BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 4ο

«Και;», ρώτησε η Μπέλα.

«Και αυτά για απόψε», απάντησε ο κόμης.

«Τι; Δε θα μας πείτε τι γίνεται;»

«Μπέλα, ξέρεις τι ώρα έχει πάει; Ίσως ο κόμης έχει κουραστεί και θέλει να κοιμηθεί»

«Μα…», κοίταξε τον κόμη παρακλητικά. Εκείνος της έγνεψε αρνητικά. Δε θα άκουγε άλλα για απόψε. Αναστέναξε. Σήκωσε το ποτήρι για να τελειώσει το λικέρ που είχε μείνει. Μπορούσε να το πίνει τόσο εύκολα.

«Πάντως όπως είδατε τελικά δεν φλυαρήσατε καθόλου. Έχω την αίσθηση πως απόψε φλυάρησα μόνο εγώ», παρατήρησε ο κόμης. Άφησε γρήγορα το ποτήρι στο τραπέζι και σηκώθηκε. Σηκώθηκαν και οι δύο άντρες.

«Κύριοι, θα σας καληνυχτίσω. Είναι πράγματι αργά και θα πρέπει να ξαπλώσω», ο κόμης χαμογέλασε με την ιδέα να ξάπλωνε μαζί της. Έστω για να νιώσει το σώμα της να ακουμπά το δικό του.

«Έλα, Μπέλα. Θα σε συνοδέψω ως το δωμάτιό σου», ο Τζέικομπ την πήρε αγκαζέ.

«Καληνύχτα, κόμη. Θα σας δούμε το πρωί», ο κόμης συνοφρυήθηκε. Ήξερε πως έπρεπε να κάνει υπομονή. Θα ερχόταν εκείνη σε αυτόν. Το ήξερε.

«Καληνύχτα, κύριε Μπλακ. Καληνύχτα, δεσποινίς Σουάν», πήρε το χέρι της και άφησε τα χείλη του να αγγίξουν την απαλή επιδερμίδα. Την ένιωσε να ανατριχιάζει. Ωραία, ήταν σε καλό δρόμο.

Το ζευγάρι προχώρησε προς το δωμάτιο της Μπέλα. Ο Τζέικομπ θυμήθηκε πως η Μπέλα ήπιε το λικέρ στο δείπνο. Πως έγλυψε το γλυκό υγρό από τα χείλη της. Το έκανε αργά και αισθησιακά χωρίς να το καταλάβει. Αναρωτήθηκε αν είχε μείνει καθόλου λικέρ στα χείλη της. Έπρεπε να το μάθει

«Τζέικομπ», διέκοψε τις σκέψεις του. «Φτάσαμε εδώ είναι το δωμάτιό μου»

«Α, αναρωτιέμαι πως είναι. Θα μπορούσα να περάσω να το δώ;», ήθελε να την πειράξει. Ήθελε να δει τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Δε συνέβη.

«Όχι, Τζέικομπ. Είναι αργά και θέλω να κοιμηθώ», δεν ήθελε να έρθει μαζί της στο δωμάτιο. Αυτός ο χώρος ήταν προσωπικός σε εκείνη και δεν ήθελε να του τον δείξει. Ένιωθε πως θα πρόδιδε κάτι κάνοντάς το.

«Καλά. Ένα φιλί στον αρραβωνιαστικό σου για καληνύχτα έστω;», πήρε πληγωμένο ύφος για να την κάνει να νιώσει τύψεις.

«Ναι, βέβαια», απάντησε εκείνη αφηρημένα. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να του δώσει ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Εκείνος την έπιασε από την μέση και έστριψε το πρόσωπό του. Τα χείλη του αιχμαλώτισαν τα δικά της.

