BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Κεφάλαιο 8ο

Κεφάλαιο 8ο

«Είσαι καλά Μπέλα;», η νεαρή κοπέλα σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε τον αρραβωνιαστικό της που την κοιτούσε ανήσυχα. Δεν ήξερε τι να του πει. Θολά, περίεργα όνειρα την στοίχειωσαν χτες. Όνειρα που έκαναν το κορμί της να ανατριχιάζει, όπως τότε που παραλίγο να φιλήσει…

Όχι! Δεν μπορούσε να σκέφτεται τέτοια πράγματα. Δεν ήταν πρέπον. Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει στον μέλλοντα σύζυγό της. Η σκέψη την έκανε να ριγήσει.

«Ναι, Τζέικομπ. Καλά είμαι. Λίγο κουρασμένη αλλά κατά τ’ άλλα μια χαρά», ο νεαρός Μπλακ φάνηκε να ικανοποιείται με την απάντησή της.

«Ευτυχώς! Ο κοντινότερος γιατρός είναι μισή ώρα με την άμαξα και από ότι έμαθα από τον Μάικ αρκετά απασχολημένος σήμερα»

«Τι εννοείς;», ρώτησε η Μπέλα ανήσυχα.

«Ο Μάικ μου είπε πως βρέθηκε ένας άνδρας δολοφονημένος σε ένα σοκάκι. Χωρίς ούτε μία σταγόνα αίμα. Και …», σταμάτησε βλέποντας την αρραβωνιαστικιά του να χάνει το ελάχιστο χρώμα στα μάγουλά της.

Τι ανόητος που ήταν μιλούσε για κάτι τόσο μακάβριο σε μία κοπέλα. Μπορεί να γνώριζε χρόνια την Μπέλα αλλά δεν ήταν σωστό να την συγχύζει με τέτοιο τρόπο. Ήταν ευαίσθητο άτομο και το ήξερε πολύ καλά.

«Μπέλα, συγνώμη. Δεν είναι πράγματα για να τα ακούσει μία κοπέλα αυτά», εκείνη κοίταζε το μισογεμάτο πιάτο της. Το πρωινό δεν της φαινόταν πλέον μία ελκυστική ιδέα. Όμως κάτι την έκανε να ρωτήσει.

«Και;»

«Τι εννοείς και;»

«Όταν μιλούσες για τον άνδρα ήθελες να πεις και κάτι άλλο πριν σταματήσεις», ο νεαρός Μπλακ τράβηξε λίγο τον γιακά του πουκαμίσου του. Ένιωθε να πνίγεται ελαφρώς. Πως μπορούσε να της μιλήσει; Πως μπορούσε να αλλάξει την ροπή που είχε πάρει η συζήτηση;

«Σε παρακαλώ», και τα καστανά της μάτια τον κοίταξαν. Τα γλυκά, αθώα μάτια που τον έκαναν να αποφασίσει πως ήθελε να παντρευτεί αυτή την κοπέλα για να την προστατέψει από την κακία του κόσμου.

Τα μάτια του χαμήλωσαν και είδαν τον λεπτό λαιμό της και την λευκή επιδερμίδα, σχεδόν αλαβάστρινη, που το φόρεμά της άφηνε να φανεί. Ήθελε να δει περισσότερη από αυτή την επιδερμίδα. Να την αγγίξει. Κάτι είχε αλλάξει μέσα του τις τελευταίες μέρες αλλά δεν ήξερε τι.

«Τζέικομπ»

Πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε τα μάτια του.

«Ο δόκτωρ Κάλεν αυτή την στιγμή φροντίζει μία κοπέλα που ήπιε ποντικοφάρμακο. Από τα κουτσομπολιά του Μάικ κατάλαβα πως ήταν δεμένη συναισθηματικά με τον άντρα που δολοφονήθηκε στο σοκάκι», η ανάσα της Μπέλα κόπηκε από την τραγικότητα του γεγονότος.

