BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 7ο

Ο κόμης έριξε μία τελευταία ματιά στο δωμάτιο πριν φύγει. Έμοιαζε λες και είχε περάσει τυφώνας από κει. Τα πάντα ήταν σπασμένα ή στην άλλη πλευρά του δωματίου. Μέχρι και ο Τζάσπερ είχε τρομάξει με αυτό που είχε δει και δε κατάφερε να το κρύψει.

Ο κόμης τον διέταξε να το καθαρίσει και να το τακτοποιήσει όσο θα έλειπε. Θα γύριζε αργά τη νύχτα ίσως τα ξημερώματα. Καθώς κατέβαινε τις σκάλες συνάντησε την Άλις να κουβαλάει ένα δίσκο με φαγητό για την Μπέλα. Της ζήτησε να πει στην Μπέλα πως στην ιστορία που της διηγόταν χτες, ο πρίγκιπας δε σκότωσε την κοπέλα, αφού δε θα μπορούσε ποτέ να πληγώσει την πριγκίπισσά του.

Η Άλις τον κοίταξε με περιέργεια. Η εμφάνιση του κόμη και η συμπεριφορά του δε πρόδιδε τίποτα. Φαινόταν ήρεμος και σε απόλυτο έλεγχο. Αν και αυτό ήταν μόνο εξωτερικά. Ένα κακό προαίσθημα την έπιασε για την κοπέλα που είχε δει στο μαγαζί με την Μπέλα αλλά το έδιωξε. Που να ήξερε πως είχε δίκιο…

Ο κόμης φόρεσε τη μαύρη κάπα του και βγήκε από το κάστρο. Το βλέμμα του στάθηκε για μια στιγμή στο παράθυρο του μπλε δωματίου. Τόσο κοντά. Ήταν τόσο κοντά, σκέφτηκε.

Γύρισε την πλάτη του και άρχισε να κινείται με ταχύτητα προς την πόλη. Τα ζώα τον απέφευγαν. Ήξεραν από ένστικτο πως θα γινόντουσαν το θήραμά του αν βρίσκονταν στο δρόμο του.

Είχε σκοτεινιάσει πλέον όταν έφτασε. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Σιωπή… Σχεδόν θανατερή, λες και προμύνηε τι θα συνέβαινε απόψε.

Έφτασε έξω από το σπίτι της κοπέλας. Στεκόταν κοντά στο παράθυρο και σκεφτόταν τον αγαπημένο της. Ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του και εκείνη τη νύχτα θα έκαναν στο σπίτι της τραπέζι με την ελπίδα να οριστεί κάποιος αρραβώνας μεταξύ τους.

Η Τζέιν, έτσι λεγόταν η κοπέλα, έτρεξε κατευθείαν στην πόρτα όταν έφτασε ο αγαπημένος της. Ο κόμης παρακολούθησε την περίπτυξη του ζευγαριού. Τις σκέψεις της Τζέιν και του Τόμας. Πράγματι, ήταν αληθινά ερωτευμένη μαζί του, οπότε δε μπορούσε να την υπνωτίσει για να κάνει κάτι με κάποιον άλλον άνδρα.

Από την άλλη πλευρά δεν ίσχυε το ίδιο για τον Τόμας. Ο Τόμας συμπαθούσε την κοπέλα και θα δεχόταν ένα γάμο μαζί της. Όχι όμως από έρωτα για εκείνη. Ο κόμης γέλασε σαρδόνια στη σκιά. Μάλλον η αποψινή βραδιά θα είχε αρκετό ενδιαφέρον. Άρχισε να ψιθυρίζει σιγά στον Τόμας εντολές στο μυαλό του.

Ο άνδρας ήταν υπνωτισμένος πλέον. Ο κόμης πλησίασε λίγο περισσότερο στο σπίτι για να απολαύσει το θέαμα που θα ακολουθούσε. Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε ύστερα από λίγα λεπτά. Ήταν η Τζέιν. Είχε πιάσει στο κρεβάτι τον Τόμας με την μικρή της αδελφή.

Ο κόμης άφησε τον άνδρα να ξυπνήσει από την ύπνωση εκείνη τη στιγμή. Φωνές και αντικείμενα που έσπαγαν ήχησαν από το σπίτι. Ο άνδρας έκπληκτος από ότι είχε συμβεί έφυγε γρήγορα από το σπίτι και άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους. Ο κόμης στάθηκε για μια τελευταία στιγμή για να ακούσει τις σκέψεις της κοπέλας. Έψαχνε που ήταν το ποντικοφάρμακο και σκεφτόταν πως θα το έπινε.

