BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

1ο Μέρος

Έντουαρντ POV

Το καλοκαίρι είχε έρθει για τα καλά στο Φορκς. Ο ήλιος ακτινοβολούσε τις περισσότερες μέρες και η θερμοκρασία ήταν γύρω στους 20 με 25 βαθμούς. Σίγουρα δεν μπορούσες να χαρακτηρίσεις τον καιρό καύσωνα αλλά δεν ήξερα αν μπορούσα πραγματικά να χαρώ.

Σίγουρα η Μπέλα επιτέλους απολάμβανε τις ακτίνες του ηλίου. Κάτι που τις είχε λείψει. Το λευκό της δέρμα είχε αποκτήσει έναν σχεδόν αόρατο χρυσαφένιο τόνο που δεν ήταν ορατός στο ανθρώπινο μάτι αλλά δεν είχε ξεφύγει από μένα.

Φορούσε κοντομάνικα μπλουζάκια και βερμούδες τα πρωινά με εξαίρεση σήμερα.

«Ναι, Άντζελα. Θα σας συναντήσω σε μισή ώρα», άκουσα για τρίτη φορά την Τζέσικα να φωνάζει στο ακουστικό για το μαγιό.

«Ναι, Τζέσικα. Δεν έχω ξεχάσει να πάρω το μαγιό μαζί μου», είδα την Μπέλα να φωνάζει στο ακουστικό. Καημένη Άντζελα. Θα πρέπει να είχε κουφαθεί με τις δύο να ουρλιάζουν. Βέβαια θυμήθηκα πως είχε πει και στον Μάικ για σήμερα και άλλαξα γνώμη.

Στο μεταξύ η Τζέσικα πρέπει να είχε αρπάξει το ακουστικό από την Άντζελα γιατί ακουγόταν καθαρότερα.

«Και ο κύριος Τέλειος θα έρθει;», αναστέναξα μαζί με την Μπέλα.

«Όχι, Τζέσικα. Δεν μπορεί», με κοίταξε θλιμμένα. Προσπάθησα να μην της δείξω και την δική μου απογοήτευση. Κοίταξα τις αχτίδες του ήλιου καθώς έπαιζαν με τα μαλλιά της. Το κόκκινο τονιζόταν και ήταν πιο έντονο στα καστανά μαλλιά της απ’ ότι συνήθως. Της πήγαινε.

Ο ήλιος της πήγαινε.

Ενώ σ’ εμένα…

Σήκωσα το χέρι μου και είδα το φως να αντανακλάται πάνω στο δέρμα μου δημιουργώντας την αίσθηση μικροσκοπικών διαμαντιών. Ακόμα και το κλασικό αστείο του Έμμετ πως ήμασταν τα τέρατα με τα γκλίτερ δεν μπορούσε να μου φτιάξει την διάθεση. Γιατί ακόμα και το αστείο του είχε μία γερή δόση αλήθειας. Ήμασταν τέρατα. Ήμουν επικίνδυνος για κείνη. Ήμουν…

«Έντουαρντ!», σήκωσα το βλέμμα μου για να την κοιτάξω. Είχε σταυρώσει τα χέρια της και με κοιτούσε έντονα. Τι έκφραση είχα πάρει για να την κάνω να αντιδράσει έτσι;

«Θα πάρω τηλέφωνο την Άντζελα να της ακυρώσω…»

«Όχι! Αρκετές φορές έχεις ακυρώσει τις εξόδους με τους φίλους σου εξαιτίας μου», με πλησίασε και άγγιξε απαλά το χέρι μου.

Τα δάχτυλά της περιπλανήθηκαν από τον καρπό στον αγκώνα μου και πάλι πίσω στον καρπό.
Είχα κλείσει τα μάτια μου για να απολαύσω την αίσθηση. Μόνο το άγγιγμά της μπορούσε να μου προσφέρει μία ζεστασιά που έφτανε βαθιά μέσα στην καρδιά μου. Μία καρδιά που είχε σταματήσει να χτυπά εδώ και τόσα χρόνια.

Την ένιωσα να προσπαθεί να σηκώσει το χέρι μου. Το χαλάρωσα και ένιωσα την παλάμη μου στο μάγουλό της. Άνοιξα τα μάτια μου και βυθίστηκα στα σοκολατί της μάτια. Μάτια γεμάτα μυστήριο για μένα αφού δεν μπορούσα να διαβάσω τις σκέψεις της.

Όμως μπορούσα να διαβάσω την ψυχή της. Σε κάθε της πράξη, σε κάθε της λέξη. Μου χαμογέλασε γλυκά. Ήταν το χαμόγελό μου. Το χαμόγελο που έδινε μόνο σ’ εμένα. Θα το έβλεπα πάντοτε στο πρόσωπό της;

Πάντοτε…

Δεν είχα μία αιωνιότητα μαζί της. Μόνο λίγα χρόνια. Ίσως μερικές δεκαετίες αν ήμουν τυχερός. Αποκλείεται να ένιωθε…

«Σ’ αγαπάω και θέλω να είμαι μαζί σου όλη την ώρα. Είναι κακό αυτό;», όχι ήθελα να απαντήσω. Όμως δεν ήταν η σωστή απάντηση για κείνη.

«Αν είσαι μαζί μου όλη την ώρα δε θα βλέπεις τους φίλους σου», άφησε το χέρι μου.

«Δε με νοιάζουν οι φίλοι μου. Μόνο εσύ! Και μη μιλάς. Αυτούς τους μήνες βλέπεις περισσότερο εμένα παρά την οικογένειά σου. Πόση ώρα είδες την Άλις ή την Έσμε αυτή την εβδομάδα συνολικά; Μισή ώρα; Μία ώρα;»

«Δεν είναι το ίδιο. Ο χρόνος μαζί σου είναι περιορισμένος», την είδα να ανοιγοκλείνει τα μάτια της με έκπληξη. Έκανε ένα βήμα πίσω και το χέρι μου δεν την άγγιζε πλέον. Ένιωσα κρύο χωρίς να έχει αλλάξει η θερμοκρασία στο δωμάτιο.

«Ξέρεις πως ο χρόνος μας δε θα ήταν περιορισμένος αν αποφάσιζες να με αλλάξεις. Θα είχαμε μία αιωνιότητα μαζί», ψιθύρισε.

Μία αιωνιότητα μαζί. Για μία στιγμή, μόνο μία στιγμή που δεν κράτησε ούτε ένα δευτερόλεπτο άφησα τον εαυτό μου να την φανταστεί στο πλευρό μου, γυναίκα μου. Δε θα είχαμε πλέον περιορισμούς.

Θα μπορούσα να την αγγίζω όπως ήθελα. Το δέρμα της σίγουρα θα γινόταν πιο σκληρό και η επιδερμίδα της θα αποκτούσε έναν λευκότερο τόνο. Στο μυαλό μου ήρθε το όραμα της Άλις και η ονειροπόλησή μου κόπηκε.

Η Μπέλα μου με κόκκινα μάτια. Τα μάτια ενός τέρατος. Η ανάσα μου κόπηκε.

«Όχι!», ο τόνος μου ήταν απόλυτος και είδα στο πρόσωπό της μία γκριμάτσα. Όμως δεν θα άλλαζα γνώμη. Δε θα καταδίκαζα το πιο σημαντικό πρόσωπο της ζωής μου, τον λόγο της ύπαρξής μου στη ζωή ενός τέρατος.