«Δηλαδή πήγε να αυτοκτονήσει όταν έμαθε πως ο αγαπημένος της πέθανε. Λογικό…», και εκείνη το ίδιο θα έκανε στη θέση της κοπέλας.

«Λογικό; Μπέλα τι λες; Πες μου πως ποτέ δε θα έκανες κάτι τόσο ανόητο»

Ανόητο; Η Μπέλα αναρωτήθηκε γιατί ο Τζέικομπ το έβρισκε αυτό ανόητο. Αγαπούσε τον Τζέικομπ σίγουρα αλλά εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε κάτι. Ενώ ήταν σίγουρη πως θα έκανε πολλά πράγματα για να τον προστατέψει, ήξερε πως αν πέθαινε θα υπήρχε μόνο ένα τεράστιο κενό. Όχι, απελπισία, ούτε απόγνωση. Θα μπορούσε να αντέξει την απώλειά του.

«Έχεις δίκιο», μουρμούρισε στον Τζέικομπ για να τον καθησυχάσει. «Ανόητο…», είδε πως ο Τζάσπερ την κοιτούσε περίεργα και αποφάσισε να αλλάξει θέμα.

«Είπες δόκτωρ Κάλεν ή μου φαίνεται; Νόμιζα πως ο γιατρός λεγόταν Γουίλσεν»

«Ο κύριος Γουίλσεν πήρε άδεια και ζήτησε από έναν παλιό του φίλο από το πανεπιστήμιο να έρθει να τον αντικαταστήσει. Από τα λίγα που έμαθα ο δόκτωρ Κάλεν ακολουθεί κάποιες πιο ιδιαίτερες μεθόδους»

«Ιδιαίτερες μεθόδους;», ο νεαρός Μπλακ έσπρωξε την καρέκλα του κοντά της.

«Ναι. Ο πατέρας του βλέπεις ήταν πάστορας και πιστεύει στον συνδυασμό πίστης και επιστήμης. Κάτι του τύπου πως για να θεραπευτεί κάποιος θα πρέπει πρώτα να θεραπεύσουμε την ψυχή του. Βλέπεις στην καταγωγή του είναι Ιρλανδός και πιστεύει πολύ στους μύθους και στη μαγεία»

«Λίγο περίεργο αυτό για τον γιο ενός πάστορα», παρατήρησε η Μπέλα.

«Ίσως, όμως όταν ο τόπος κάποιου έχει συνδεθεί με τέτοια πράγματα είναι φυσικό να επηρεάζεται», σήκωσε το ρολόι του και είδε την ώρα.

«Πρέπει να σε αφήσω και να πάω να συνεχίσω τη δουλειά στο γραφείο του κόμη. Δεν τον είδα καθόλου και θα ήθελα να συζητήσω κάποια πράγματα μαζί του», δεν παρατήρησε τα χέρια της Μπέλα να σφίγγουν με δύναμη το τραπεζομάντηλο.

Έσκυψε και πήγε να την φιλήσει στα χείλη όμως το κρώξιμο από ένα κοράκι τρόμαξε την νεαρή κοπέλα η οποία στράφηκε προς τον θόρυβο. Έτσι τα χείλη του κατέληξαν στο μάγουλό της.

«Θα σε δω αργότερα», μουρμούρισε.

«Ναι, αργότερα», συμφώνησε εκείνη.

Βγήκε από την τραπεζαρία και κατευθύνθηκε με γρήγορες κινήσεις στο γραφείο του κόμη. Άνοιξε την πόρτα και ένιωσε ένα ψύχος να τον τυλίγει.

Πως γίνεται αυτός ο χώρος να είναι τόσο κρύος, αναρωτήθηκε.

«Καλημέρα, κύριε Μπλακ», ακούστηκε μία φωνή από πίσω του.

Γύρισε και είδε τον κόμη να στέκεται στον τοίχο δίπλα από την πόρτα. Μέσα στη βιασύνη του να μπει δεν τον είχε προσέξει. Έσκυψε το κεφάλι του σε υπόκλιση.