Χαμογέλασε… Η δουλειά του εκεί πέρα είχε τελειώσει. Είχε έρθει η ώρα για να δειπνήσει. Ακολούθησε αθόρυβα τον άνδρα για μισή ώρα. Όταν βρέθηκε σε ένα έρημο σοκάκι τον έπιασε από τον λαιμό και τον έσπρωξε στον τοίχο. Φόβος κατέκλυσε τον νεαρό και άρχισε να λέει προσευχές από μέσα του ζητώντας μετάνοια από το Θεό.

«Θα σε συμβούλευα να σταματήσεις τις προσευχές σου Τόμας», μουρμούρισε με ειρωνεία ο κόμης. «Ο Θεός δεν ενδιαφέρεται ούτε για τους αθώους…», στο μυαλό του ήρθε τη πριγκίπισσά του. Ο Θεός δεν είχε σώσει το πιο υπέροχο δημιούργημά του. Την άφησε να πεθάνει. Έσφιξε περισσότερο τον λαιμό του θύματός του. «…πόσο μάλλον για τους αμαρτωλούς», και δάγκωσε τον λαιμό του.

Το κόκκινο υγρό άρχισε να ρέει στο στόμα του. Του έδινε δύναμη. Του έδινε ζωή. Συνέχισε να πίνει με λαιμαργία από το θύμα του. Εκείνος είχε ανάγκη το αίμα για να είναι κοντά στην αγαπημένη του ακόμα και τα πρωινά. Οι τελευταίες σκέψεις του άνδρα καθώς ο κόμης του έπινε το αίμα ήταν πως οι θρύλοι για το φάντασμα του πρίγκιπα που έπινε το αίμα των υπηκόων του ήταν αληθινοί.

Ο κόμης δεν μπήκε στη διαδικασία να του το επιβεβαιώσει. Συνέχισε να πίνει. Οι χτύποι της καρδιάς του θύματός του σταμάτησαν. Άφησε το άψυχο πλέον σώμα να πέσει κάτω. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του το αίμα που είχε κυλίσει από τα κόκκινα πλέον χείλη του. Κοίταξε το χέρι του λευκό και κόκκινο. Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της πριγκίπισσάς του νεκρής και το αίμα που είχε σκουπίσει από τα χείλη της όταν την είχε βρει. Έπρεπε να γυρίσει σε κείνη.

Άρχισε να τρέχει γρήγορα πίσω στο κάστρο. Σκαρφάλωσε και μπήκε στο δωμάτιό της. Κοιμόταν ο άγγελός του όμως ο ύπνος της δεν ήταν ήσυχος. Σίγουρα ονειρευόταν. Ήταν καλό όνειρο όμως, ή εφιάλτης; Σύντομα θα την προστάτευε από τους εφιάλτες. Δε θα άφηνε τον Μορφέα να την παίρνει μαζί του τις νύχτες. Θα έμενε μαζί του. Για πάντα.

Έκατσε σε μία από τις πολυθρόνες του δωματίου. Εκείνο το σημείο του επέτρεπε να  βλέπει άνετα την μορφή της στο κρεβάτι. Της πήγαινε το μπλε χρώμα των σεντονιών. Αναρωτήθηκε αν και σε αυτή τη ζωή μιλούσε στον ύπνο της θα το μάθαινε σύντομα.

Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή για να συγκεντρωθεί στις ανάσες που άφηνε. Ήταν μικρές και κοφτές αλλά υπήρχαν και μικρά βογγητά μαζί; Χαμογέλασε. Πόσο ιδιαίτερη ήταν η πρώτη τους συνάντηση…

Ήξερε πως δε θα την σκότωνε τη νύχτα που την είχε συναντήσει. Η νεαρή κοπέλα που πρόσφερε τη ζωή της για να σώσει τον πατέρα της του είχε τραβήξει το ενδιαφέρον πριν καλά καλά δει το πρόσωπό της. Και όταν έπεσε η κάπα από τους ώμους της και αποκαλύφθηκε σε κείνον, ήξερε πως την ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είχε ποθήσει στη ζωή του.

Στην αρχή είχε σκεφτεί να την κρατήσει ως ερωμένη του για να τιμωρήσει περισσότερο τον πατέρα της για την προδοσία του. Όμως ήξερε πως εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα για να πληρώσει τις αμαρτίες των άλλων. Ήταν σεμνή και πολύ ήσυχη. Τουλάχιστον έξω από το κρεβάτι τους…

Ήταν σίγουρος πως πίστευε εκείνη τη βραδιά πως θα πήγαινε στην κόλαση με την συμφωνία που είχε κάνει μαζί του. Και παρόλο που δεν πίστευε τόσο στο Θεό δεν ήθελε να ρισκάρει την ψυχή της.

