BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

1. Διαλέγω τον...

Μπέλα POV

«Διαλέγεις εκείνον;»

Μία ερώτηση που απαιτούσε απάντηση. Η επιλογή μου ανάμεσα στο παραμύθι και στην πραγματικότητα. Διάλεξα την πραγματικότητα.

«Ναι Έντουαρντ. Διαλέγω τον Τζέικομπ». Αλλά σε αγαπώ, πάντα εσένα, μόνο εσένα. Η καρδιά μου διαμαρτυρόταν. Έπρεπε να κάνω ένα καθαρό κόψιμο, όπως είχε κάνει εκείνος πριν λίγους μήνες, οι χειρότεροι μήνες όλης μου της ύπαρξης.

«Θέλεις να μάθεις γιατί;», συνέχισα με φωνή γεμάτη ένταση.

«Επειδή ποτέ δε θα φύγει, ποτέ δε θα κάνει κάτι για να μου ραγίσει την καρδιά». Δεν είχε την δύναμη για αυτό το πράγμα αλλά αυτός που είχε αυτή την δύναμη δεν έπρεπε να το ακούσει, ειδικά σήμερα.

«Θα κάνει τα πάντα για να με κάνει ευτυχισμένη».

«Ποτέ δε θα σε αφήσω, Μπέλα. Ποτέ ξανά. Το υπόσχομαι», γονάτισε. Τα μάτια του με ικέτευαν για συγχώρεση. Πόσο ανόητος ήταν. Εγώ έπρεπε να ικετεύω για συγχώρεση αφού εγώ πρόδιδα σήμερα το παραμύθι μου. Αλλά ήξερα πως έπρεπε να μείνω στην πραγματικότητα.

«Μπορείς να μου δώσεις μια οικογένεια, Έντουαρντ». Τον χτύπησα με το μόνο πράγμα στο οποίο δεν μπορούσε να προβάλει αντίρρηση.

«Μπορείς να μου το προσφέρεις αυτό; Θέλω να έχω την ευκαιρία να κάνω παιδιά, να τα δω να μεγαλώνουν και να γίνονται ευτυχισμένα» Και πραγματικά το ήθελα. Ήθελα να αποκτήσω παιδιά. Τα είχα φανταστεί να παίζουν με τον Τσάρλι. Είχα φανταστεί να τους διηγούμαι ιστορίες πριν κοιμηθούν. Ήταν μία ζωή που θα μπορούσα να έχω με τον Τζέικομπ στο πλάι μου. Με κοίταξε νικημένος.

«Όχι.» Ήξερε ότι έχασε.

«Συγνώμη» Με κράτησε σφιχτά και για μια στιγμή δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Δεν ήξερα αν ήταν από την αγκαλιά ή από αυτό που είπε.

«Θα πρέπει να φύγω τώρα», μου έριξε ένα θλιμμένο βλέμμα και γύρισε να φύγει.

«Όχι!», σχεδόν ούρλιαξα. Γύρισε, έκπληκτος από την απάντησή μου.

«Δε θα σε αφήσω να φύγεις μακριά. Η οικογένειά σου αγαπάει αυτό τον τόπο και είναι λάθος να θέλεις να τους βασανίσεις πάλι.» Άρχισα να τρέμω.

«Θέλεις να με τιμωρήσεις; Αυτό θέλεις; Να σε βλέπω με το σκυλί;», φώναξε. Ποτέ δεν είχε ξαναφωνάξει.

«Δε θέλω να κάνεις κάτι ανόητο. Δε θα αντέξω μία επανάληψη των γεγονότων της Βολτέρα ξανά», αναστέναξα.

«Μην ανησυχείς. Είσαι ζωντανή. Δεν έχω λόγο να το κάνω, τουλάχιστον όχι ακόμα.»

«Όχι. Πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δε θα το τολμήσεις ξανά»

«Γιατί; Θέλεις να υποφέρω για την υπόλοιπη αιωνιότητα;»

«Θέλω να βρεις κάποια αντάξιά σου. Κάποια που θα καταφέρει να σε κάνει ευτυχισμένο. Σε παρακαλώ.», η φωνή μου έτρεμε και κράτησα το κεφάλι μου κάτω. Σήκωσε το πηγούνι μου και με κοίταξε.

«Αν αυτό επιθυμείς, αυτό θα κάνω. Θα περιμένω αυτό το άτομο για όλη την αιωνιότητα.» Με φίλησε απαλά, ένα άγγιγμα σαν πούπουλο και έφυγε.