«Καλημέρα, κύριε Μάσεν»

«Άκουσα πως είχαμε κάποιες τραγωδίες στην πόλη την χτεσινή νύχτα», η φωνή του δεν έδειχνε ίχνος ζεστασιάς και το πρόσωπό του ήταν μια μάσκα χωρίς συναισθήματα.

Πως δεν το είχα προσέξει κάποια άλλη φορά; Σκέφτηκε ο νεαρός Μπλακ.

«Ναι, με ενημέρωσε ο Μάικ το πρωί. Η κοπέλα είναι μεταξύ ζωής και θανάτου. Ελπίζω ο δόκτωρ Κάλεν να καταφέρει να την σώσει»

«Κάλεν… Δεν ήξερα πως άλλαξε ο γιατρός στην πόλη»

«Έφτασε πρόσφατα με την σύζυγό του. Από ότι κατάλαβα είναι λαμπρός επιστήμονας αν και λίγο εκκεντρικός στις θεραπείες του», ο κόμης γύρισε την πλάτη του στον νεαρό Μπλακ κάνοντας πως κοίταζε κάποια χαρτιά.

«Αλήθεια; Αυτό είναι πολύ καλό για την μικρή μας πόλη και μεγάλη τιμή», έσφιξε λίγο έντονα τα χαρτιά του και τα μάτια του έγιναν για μια στιγμή κόκκινα.

«Θα έχετε κάποιο πρόβλημα αν σας αφήσω μόνο σας με τα χαρτιά μου; Θα ήθελα να μιλήσω με τον κύριο Γουίτλοκ σχετικά με κάποιες αγορές που θα πρέπει να κάνει για το κάστρο»

«Βεβαίως, κόμη. Κανένα πρόβλημα», ο κόμης στράφηκε σε εκείνον και χαμογέλασε ελαφρά. Το χαμόγελο δεν έφτασε στα μάτια του που είχαν ξαναγίνει μαύρα.

«Ωραία. Σας χαιρετώ για την ώρα», και βγήκε από το γραφείο με χάρη.

Ο νεαρός Μπλακ ένιωσε την θερμοκρασία στο δωμάτιο να επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα. Περίεργο, σκέφτηκε. Λες και ο κόμης προκάλεσε αυτό το ψύχος. Όμως δεν κάθισε να το σκεφτεί περισσότερο. Έβγαλε το σακάκι του και σήκωσε τα μανίκια του.

Είχε πολύ δουλειά με την αρχειοθέτηση και δεν ήθελε να λερώσει τα ρούχα του με το μελάνι που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει.

Ο κόμης προχώρησε με γρήγορα βήματα στην κουζίνα.

«Γουίτλοκ», ο νεαρός στράφηκε στον κόμη. Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά από το βλέμμα του κόμη υποψιάστηκε πως ήταν μία τρικυμία έτοιμη να ξεσπάσει. Ξεροκατάπιε.

«Μάλιστα, κόμη πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω;», ο κόμης τον πλησίασε με δυο δρασκελιές και τον έπιασε από τον λαιμό.

Ο Τζάσπερ δεν πρόλαβε να φωνάξει από έκπληξη. Το χέρι του κόμη ήταν σφιχτό στο λαιμό του και δεν μπορούσε να αναπνεύσει.

«Έμαθα μόλις τώρα πως η πόλη απέκτησε νέο γιατρό. Γιατί εγώ δεν ξέρω τίποτα;»

«Άρχοντά μου δεν ήθελα να σας απασχολήσω με κάτι τόσο ασήμαντο»

«Ασήμαντο; Ο Κάρλαϊλ Κάλεν βρίσκεται εδώ πέρα στη γη μου και εσύ το θεωρείς ασήμαντο; Ίσως θα έπρεπε να απελευθερώσω το μυαλό σου από πράγματα που σε κάνουν να ξεχνάς τα καθήκοντά σου απέναντί μου», ο Τζάσπερ κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε ο κόμης.