Για αυτό είχε κανονίσει και το γάμο άλλωστε μαζί της. Ήταν ευγενικής καταγωγής, αν και δεν άνηκε στις υψηλότερες τάξεις και θα του πρόσφερε εκτός από το κορμί της έναν άξιο διάδοχο. Αλλά ήταν εγωιστής. Την ήθελε μόνο δική του. Γι’ αυτό είχε υποχρεώσει τον πατέρα της να διακόψει οποιαδήποτε επαφή μαζί της. Ήταν το πολυτιμότερό του απόκτημα και αν και δεν ήθελε να το δείξει ένιωθε περήφανος με την επιλογή του και τον τρόπο που είχαν εξελιχθεί τα πράγματα τότε. Πόσο έξυπνα είχε απαντήσει στον ξάδελφό του στο δείπνο.

Βέβαια είχε μπει πολλές φορές σε πειρασμό μαζί της και πριν από το γάμο. Αλλά η νύχτα του γάμου τους… Αναστέναξε. Θυμήθηκε τον φόβο στα μάτια της όταν την πλησίασε. Πως προσπάθησε να του ξεφύγει αλλά αντίθετα εκείνος την είχε σπρώξει στο κρεβάτι. Τα συναισθήματα που πίστευε πως είχε τότε για κείνη ήταν πόθος, περιέργεια και ενδιαφέρον. Αλλά τώρα μπορούσε να αναγνωρίσει στο βάθος την ανάγκη που είχε και από τότε για την αγάπη της και την τρυφερότητά της.

Της είχε ζητήσει να σώσει την δική του ψυχή. Την είχε ανάγκη και είχε παραδεχτεί εκείνη την αδυναμία ακόμα και τότε. Η πρώτη ερωμένη που είχε ποτέ τον είχε συμβουλέψει από την αρχή να έχει υπομονή και να φερθεί στις γυναίκες που το αξίζουν τον σεβασμό και την υπομονή που θα έδειχνε στη μητέρα του ή στην αδελφή του. Προσπάθησε να το εφαρμόσει με την σύζυγό του.

Πολλές φορές αναρωτήθηκε πως γίνεται η εκκλησία να κατηγορεί τις γυναίκες για όλες τις αμαρτίες και την διαφθορά του κόσμου. Η γυναίκα του ήταν πιο αθώα και από το χιόνι. Το δάχτυλά της είχαν αγγίξει με δισταγμό το πρόσωπό του, με περιέργεια. Μπορούσε να μυρίσει ακόμα και στα χέρια της το άρωμα από τα έλαια. Φρέζια και φράουλα.

Τι περίεργος συνδυασμός αλλά και τόσο ταιριαστός για εκείνη. Την τράβηξε πάνω του για να μπορέσει να απολαύσει αυτό το άρωμα καλύτερα. Την έβαλε να συνεχίσει την εξερεύνησή της. Για πρώτη φορά το να κάνει έρωτα με κάποιον του φαινόταν σαν ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι εξερεύνησης και ανακάλυψης των μεγαλύτερων θησαυρών.

Ένιωσε τα χείλη της να του αφήνουν δισταχτικά στο πρόσωπο φιλιά. Μπορούσε να χαμογελάσει με την αθωότητα που υπήρχαν στο άγγιγμά της. Όμως τα φιλιά της ξύπναγαν τις ανάγκες του για εκείνη. Όταν ένιωσε τα χείλη της στα δικά του δεν άντεξε και την άρπαξε. Ο πόθος του για εκείνη την κατέκλυσε σαν χείμαρρος. Δεν μπορούσε να τον ελέγξει.

Ήθελε να την κατακτήσει. Κάθε σπιθαμή του κορμιού της να σημαδευτεί από το άγγιγμά του. Ειδικά όταν άρχισε η διστακτική της ανταπόκριση στα φιλιά του κάθε έλεγχος χάθηκε. Προχώρησε πιο κάτω στο λαιμό, στο στήθος της. Α, το στήθος της… Λες και ήταν φτιαγμένο για τα δικά του χέρια και μόνο.

Δεν του άρεσε όταν τον αποκάλεσε άρχοντα. Του θύμισε πως είχε καταφέρει να την φέρει στο κρεβάτι του και η απέχθεια για τον εαυτό του για την αδικία και σίγουρα για την δυστυχία που της προκάλεσε δεν του άρεσε. Ήθελε να την κάνει να χάσει τον έλεγχο και εκείνη. Να απολαύσει την ένωσή τους. Να νιώσει για κείνον τον ίδιο πόθο που ένιωθε εκείνος για την ίδια.