Η Μπέλα πάγωσε. Ήξερε πως τα ζευγάρια φιλιούνται στα χείλη. Ένας από τους τρόπους για να εκφράσει την αγάπη του ο ένας για τον άλλον. Γιατί όμως εκείνη δεν ένιωθε κάτι; Είχε διαβάσει πως με αυτά τα φιλιά έβλεπες πυροτεχνήματα, σου κοβόταν η ανάσα. Γιατί δεν της συνέβαινε;

Ο Τζέικομπ την έσφιξε περισσότερο πάνω του. Νόμιζε πως θα μπορούσε να περιμένει να την φιλήσει μετά τον γάμο τους. Όμως τα χείλη της… ήταν κάτι στο οποίο δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ήθελε να μη σταματήσει να τα φιλάει. Ήθελε να τα γευτεί. Άφησε την γλώσσα του να πάρει μία γεύση. Εκείνη τον έσπρωξε και ξέφυγε από την αγκαλιά του. Έκπληκτος την είδε να του κλείνει την πόρτα στα μούτρα και να τον καληνυχτίζει από την άλλη πλευρά της πόρτας. Ίσως δεν έπρεπε να την πιάσει απροετοίμαστη. Την καληνύχτισε και εκείνος και πήγε στο δωμάτιό του.

Η Μπέλα σκούπισε τα χείλη της. Δεν ήξερε γιατί αλλά ένιωθε βρώμικη. Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό της και ξέπλυνε το στόμα της. Άλλαξε γρήγορα στο νυχτικό της και έκατσε στο μπουντουάρ. Κοίταξε την αντανάκλασή της στον καθρέφτη. Τι της συνέβαινε; Γιατί συμπεριφερόταν έτσι; Ο Τζέικομπ ήταν ο αρραβωνιαστικός της. Είχε ακούσει από άλλες κοπέλες πως έδειχναν συχνά τέτοιου είδους φιλιά με τους δικούς τους αρραβωνιαστικούς πριν και μετά τον γάμο. Ήταν ένδειξη αγάπης και πάθους.

Ω, Θεέ μου, σκέφτηκε. Μήπως δε θα ήταν καλή σύζυγος; Μήπως δε θα μπορούσε να εκπληρώσει τα συζυγικά της καθήκοντα; Είχε λύσει τα μαλλιά της και κοιτάχτηκε πάλι στο καθρέφτη. Πήρε την βούρτσα και χτένισε τα μαλλιά της. Κυμάτιζαν απαλά. Μελέτησε με προσοχή κάθε λεπτομέρεια του προσώπου της και κάθε κίνηση που έκαναν τα χέρια της.

Ήταν μία γυναίκα ή ένα κορίτσι ακόμα; Άφησε την βούρτσα και βυθίστηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Ένιωθε πως  το κρεβάτι αυτό ήταν ένα καταφύγιο. Το στρώμα ήταν μαλακό και βυθιζόταν παίρνοντας το σχήμα του σώματός της. Αναρωτήθηκε καθώς την έπαιρνε γρήγορα ο ύπνος. Τι έκανε τελικά ο πρίγκιπας στην κοπέλα;

Άκουσε καμπάνες μέσα στον ύπνο της. Άνοιξε τα μάτια της και σηκώθηκε γρήγορα από το κρεβάτι. Δεν ήταν στο μπλε δωμάτιο. Για εκείνη δεν υπήρχε το δωμάτιο, το κάστρο, τουλάχιστον όχι ακόμα. Έβαλε γρήγορα τα παπούτσια που είχε και μία μαύρη κάπα για να κρύψει το νυχτικό της. Τα μαλλιά της ήταν λυτά. Έβαλε στα γρήγορα την κουκούλα. Δεν προλάβαινε να τα μαζέψει και δεν ήταν πρέπον να την δουν έτσι στην πόλη.

Φώναξε τον πατέρα της αλλά δεν ήταν στο σπίτι. Θα πρέπει ήδη να είχε πάει στην πλατεία. Βγήκε και άρχισε να τρέχει. Ο πατέρας της αγαπούσε τους συμπολίτες του και πάντα προσπαθούσε να τους βοηθήσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ήταν κάτι που είχαν κοινό. Για αυτό είχε αποφασίσει να πάει στο μοναστήρι. Ήθελε να βοηθήσει τον κόσμο με το δικό της τρόπο ακόμα και αν δεν είχε τόση επιτυχία όση ο πατέρας της. Την επόμενη βδομάδα θα εγκατέλειπε τα εγκόσμια και αν ήταν σήμερα η τελευταία βραδιά που θα μπορούσε να βοηθήσει τους συμπολίτες της θα το έκανε με ευχαρίστηση.

Έφτασε στην πλατεία και είδε τον κόσμο που είχε μαζευτεί.