Η Άλις! Όχι! Δεν μπορούσε να την χάσει. Την αγαπούσε τόσο πολύ θα έκανε τα πάντα για κείνη. Ήδη το έκανε. Δεν μπορούσε να ζήσει, να αναπνεύσει χωρίς εκείνη. Πρόσεξε το βλέμμα του κόμη να μαλακώνει για μια στιγμή. Τα μάτια του φάνηκαν να αλλάζουν χρώμα. Ήταν πράσινα ή ήταν η ιδέα του; Ο κόμης τον άφησε και έπεσε στο πάτωμα. Άρχισε να βήχει και προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες.

«Ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντά σου Τζάσπερ είναι να με ενημερώνεις σε οποιαδήποτε αναφορά του ονόματος Κάρλαϊλ Κάλεν. Θα κατέβεις στην πόλη για ψώνια σήμερα και φρόντισε να μαζέψεις όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για εκείνον και για τη σύζυγό του. Κατάλαβες;»

«Μάλιστα, άρχοντά μου. Για όλους ακόμα και για τα παιδιά του», είδε τον κόμη να τον κοιτάζει σαν να ήξερε κάτι.

«Δεν έχουν παιδιά. Ποτέ δεν θα έχουν…», γύρισε την πλάτη του και τον άφησε μόνο του στην κουζίνα.

Ο κόμης προχώρησε στους σκοτεινούς διαδρόμους του κάστρου. Τα βήματά του από ένστικτο, ίσως από ανάγκη τον οδήγησαν έξω από το μπορντό δωμάτιο. Άνοιξε με δισταγμό την πόρτα και μπήκε μέσα. Στον αέρα μύρισε το άρωμα της αγαπημένης του. Το είχε δει, είχε βρεθεί εδώ μέσα έστω για λίγο.

Προχώρησε στο κρεβάτι και ξάπλωσε με προσοχή. Για μια στιγμή ήθελε να προσποιηθεί πως όλα ήταν μία ψευδαίσθηση. Πως δεν ήταν…

«Δαίμονα!», τα λόγια μιας φωνής που είχε μισήσει ήχησαν στο κεφάλι του. Μία φωνή που δεν είχε ακούσει παρά 15 χρόνια πιο πριν.

Στο μυαλό του είδε έναν νεαρό άντρα με ξανθά μαλλιά και γκρι μάτια να τον κοιτάνε με αποφασιστικότητα. Στο χέρι του κρατούσε έναν σταυρό και στον άλλο αγιασμό.

«Γύρνα εκεί που ανήκεις και άσε τους ζωντανούς ήσυχους», τα μάτια του άστραφταν με αποφασιστικότητα και γενναιότητα.

Είδε τον εαυτό του να επιτίθεται στον άνδρα και να τον στέλνει στο άλλο άκρο της κατοικίας. Το σύριγμά που βγήκε από τα χείλη του ήταν τρομακτικό.

«Και που ανήκω Κάλεν; Ο παράδεισος με απαρνήθηκε και η κόλαση δε με δέχεται. Ο Θεός σου, αυτός που υπερασπίστηκα κάποτε τόσο πολύ, με εγκατέλειψε όταν εγκατέλειψε τον πολυτιμότερό μου θησαυρό. Ναι, είμαι καταραμένος αλλά η ύπαρξη μου θα συνεχίζει να βασανίζει τους άλλους μέχρι να βρω γαλήνη»

«Οι μαύρες ψυχές δεν βρίσκουν γαλήνη. Είσαι ένας δολοφόνος που ζει από το αίμα των ζωντανών», ο Κάρλαϊλ σήκωσε το παλούκι και προχώρησε με αποφασιστικότητα προς τον βρικόλακα.

Ο κόμης απέφυγε το χτύπημα του νεαρού και τον έσπρωξε μακριά. Το ξύλο έπεσε από τα χέρια του Κάρλαϊλ και ο κόμης το πήρε στα δικά του χέρια.

«Μπορεί να είσαι γρήγορος Κάρλαϊλ αλλά εγώ θα είμαι πάντοτε γρηγορότερος από σένα. Ελπίζω να έκανες τις προσευχές σου και να ζήτησες άφεση αμαρτιών γιατί απόψε θα πεθάνεις», τίναξε με δύναμη το μυτερό ξύλο με σκοπό να καρφωθεί στον δρ Κάλεν.