Της τσίμπησε την ρώγα ελπίζοντας να της άρεσε αυτή η μικρή αίσθηση πόνου όπως και στις περισσότερες γυναίκες. Χαμογέλασε βλέποντάς την να γέρνει το κεφάλι με ευχαρίστηση. Ήταν ήδη έτοιμος για κείνη. Ο ανδρισμός του απαιτούσε την ένωσή τους αλλά όχι. Θα απολάμβανε την νύχτα μαζί της.

Απόψε τις έπαιρνε κάτι πολύτιμο, την αθωότητά της. Μπορούσε να είναι αργός και να της προσφέρει ευχαρίστηση τουλάχιστον. Της το χρωστούσε. Άφησε το στόμα του να γνωριστεί με την νέα περιοχή. Το βαφτιστικό του όνομα από τα χείλη της ακούστηκε σαν προσευχή. Είχε μάθει από γνωστούς της οικογένειάς της πόσο πιστή ήταν και ο τρόπος που ακούστηκε το όνομά του τον γέμισε με υπερηφάνεια.

Συνέχισε με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο να προσφέρει στο κορμί της γλυκές απολαύσεις με τα κατάλληλα αγγίγματα. Έσκισε το νυχτικό της αποκαλύπτοντας περισσότερη από την αλαβάστρινή της επιδερμίδα. Στο φως του τζακιού το δέρμα της έμοιαζε λες και ήταν φτιαγμένο από πορσελάνη. Την απαλότερη πορσελάνη του κόσμου. 

Ήθελε να νιώσει πάνω στο σώμα του το δικό της και δεν έχασε καιρό. Έβγαλε με γρήγορες κινήσεις το πουκάμισό του και πρόσεξε πόσο κοκκίνισαν τα μάγουλά της από το θέαμα. Δεν ήξερε πόσο θα άντεχε ακόμα και για να μη σκίσει το υπόλοιπο νυχτικό ζήτησε να γδυθεί από μόνη της. Έπρεπε να το κάνει. Ήλπιζε πως αυτό θα του έδινε αρκετό χρόνο για να ηρεμήσει και να φερθεί πιο ψύχραιμα.

Είχε κάνει λάθος. Χωρίς να συναντά το βλέμμα του είδε τη σύζυγό του να αποκαλύπτει τον τελευταίο της θησαυρό. Το κέντρο της θηλυκότητάς της. Το σημείο από το οποίο θα γεννιόντουσαν οι γιοι του κάποτε. Προσπάθησε να τραβήξει το βλέμμα από πάνω της αλλά του στάθηκε σχεδόν αδύνατο. Η ανάσα του ήταν κοφτή. Κινήθηκε γρήγορα για να ξεφορτωθεί από πάνω του το τελευταίο ρούχο που τον χώριζε από κείνη.

Δεν του άρεσε ο τρόπος που είχε σφίξει τις γροθιές και που είχε κλείσει τα μάτια της. Λες και περίμενε κάποια τιμωρία. Προσπάθησε να την χαλαρώσει χαιδεύοντας τα μαλλιά της και το μάγουλό της. Δεν ήξερε αν κάποια την είχε προειδοποιήσει για τον πόνο της πρώτης φοράς και προσπάθησε να την καθησυχάσει με υποσχέσεις για την ευχαρίστηση που θα ένιωθε μετά.

Το γεγονός πως είχε ανταποκριθεί στο φιλί που της είχε δώσει τον έκανε να προχωρήσει. Όμως έπρεπε να σιγουρευτεί πως ήταν έτοιμη. Άφησε τα δάχτυλά του να αγγίξουν εκείνο το ‘μαγικό’ σημείο που έκανε τόσες γυναίκες υγρές και έτοιμες για τους άντρες ή τους εραστές τους. Την ένιωσε να τινάζεται από την επαφή και τα δάχτυλά του πήγαν στο φύλο της.

Ήταν τόσο υγρή… Το άγγιγμά του ήταν ποθητό από το κορμί της και αυτό ήταν καλό. Σχεδόν γέλασε όταν του ζήτησε συγνώμη. Η πριγκίπισσά του ήταν τόσο αθώα. Πίεσε τον αντίχειρά του στο ‘μαγικό’ σημείο πάλι. Την ήθελε όσο το δυνατόν πιο έτοιμη. Ο πόθος του να ενωθεί μαζί της δεν μπορούσε να συγκρατηθεί πλέον.

Άρχισε να μπαίνει μέσα της αργά απολαμβάνοντας την αίσθηση. Δε σταμάτησε όταν ένιωσε τον πανικό της. Όμως όταν είχε σπάσει την αθωότητά της, όταν είχε ακούσει την κραυγή από τον πόνο είχε σταματήσει. Είχε δείξει υπομονή και ανέχτηκε τα νύχια που πάλευαν με την σάρκα του προσπαθώντας να τον διώξουν από το μέρος που άνηκε. Γιατί άνηκε μέσα της. Ήταν ένα.

