνατό της σταμάτησε και η δική μου καρδιά. Είναι σαν να έχω παγώσει στον χρόνο, σε εκείνη την στιγμή», θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να τα λέει όλα αυτά σε έναν ξένο σκέφτηκε εκείνη. Τον πλησίασε και άγγιξε τον ώμο του.

«Τουλάχιστον ξέρετε πως κάποια στιγμή θα συναντηθείτε ξανά»

«Ναι, έχετε δίκιο. Με συγχωρείτε αλλά έχω κάποιες δουλειές και πρέπει να σας αφήσω», της είχε ακόμα γυρισμένη την πλάτη.

«Ναι, βέβαια. Είμαι σίγουρη πως έχετε πιο σημαντικά πράγματα να κάνετε», δεν της απάντησε καθώς απομακρυνόταν. Έκατσε στο τραπέζι και προσπάθησε μάταια να συγκεντρωθεί στο βιβλίο, αφού το μόνο που ερχόταν στο μυαλό της ήταν εκείνος.

Ο κόμης απομακρύνθηκε γρήγορα. Για μια στιγμή θυμήθηκε το όνομά του. Την άκουσε να το ψιθυρίζει. Μπορεί τώρα που βρισκόταν στο κάστρο να της έρχονταν πίσω οι αναμνήσεις από τότε. Πόσο ήθελε να την κάνει ξανά δική του από την αρχή. Όμως δεν ήθελε να βιάσει τα πράγματα, όχι υπερβολικά τουλάχιστον. Ήθελε να είναι ξανά ερωτευμένη μαζί του όπως τότε.
Να χρειάζεται το άγγιγμά του όπως εκείνος χρειαζόταν το δικό της. Σίγουρα το αίμα της τώρα θα ήταν ένα μεγάλος πειρασμός. Ένα εμπόδιο που δεν υπήρχε τότε αλλά δε φοβόταν τον εαυτό του. Το γεύτηκε και πράγματι του θύμιζε νέκταρ αλλά θα προτιμούσε να γευτεί τους άλλους χυμούς της πάλι.

Χάιδεψε τον ώμο όπου τον άγγιξε. Ήταν γεμάτη καλοσύνη και τρυφερότητα όπως τότε. Το διέκρινε και στον τόνο της φωνής της. Έπρεπε να γυρίσει την πλάτη του για να μη της τα πει όλα εκείνη την στιγμή. Πως εκείνη ήταν η σύζυγός του που είχε πεθάνει. Πως ο θρύλος για την πριγκίπισσα αναφερόταν σε εκείνη. Πως ο θάνατός της τον είχε μετατρέψει σε ένα τέρας χειρότερο από  τότε.

Είδε πως το άγγιγμά του συνέχιζε να την επηρεάζει. Ήταν σίγουρος πως αν ήθελε θα μπορούσε να την κάνει να παραδοθεί στον πόθο της για εκείνον. Και τότε τα πράγματα είχαν ξεκινήσει από πόθο και λαγνεία αλλά η γλυκύτητά της, ο τρόπος με τον οποίο νοιάστηκε για κείνον είχαν μαλακώσει την καρδιά του.

Όχι! Αυτή την φορά ήθελε εκείνη να τρέξει σε κείνον. Πρόθυμη για τα πάντα. Γιατί όταν θα γινόταν η ένωσή τους δε θα τους χώριζε ούτε ο θάνατος.

Ο Μπλακ σίγουρα ήταν ένα εμπόδιο που δεν έπρεπε να παραβλεφθεί. Χαμογέλασε σαρδόνια. Σίγουρα οι αδελφές Ντενάλι θα ήταν πρόθυμες να τον εξυπηρετήσουν. Τους άρεσε να παίζουν με το φαγητό τους, να το διαφθείρουν. Η απιστία του στο τέλος θα την οδηγούσε σίγουρα στην αγκαλιά του. Και όταν θα γινόταν αυτό θα φρόντιζε να ικανοποιήσει κάθε φαντασίωσή της, κάθε σκοτεινή της επιθυμία. Τότε την είχε μυήσει στον  κόσμο του πάθους. Τώρα θα την μυούσε στον κόσμο του αίματος.