«Όχι!», ακούστηκε από μία μικρή απόσταση και μία νεαρή κοπέλα με καραμελί μαλλιά έτρεξε για να μπει ανάμεσα. Το ξύλο καρφώθηκε στην κοιλιά της. Και έπεσε στην αγκαλιά ενός έκπληκτου Κάρλαϊλ.

«Έσμε!», ο Κάρλαϊλ ούρλιαξε.

Αγκάλιασε σφιχτά τη νεαρή κοπέλα που πλέον αιμοραγούσε. Το πάτωμα είχε γεμίσει με αίμα αλλά ο κόμης για πρώτη φορά δεν ελκυόταν από την ιδέα να γευτεί αυτό το αίμα. Ποτέ δε θα μπορούσε να πιει το αίμα ενός…

«Το μωρό! Γιατί με ακολούθησες; Σου είπα πως ήταν επικίνδυνα και πως έπρεπε να μείνεις μακριά για να κρατήσεις εσένα και το μωρό ασφαλές. Δεν θα αντέξω να χάσω κάποιον από εσάς», ο Κάρλαϊλ είχε ξεχάσει την αποστολή του να σκοτώσει των άρχοντα των βρικολάκων. Όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στη νεαρή του σύζυγο και στην ελαφρά φουσκωμένη κοιλιά της.

Το ξύλο που ήταν καρφωμένο εκεί έδινε μία εικόνα σουρεαλιστική. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ο κόμης τον πλησίασε αποφεύγοντας το αίμα που έρρεε στο πάτωμα.

«Είδες για άλλη μια φορά τι έκανε ο Θεός σου; Αν δεν ακολουθούσες το θέλημά του όπως λες, δε θα ήταν έτσι, στα πρόθυρα του θανάτου. Δε θα στην σώσει όπως δεν έσωσε τη δική μου γυναίκα», ο Κάρλαϊλ τον κοίταξε με έκπληξη καθώς από τα γκρι του μάτια κυλούσαν δάκρια. Δεν ήξερε πως ο βρικόλακας είχε κάποτε σύντροφο. Σίγουρα θα ήταν δαίμονας σαν και εκείνον.

«Ποτέ μην σκεφτείς την Ιζαμπέλα μου σαν δαίμονα», απείλησε ο κόμης. Τα χέρια του πήγαν στο ξύλο που εξείχε. Ο Κάρλαϊλ προσπάθησε να τραβηχτεί μαζί με την λιπόθυμη Έσμε αλλά ο κόμης δεν τον άφησε. Τράβηξε απότομα το ξύλο και πίεσε την πληγή με τον μανδύα του καθώς μουρμούριζε ακατανόητες φράσεις για τον γιατρό.

«Θα πρέπει να ξεχάσεις την ιδέα να αποκτήσεις απογόνους Κάρλαϊλ. Και να είσαι ευγνώμων σε μένα και όχι στον Θεό σου που θα ζήσει. Δες το σαν μία προσφορά εκ μέρους μου για να σταματήσεις το ανόητο κυνηγητό εναντίον μου»

«Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τέτοιο πράγμα. Έχω ήδη δώσει όρκο στον Κύριο πως θα εξοντώσω τον πρώτο βρικόλακα, την αρχή του κακού»

Ο κόμης χαμογέλασε ειρωνικά. Σηκώθηκε και πέταξε στην άκρη το ξύλο. Είχε ξεχάσει πως το κρατούσε όλη αυτή την ώρα.

«Και ποιος σου είπε Κάρλαιλ πως εγώ είμαι ο πρώτος βρικόλακας; Κατηγορούσαμε πάντοτε την Εύα για το προπατορικό αμάρτημα Κάρλαϊλ αλλά θα μοιραστώ ένα μυστικό μαζί σου. Για το προπατορικό αμάρτημα υπεύθυνες είναι τρεις γυναίκες. Αυτές που με δημιούργησαν», και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.