Ξεκίνησε να κινείται αργά μέσα της. Ήθελε να την δει πάλι να τρέμει από ευχαρίστηση και θα έδειχνε όση υπομονή μπορούσε. Όταν το κορμί της άρχισε να κινείται μαζί του να ανταποκρίνεται μαζί του ένιωσε θρίαμβο. Η φύση ήταν με το μέρος του. Την φίλησε με πάθος και την τράβηξε ακόμα περισσότερο κοντά του.

Την βασάνισε λίγο όταν την άκουσε να προφέρει το όνομα του Κυρίου αλλά το έκανε πιο πολύ για να ακούσει το όνομά του από τα χείλη της. Δεν τον απογοήτευσε. Τα βογκητά της από την ευχαρίστηση ανταγωνίζονταν τα δικά του. Οι αισθήσεις του ήταν σε υπερένταση σε λίγο θα τελείωνε. Θα έχυνε τον σπόρο του μέσα της. Το τελευταίο βήμα για να την κάνει δικιά του.

Τότε την άκουσε να κραυγάζει το όνομά του. Ένιωσε τον ανδρισμό του να σφίγγεται από το φύλο της. Την είχε κάνει να τελειώσει. Αυτό του ήταν αρκετό για να τελειώσει και εκείνος. Μπήκε λίγες φορές ακόμα μέσα της και κραυγάζοντας το δικό της όνομα κατέρρευσε πάνω στο κορμί της.

Ένιωθε εξαντλημένος. Σωματικά και ψυχολογικά. Τα δάχτυλα της συζύγου του χάιδευαν απαλά τα μαλλιά του. Η ανάσα της άρχισε να ηρεμεί. Ύστερα από λίγα λεπτά την είδε να αποκοιμιέται. Πόσο θα ήθελε να το κάνει και εκείνος αλλά δε μπορούσε.

Είχε να ακολουθήσει τα ανόητα έθιμα της εποχής του. Με προσοχή τράβηξε το λευκό σεντόνι που υπήρχε από κάτω της σηκώνοντάς την ελαφρά. Δεν μετακινήθηκε καθόλου.

Φόρεσε πρόχειρα τα ρούχα του και προχώρησε γρήγορα στο μπαλκόνι κάτω από το οποίο περίμεναν οι υπήκοοι του. Με τη βοήθεια 2 υπηρετών άνοιξε το σεντόνι με την απόδειξη πως ο γάμος του είχε ολοκληρωθεί και για την αθωότητα της νύφης του. Το αίμα ήταν αρκετό και το έντονο χρώμα τον έκανε να σκεφτεί πόσο το αίμα ταυτιζόταν με τη ζωή.

Πρόσεξε το βλέμμα του πατέρα της Ιζαμπέλα να κοιτάει με θλίψη το κόκκινο σημάδι. Για μια στιγμή σκέφτηκε να λυπηθεί τον ευγενή και να τον καθησυχάσει λέγοντάς του πως φέρθηκε με τρυφερότητα στη σύζυγό του. Έδιωξε γρήγορα τις σκέψεις αυτές. Πήγε στο δωμάτιό του και ζήτησε να του φέρουν το λικέρ του.

Ήταν ένας περίεργος συνδυασμός που είχε σκεφτεί από μόνος του. Είχε έντονο κόκκινο χρώμα. Κάποιοι το πέρναγαν για κόκκινο κρασί. Κάποιος τον είχε ρωτήσει κάποτε αν ήταν αίμα. Αίμα; Τι ανόητη ερώτηση. Το ήπιε αργά σκεφτόμενος τι να έκανε; Να άφηνε την νεαρή του νύφη να ξεκουραστεί ή να γυρνούσε στο δωμάτιό της; Η εικόνα από το κορμί που είχε τυλίξει στα μπλε σεντόνια ήταν η απάντησή του. Τελείωσε το λικέρ και προχώρησε στο πέρασμα.

Το είχε φτιάξει ο πατέρας του για εύκολη πρόσβαση στο δωμάτιο. Είχε μάθει από τις δικές του ερωμένες πως το συγκεκριμένο πέρασμα το χρησιμοποιούσε ο πατέρας του για να πηγαίνει στην μόνιμη ερωμένη του. Όταν είχε πάρει το θρόνο είχε διώξει τη γυναίκα και είχε αποφασίσει να αποτελεί τα διαμερίσματα της βασίλισσας. Αν ήθελε ερωμένες θα μπορούσε να τις έχει αλλά μακριά από το δωμάτιό του.