«Τι συμβαίνει», ρώτησε. Και τότε άκουσε την φωνή του. Ήταν ο πρίγκιπας και μιλούσε για μία επικείμενη θανάτωση κάποιων ανδρών με την κατηγορία της προδοσίας. Στο φως ενός πυρσού φάνηκε το πρόσωπο του πατέρα της.

«Όχι!», ούρλιαξε και έτρεξε προς το μέρος του. Δεν την άφησαν να τον πλησιάσει. Παρακάλεσε τον πατέρα της να διαψεύσει τις κατηγορίες αλλά η αντίδρασή του επιβεβαίωσε την ενοχή του. Άρχισε να ικετεύει τον πρίγκιπα για έλεος αλλά εκείνος ήταν αδιάφορος. Δεν είχε γυρίσει καν να την κοιτάξει. Τα μαλλιά του φαίνονταν κόκκινα στο φως των πυρσών. Κόκκινο της κολάσεως, σκέφτηκε.

«Τότε αφήστε με να πάρω εγώ τη θέση του», τον παρακάλεσε αποφασιστικά. Τον είδε να γυρνάει και να την κοιτάει. Δε μπορούσε να δει τα μάτια του αλλά ένα ρίγος την διαπέρασε.

«Θα έκανες κάτι τέτοιο; Γιατί;», η φωνή του ήταν σαν βελούδο αλλά και ψυχρή σαν πάγος», ξεροκατάπιε και του απάντησε.

«Γιατί αγαπάω τον πατέρα μου και δε θέλω να πεθάνει. Είναι καλός άνθρωπος. Όλη η πόλη γνωρίζει για τις αγαθοεργίες του. Έχει βοηθήσει τόσο κόσμο. Πιστέψτε με. Προτιμώ να πάρω εγώ τη θέση του. Η πόλη τον χρειάζεται. Μπορεί να προσφέρει τόσα πολλά», είδε τον πρίγκιπα να στρέφεται στον πατέρα της.

 Άκουσε τον πατέρα της να τον κατηγορεί για την σκληρότητα και την ψυχρότητά του στο τρόπο που διοικούσε. Ήξερε πως ο πατέρας της διαφωνούσε με τον τρόπο που διοικούσε ο πρίγκιπας αλλά ποτέ δεν περίμενε μία τέτοια αντίδραση από κείνον.

Η απάντηση όμως του πρίγκιπα την εξέπληξε πραγματικά. Την χαρακτήρισε σοφή για τον τρόπο που αντέδρασε. Δε περίμενε ποτέ να ακούσει ένα τέτοιο κοπλιμέντο από άνδρα και ειδικά τον συγκεκριμένο. Ο πατέρας της προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη. Άκουσε τις ικεσίες του αλλά είχε πάρει την απόφασή της. Τον αγκάλιασε σφιχτά και του είπε πως τον αγαπούσε.

Σηκώθηκε και πλησίασε τον πρίγκιπα με σκυμμένο το κεφάλι

 «Υποσχεθείτε μου πως δε θα τον τιμωρήσετε μετά», δε θα άντεχε συνέβαινε κάτι στον πατέρα της. Άκουσε τα μουρμουρητά των συμπολιτών της. Γνωστοί, αγαπημένοι φίλοι. Δε θα τους έβλεπε ξανά. Στάθηκε πλάι στον πρίγκιπα

 «Ακούστε με», η φωνή του  ήταν επιβλητική όπως η παρουσία του στο χώρο. «Είσαστε μάρτυρες αυτών που θα πω. Αυτή η κοπέλα προσέφερε τη ζωή της σε μένα απόψε για να σώσει τον πατέρα της. Απόψε δε σώζει μόνο εκείνον αλλά και τις ζωές των υπολοίπων», τον κοίταξε έκπληκτη πίσω από την κάπα της. Όσο μπορούσε τουλάχιστον. Χαμογέλασε θλιμμένα. Απόψε έσωζε παραπάνω από μία ζωές με την θυσία της.

Άκουσε για την τιμωρία με το πυρωμένο σίδερο και έσφιξε τις γροθιές της. Την ρώτησε άμα συμφωνεί. Το όνομά της από τα χείλη του ήχησε περίεργα στα αυτιά της, σαν μελωδία. Τι την ρώτησε; Άμα συμφωνούσε; Οι άνδρες δε θα γλίτωναν την ταπείνωση αλλά θα ζούσαν. Το αντίτιμο ήταν μικρό μπροστά σε αυτό το δώρο.