Κοίταξε καθώς έμπαινε στο δωμάτιο τη σύζυγό του. Το αλαβάστρινο δέρμα σχεδόν ακτινοβολούσε από το φως του φεγγαριού. Πόσο της ταίριαζε το μπλε…

Όχι! Δε θα χρειαζόταν κάποια ερωμένη. Σίγουρα όχι σύντομα. Πλησίασε αργά και ξάπλωσε προσεκτικά στο κρεβάτι δίπλα της. Την είδε να τον πλησιάζει μέσα στον ύπνο της. Μάλλον είχε νιώσει τη ζέστη από το σώμα του. Μικρά μουρμουρητά ακούστηκαν από τα χείλη της.

Χμμ, ακόμα κοιμόταν. Δεν την άφησε να γυρίσει μέσα στον ύπνο της. Ήθελε να εξερευνήσει όλο το κορμί της απόψε. Και τώρα ήταν η ώρα για ότι δεν είχε προλάβει. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τον ώμο της και φίλησε τον λαιμό της. Εκείνη κινήθηκε ελαφρά αλλά δεν ξύπνησε.

Ωραία, σκέφτηκε. Είχε χρόνο για να συνεχίσει την εξερεύνησή του. Άφησε απαλά φιλιά στην πλάτη της. Ένιωσε στην γλώσσα του τον ιδρώτα της από το πρώτο σμίξιμό τους. Τα μικρά βογκητά ευχαρίστησης ήταν μελωδία στα αυτιά του. Άγγιξε τα στήθη της με προσοχή και άφησε ένα χέρι να προχωρήσει κάτω. Επίπεδο στομάχι που σύντομα θα φούσκωνε με έναν από τους γιους του. Το χέρι του κατέβηκε περισσότερο και έφτασε στο κέντρο της θηλυκότητάς της. Με το που ο δείκτης του την άγγιξε εκεί η σύζυγός του τινάχτηκε.

«Τι; Τι συμβαίνει;», ρώτησε. Σίγουρα από τον ύπνο είχε χάσει την αίσθηση προσανατολισμού και γύρισε το κεφάλι της γρήγορα κοιτώντας το δωμάτιο. Το κεφάλι της γύρισε και τα μάτια της συνάντησε τα δικά του. Ένα υπέροχο κοκκίνισμα κατέκλυσε τα μάγουλά της και την είδε να χαμηλώνει το βλέμμα.

«Άρχοντά μου», στη φωνή της υπήρχε ένας τόνος παραίτησης. Την είδε να προσπαθεί να ξαπλώσει στην πλάτη της για να του δώσει μάλλον μεγαλύτερη πρόσβαση. Αυτό όμως που είδε στα μάτια της δεν του άρεσε. Θλίψη, ντροπή και παραίτηση.

Την γύρισε ώστε η πλάτη της να είναι σε κείνον και να μην τον κοιτάει. Κόλλησε το στέρνο του πάνω της και συνέχισε την εξερεύνησή του. Ήθελε να της πει κάτι, κάποια γλυκιά κουβέντα που άρεσαν στις γυναίκες. Υποσχέσεις αγάπης. Δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν ήθελε να της πει ψέματα για κάποιο λόγο.

«Σε θέλω Ιζαμπέλα», παραδέχτηκε. «Μία φορά δεν είναι αρκετή ποτέ δεν θα είναι. Πίστευα πως θα μπορούσε να σε αφήσω ήσυχη για απόψε για να ξεκουραστείς. Δεν μπορώ», την άκουσε να μουρμουρίζει σιγά κάτι για λαγνεία.

«Ναι, λαγνεία, Ιζαμπέλα. Ποτέ δεν μου έτυχε να ποθήσω κάποια περισσότερο. Θέλω να σε κάνω πάλι δική μου. Γιατί αυτό είσαι. Είσαι δική μου», συνέχισε να αγγίζει το κορμί της. Τα χέρια του πήραν την θέση που είχαν πριν ξυπνήσει. Ένα στο στήθος της και το άλλο κάτω. Τσίμπησε την ρώγα της καθώς το άλλο χάιδευε απαλά το φύλο της.

Την ένιωσε να τινάζεται πάλι από την επαφή εκεί κάτω και να προσπαθεί να απομακρυνθεί η αίσθηση ήταν πολύ έντονη για κείνη. Σε λίγο θα ήταν έτοιμη για κείνον. Το ήξερε. Την έσφιξε περισσότερο πάνω του και δάγκωσε ελαφρά την μικρή μελανιά που είχε προκαλέσει στο λαιμό της το πρωί. Η ανάσα της ήταν κοφτή αλλά δεν είχε αρθρώσει ούτε μία λέξη.