 «Συμφωνώ», απάντησε. Προσπάθησε να ακουστεί θαρραλέα. Άκουσε τις φωνές των γυναικών που την ευχαριστούσαν που έσωζε τις οικογένειές του.

 «Ωραία. Τότε μπροστά στον κόσμο. Θέλω να ορκιστείς πως προσφέρεις την ζωή σου σε μένα. Πως μου ανήκει για να αποφασίσω πως θα τελειώσει. Πως μου ανήκεις!», ένιωσε την φωνή του καθώς στάθηκε από πίσω της. Ψυχρή και τόσο βελούδινη, σχεδόν υπνωτική. Γιατί ένιωθε πως οι συνέπειες θα ήταν μεγαλύτερες; Γιατί όταν πρόφερε πως θα του άνηκε ρίγησε από φόβο; Όμως δε μπορούσε να κάνει πλέον πίσω. Πήρε μια βαθιά ανάσα.

 «Το υπόσχομαι», είπε με γενναιότητα. Είδε τους στρατιώτες να σημαδεύουν τους άντρες με το πυρωμένο σίδερο. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να μην ακούσει τα ουρλιαχτά από τον πόνο. Ένα μικρό τίμημα για τη ζωή τους, επαναλάμβανε την φράση στο μυαλό της.

Άνοιξε τα μάτια της ύστερα από λίγο. Οι άνδρες ήταν γονατισμένοι. Οι γυναίκες και τα παιδιά τους τούς είχαν αγκαλιάσει. Μόνο ο πατέρας της δε δεχόταν την στοργή των άλλων. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω της. Μια σιωπηλή ικεσία να αλλάξει γνώμη. Τα πάντα γύρω της γινόντουσαν φωτεινότερα καθώς οι στρατιώτες πλησίαζαν με τους πυρσούς.

 «Γονάτισε Ιζαμπέλα», είχε έρθει η ώρα. Γονάτισε όπως την ώρα της προσευχής. Η μόνη διαφορά ήταν στο τρόπο που είχε τα χέρια της. Δεν ήταν πιασμένα μεταξύ τους αλλά έπεφταν στο πλάι. Ένα είδος παραίτησης από μέρους της.

 «Θυμάσαι Ιζαμπέλα τι ορκίστηκες;», ένιωσε την αντανάκλαση του φωτός από τους πυρσούς που προκαλούσε η λάμα στο πρόσωπό της. Ένα ελαφρύ τσίμπημα της άκρης του ξίφους στο λαιμό της υπογράμμισε την απαίτησή του για απάντηση. Στο μυαλό της ήρθαν τα λόγια του.

 «Ναι», ψιθύρισε εκείνη. Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε την τελευταία φράση του. ‘Μου ανήκεις’. Η ανάσα της άρχισε να βγαίνει κοφτή καθώς συνειδητοποιούσε το πραγματικό νόημα των δύο λέξεων. Όχι! Ούρλιαξε από μέσα της. Πήγε να ανοίξει το στόμα της αλλά δεν πρόλαβε.

«Ωραία!», τον άκουσε να λέει θριαμβευτικά. Ήταν αργά πλέον.

Η λάμα του ξίφους έκοψε το σχοινί που έδενε την κάπα της η οποία έπεσε κάτω. Τον είδε να βάζει το ξίφος στη θήκη του. Και εκείνη ήταν με τα μαλλιά λυτά και το νυχτικό της. Πόσο άσεμνο και ταπεινωτικό! Δάκρια κύλησαν στα μάγουλά της. Δική του για να την κάνει ότι θέλει. Γιατί δεν κατάλαβε νωρίτερα το πραγματικό νόημα των λέξεων; Θα μπορούσε να αντέξει τις συνέπειες; Το δεξί του χέρι έπιασε το πιγούνι της και το σήκωσε. Τα δάχτυλά ήταν τόσο απαλά όμως δεν υπήρχε καμία τρυφερότητα στην κίνησή του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να σταματήσει τα δάκρια και να δει καθαρά πλέον το πρόσωπό του.

Σμαράγδια! Ένιωσε φόβο να κυριεύει όλο της το κορμί. Τι θα της έκανε; Τα μάτια του ήταν ψυχρά όπως η φωνή του αλλά πανέμορφα. Τώρα καταλάβαινε τις φήμες για τις γυναίκες που τον είχαν ερωτευθεί. Ένα βλέμμα του και  ήταν υπό την επήρεια της σκοτεινής του γοητείας. Ένιωθε να την επηρεάζει ήδη. Έκλεισε τα μάτια για να σπάσει το ξόρκι.

«Άνοιξε τα μάτια σου, Ιζαμπέλα», την πρόσταξε. Το έκανε δεν είχε άλλη επιλογή. Βυθίστηκε πάλι στα μάτια του.

«Σου δίνω μία τελευταία ευκαιρία για να αλλάξεις γνώμη, Ιζαμπέλα, επειδή ίσως δεν είχα εκφράσει καθαρά πιο πριν τι θέλω από σένα»

«Τι θέλετε από μένα άρχοντά μου;», ψιθύρισε. Ο αντίχειράς του χάιδεψε το κάτω χείλος της. Έσκυψε και της ψιθύρισε στο αυτί.
«Τα πάντα. Θέλω τα πάντα από σένα, Ιζαμπέλα. Μπορείς να μου τα προσφέρεις; Αν μου τα προσφέρεις σώζεις 5 ζωές», η ζεστή του ανάσα της έκαψε τον λαιμό και τα λόγια του την έκαναν να πάρει άθελά της μια βαθιά ανάσα. Τον μύρισε στον αέρα. Κάτι πικάντικο και γλυκό συνάμα. Ήθελε να το γευτεί.

Άνοιξε τα μάτια της. Τι σκεφτόταν; Ποτέ δεν είχε σκεφτεί έτσι στη ζωή της. Γιατί ήθελε να τον γευτεί; Πως θα το έκανε αυτό; Και αυτό το άτομο ήταν ο άρχοντάς της. Ο άνδρας που κρατούσε την μοίρα όχι μόνο τη δικιά της αλλά και του πατέρα της στα χέρια του εκείνη την στιγμή.

«Λοιπόν, Ιζαμπέλα;», το πρόσωπό του είχε πλησιάσει επικίνδυνα το δικό της. Κανονικά θα ήθελε να απομακρυνθεί από την τόσο κοντινή απόσταση. Κανένας άνδρας εκτός από τον πατέρα της δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά σε κείνη. Δεν είχε χορέψει ποτέ με κανέναν ούτε στις μεγάλες γιορτές της πόλης της. Δεν της άρεσε ο χορός.

Δεν της άρεσαν πολλά πράγματα αλλά δεν την ενοχλούσε τόσο που ήταν τόσο κοντά της. Ίσως ήταν τα μάτια του. Πριν ήταν τόσο ψυχρά αλλά τώρα θα έπαιρνε όρκο πως κρυβόταν από πίσω τους τρυφερότητα. Είχε άδικο. Ο πρίγκιπας μπορεί να ήταν σκληρός αλλά της πρόσφερε την ευκαιρία να αλλάξει γνώμη.

Εκείνη την στιγμή ήταν σίγουρη πως αν έκανε πίσω στην συμφωνία δε θα την υποχρέωνε. Σκληρός και δίκαιος. Τι περίεργος συνδυασμός. Όμως εκείνη ήταν ένα άτομο με αρχές. Θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του. Θα μπορούσε να ξαπλώσει μαζί του; Να μοιραστούν το ίδιο κρεβάτι; Εδώ δεν είχε ποτέ σκεφτεί την πιθανότητα να παντρευτεί. Πως θα μοιραζόταν ένα κρεβάτι με έναν άνδρα χωρίς να είναι καν ενωμένοι από τα ιερά δεσμά του γάμου;

Και άλλα ερωτήματα της ήρθαν στο μυαλό. Θα της ζητούσε να ξαπλώσει μαζί του; Ή θα την είχε ως υπηρέτρια στο κάστρο; Μια κοπέλα που άνηκε στην ομάδα των ευγενών αν και δεν ήταν γαλαζοαίματη σε δουλειές που δεν είχε ποτέ κάνει και που δεν ήταν πρέπον να κάνει. Ένδειξη ταπείνωσης για να τιμωρήσει τον πατέρα της; Χιλιάδες ερωτήματα και εναλλακτικές χωρίς απάντηση. Ποτέ δε θα είχε το κουράγιο να τον ρωτήσει. Έδωσε την μόνη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει.