Τράβηξε τα μαλλιά της για να γυρίσει το πρόσωπό της σε κείνον. Είδε τον στιγμιαίο πόνο και μετάνιωσε που είχε χρησιμοποιήσει τόση δύναμη. Χωρίς να την αφήσει χάιδεψε το κεφάλι προσπαθώντας να την ανακουφίσει από τον πόνο και να διώξει τον φόβο από τα μάτια της.

«Ιζαμπέλα, φίλησε τον σύζυγό σου», δεν ήθελε να ακουστεί σα διαταγή και προσπάθησε να δείξει με τον τόνο του τον πόθο του για κείνη. Πίεσε με τον αντίχειρά του το ‘μαγικό’ σημείο και την είδε να κλείνει τα μάτια από ευχαρίστηση.

«Ναι, έτσι Ιζαμπέλα παραδώσου στην ευχαρίστηση που σου προσφέρω», και πίεσε πάλι. Με αυτή την κίνηση η σύζυγός του έβγαλε ένα δυνατό βογγητό. Με το δεξί της χέρι τον τράβηξε από τα μαλλιά και τον φίλησε με πάθος στα χείλη. Ενστικτωδώς το κάτω μέρος του σώματός του έκανε μία κίνηση μπροστά πιέζοντας τον ανδρισμό του ανάμεσα από τα πόδια της. Και τότε ήξερε πως ήθελε να την κάνει δική του εκείνη την στιγμή.

Με το στέρνο του ακόμα κολλημένο στην πλάτη της και χωρίς να αφήσει για μια στιγμή τα χείλη του από τα δικά της σήκωσε το δεξί της πόδι. Για αυτό έπρεπε να σταματήσει να την χαϊδεύει κάτω για λίγο.

«Όχι! Κι άλλο!», την άκουσε να ικετεύει στα χείλη του.

«Ω, λίγη υπομονή και θα σου δώσω αυτό που θέλεις», της ψιθύρισε. Σήκωσε το πόδι της αρκετά ώστε να κάτσει πάνω από τα δικά του δίνοντάς του την πρόσβαση που ήθελε. Το χέρι του ξαναγύρισε στο φύλο της.

«Μμμ, ναι», και ήταν έτοιμη για κείνον. Για την ακρίβεια θα μπορούσε να την κάνει να τελειώσει. Να της προσφέρει αυτή την επίγεια ευχαρίστηση χωρίς καν να μπει μέσα της.

«Με θέλεις Ιζαμπέλα; Θέλεις να συνεχίσω να σου προσφέρω απόλαυση;», μουρμούρισε στα χείλη της.

«Ναι», μουρμούρισε και εκείνη. Σταμάτησε να την χαϊδεύει κάτω και ένιωσε το σώμα της να προσπαθεί να πλησιάσει τα δάχτυλά του αναζητώντας την επαφή. Ανυπόμονη…

«Πες πως είσαι δική μου Ιζαμπέλα», ήλπιζε πως δεν φάνηκε στον τόνο του η ικεσία του έντονα. Τα χείλη της άφησαν τα δικά του και τα καστανά της μάτια ξεθόλωσαν.

«Τι;»

«Πες πως είσαι δική μου», είδε τον δισταγμό στα μάτια της. Και να χαμηλώνει το βλέμμα.

«Είμαι δική σας άρχοντά μου», ψιθύρισε.

Όχι! Δεν ήθελε να το ακούσει έτσι. Πίεσε καταλάθως έντονα τον αντίχειρά του πάνω της.

«Έντουαρντ!», Ναι! Αυτό ήθελε να ακούσει.

«Πες το ξανά», ήταν διαταγή αυτή τη φορά. Και πίεσε πάλι τον αντίχειρα σε εκείνο το σημείο.

«Ω, Έντουαρντ. Δική σου. Δική σου», ένα βογκητό του ξέφυγε και του ίδιο. Μπήκε μέσα της πιο γρήγορα από ότι υπολόγιζε αλλά τον σόκαρε η αντίδρασή της. Το κορμί της ανταποκρίθηκε στην εισβολή και την ένιωσε να τον σφίγγει μέσα της. Τελείωνε χωρίς εκείνος να έχει αρχίσει. Η πίεση τον τρέλανε και άρχισε να μπαίνει μέσα της με γρήγορες κινήσεις.

«Δική μου!», και κάθε φορά που το έλεγε έμπαινε με ορμή μέσα της.

Και εκείνη παραδεχόταν την δύναμή του πάνω της. Γιατί όποτε έμπαινε μέσα της έλεγε το όνομά του ή πως ήταν δική του. Μόνο δική του. Η πίεση άρχιζε ξανά και ήταν έτοιμος να τελειώσει μέσα της. Την τράβηξε σε ένα έντονο φιλί καθώς έχυνε μέσα της. Μετά από αυτό είχε καταρρεύσει από την εξάντληση και τον πήρε σχεδόν αμέσως ο ύπνος.