«Άρχοντά μου, έδωσα μία υπόσχεση με σκοπό να σώσω αυτούς τους άνδρες. Σκοπεύω να την κρατήσω», είχε σκύψει το κεφάλι της πάλι. Δεν άντεχε να προφέρει αυτά τα λόγια κοιτάζοντάς τον.

Εκείνος όμως δεν την άφησε. Της έπιασε το πιγούνι και το έφερε κοντά στο δικό του. Λίγα εκατοστά τους χώριζαν πλέον.

«Θέλω να το πεις κοιτώντας με στα μάτια», η ανάσα του την ζάλισε. Ξέχασε το πλήθος που κοίταζε την περίεργη εξέλιξη. Υπήρχε μόνο αυτός και εκείνη.

«Είμαι δική σας», ψιθύρισε. Ρίγησε ολόκληρη. Μπορεί να ήταν από την δήλωσή της, μπορεί να ήταν από το κρύο.

«Δική μου», ψιθύρισε και κείνος. Υπήρχε μία θλίψη στον τόνο του ή ήταν ιδέα της; Σηκώθηκε και την πήρε δίπλα του.

«Μπορείτε να γυρίσετε στα σπίτια σας», είπε στο πλήθος. Ήταν παγωμένοι από αυτό που είχαν δει. Τι να σκέφτονταν, αναρωτήθηκε η κοπέλα. Δεν ήθελε να τους κοιτάξει όμως. Ένιωσε το χέρι του στην πλάτη της να την σπρώχνει ήρεμα.

«Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Έλα», και εκείνη προχώρησε αυτόματα. Δε μπορούσε να κάνει πλέον πίσω. Έπρεπε να προχωρήσει. Πήγε να πάρει την κάπα της αλλά δεν την άφησε σα να της έλεγε με την κίνηση αυτή πως έπρεπε να αφήσει πίσω την παλιά της ζωή. Οι στρατιώτες ήδη είχαν ανέβει στα άλογά τους και τους περίμεναν.

Ο πρίγκιπας δε βιαζόταν προχώρησε αργά μαζί της μέχρι που έφτασαν μπροστά σε ένα μαύρο άλογο. Χωρίς να πει τίποτα την έπιασε από την μέση και την ανέβασε στο άλογο. Προσπάθησε να κρατηθεί από τα χαλινάρια για να μη χάσει την ισορροπία της και πέσει. Είδε ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του. Τον διασκέδαζε η αδεξιότητά της.

Ανέβηκε και κείνος. Έβγαλε την κάπα του και την έβαλε. Πήγε να βάλει την κουκούλα αλλά δεν την άφησε.

«Θέλω τα μαλλιά σου να κυματίζουν στον αέρα και το πρόσωπό σου να μη κρύβεται από μένα», και άγγιξε μία τούφα. Την έφερε πιο κοντά του και τώρα ένιωθε παγιδευμένη ανάμεσα στο σώμα του και τα χέρια του. Ήταν ζεστός και σε όποια σημεία η κάπα δεν την προστάτευε το σώμα του την ζέσταινε. Ενστικτωδώς κόλλησε πάνω του περισσότερο.

Έδωσε το σήμα και όλοι ξεκίνησαν. Οι πυρσοί έσβηναν γρήγορα από τον αέρα και πλέον κάλπαζαν μέσα στη νύχτα με μόνο οδηγό το φεγγάρι. Ο αέρας φύσαγε έντονα και τα μαλλιά της που έφτανα έως την μέση κυμάτιζαν ελεύθερα.

Ήθελε να κοιτάξει τα τοπία που περνούσαν μέσα στη νύχτα αλλά ένιωθε την κούραση και την νύστα να την κυριεύουν. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του. Ήταν ωραία η αίσθηση. Καθώς βυθιζόταν στο σκοτάδι τον άκουσε να μουρμουρίζει.

«Δική μου!»