Όχι όμως πριν την τραβήξει πάνω του κρατώντας την από την μέση και μουρμουρίσει για μία τελευταία φορά στο αυτί της.

«Δική μου»

Κούνησε το κεφάλι του για να επανέλθει στο παρόν. Η πριγκίπισσά του γυρνούσε στο κρεβάτι της και μουρμούριζε.

Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πλησίασε αργά το κρεβάτι της. Και σοκαρίστηκε από αυτό που συνέβη. Στο μυαλό του έρχονταν εικόνες από την πρώτη τους νύχτα αλλά δεν ήταν δικές του αναμνήσεις. Ήταν δικές της. Μπορούσε να διαβάσει στον ύπνο τις σκέψεις της. Να δει τα όνειρά της.

Για πρώτη φορά μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματά της εκείνη την περίοδο. Που ήταν ακόμα αρχή και που δεν είχε ακόμα μαλακώσει εξαιτίας της. Η πρώτη τους νύχτα θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο υπέροχη, αρκετά διαφορετική ίσως. Με περισσότερη τρυφερότητα. Είδε το επόμενο πρωινό.

Πως είχε ξυπνήσει έκπληκτη που ήταν γυμνή και κοίταζε το δωμάτιο προσπαθώντας να θυμηθεί τι συνέβη. Πως είχε νιώσει ντροπή για όλη τη νύχτα. Τα χέρια της να κατεβαίνουν κάτω στο σώμα της για να καταλάβει τον πόνο που ένιωθε. Να βλέπει το στεγνό αίμα ανάμεσα στους μηρούς της και να καταλαβαίνει το νόημα του λευκού σεντονιού. Να την βλέπει έτοιμη να βάλει τα κλάματα αλλά να μην προλαβαίνει γιατί έμπαινε εκείνος στο δωμάτιο ντυμένος. Να προσπαθεί να τυλιχτεί στο σεντόνι για να κρύψει το σώμα της.

Και τότε ο κόμης ένιωσε ντροπή γιατί είδε από τα μάτια της να την κοιτάζει με υπεροψία. Να παίζει με το σπαθί στη θήκη του χωρίς να παρατηρεί πως η σύζυγός του τον κοιτούσε με τρόμο επειδή σκεφτόταν πως θα πεθάνει εκείνο το πρωινό. Πως δεν τον είχε ικανοποιήσει ή πως είχε πάρει από κείνη ότι είχε να πάρει και θα μπορούσε να την ξεφορτωθεί χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Ω, αγαπημένη μου. Αυτό πίστευες πως θα κάνω; Ανόητη μου πριγκίπισσα. Ποτέ δε θα το έκανα», αλλά εκείνη δεν τον άκουσε. Ήταν ακόμα στο όνειρο.

Τον έβλεπε να πλησιάζει και πίστευε πως θα την σκότωνε. Έκλεισε τα μάτια της περιμένοντας το χτύπημα που δεν ήρθε. Αντίθετα, ένα χέρι τράβηξε το σεντόνι από τα δικά της τρεμώμενα χέρια και ένιωσε τα χείλη του στα δικά της να την φιλάνε με πάθος.

Ο κόμης δεν αντιστάθηκε και την φίλησε και εκείνος. Ήθελε να ξανανιώσει τα χείλη της. Την ανταπόκρισή τους. Και πράγματι εκείνη ανταποκρίθηκε στο φιλί του ακόμα και αν ήταν μέσα από το όνειρό της.

«Μα είναι πρωί», την άκουσε να μουρμουρίζει στον πρίγκιπα.

Ο κόμης σηκώθηκε από το κρεβάτι και στάθηκε στην γωνία του δωματίου. Παρακολουθώντας το όνειρο της με προσοχή.

«Μα σου είπα και χτες Ιζαμπέλα. Σε θέλω όλη την ώρα», την φίλησε έντονα και τα χέρια του εξερευνούσαν το κορμί της.

«Ω, Έντουαρντ», και η Μπέλα Σουάν ξύπνησε εκείνη την ώρα από το όνειρο. Φαινόταν ζαλισμένη και να μη ξέρει τι συνέβη.

"Έντουαρντ!", μουρμούρισε καθώς άγγιζε τα χείλη της με τα δάχτυλά της. Ο κόμης παρατήρησε πως η αγαπημένη του προσπάθησε να παλέψει με τον Μορφέα για να καταλάβει το όνειρο που έβλεπε.  Όμως δε μπόρεσε να μείνει ξύπνια για να συλλογιστεί γιατί πρόφερε το όνομά του. Την πήρε ο ύπνος σχεδόν αμέσως πριν προλάβει να προσέξει την σκιά του στην άκρη του δωματίου της.