BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Το Βασίλειο του Αιώνιου Χειμώνα

Συμφωνία με το Διάβολο


Ο άρχων περίμενε υπομονετικά την κοπέλα να τον πλησιάσει. Ήξερε τι ήθελε. Ένα από τα αμέτρητα ταλέντα του ήταν να ξέρει τις κρυφότερες επιθυμίες του κάθε ανθρώπου, του κάθε πλάσματος. Το άλλο ήταν να εκπληρώνει αυτές τις επιθυμίες καταστρέφοντας τα πάντα και να προκαλεί τη δυστυχία.

Η κοπέλα γονάτισε μπροστά του. Στα μάτια της έτρεχαν δάκρια. Στην καρδιά της υπήρχε φόβος. Ήξερε πως ήταν λάθος που είχε έρθει αλλά η ανάγκη την είχε φέρει σε αυτό το σημείο. Δεν ήθελε να τον χάσει. Όταν γνώρισε τον αγαπημένο της τα πάντα φάνηκαν να έρχονται στη θέση τους. Για μια στιγμή πίστεψε πως θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μία οικογένεια. Πως η κατάρα θα έσπαγε. Όμως κανένας δεν μπορούσε να σπάσει την κατάρα παρά μόνο ο δημιουργός της. Έτσι δεν είναι;

«Είναι η αλήθεια γλυκιά μου. Σε αυτό δεν μπορώ να σε βοηθήσω», ψιθύρισε ο Διάβολος με προσποιητή συμπόνια.

Δεν μπήκε στον κόπο να την πληροφορήσει πως δεν ήταν κατάρα αλλά ένα ειδικό ξόρκι που την εμπόδιζε να αποκτήσει παιδιά. Ένα ξόρκι απαραίτητο για την ισορροπία του κόσμου.

Από τη κοπέλα ξέφυγε ένας λυγμός. Είχε έρθει άδικα εδώ πέρα. Ο αγαπημένος της θα την άφηνε. Θα την άφηνε και θα έμενε μόνη της. Για πάντα μόνη της. Θα πέθαινε χωρίς το άλλο της μισό. Πήγε να σηκωθεί αλλά ο Διάβολος τη σταμάτησε.

«Μπορώ όμως να φροντίσω να μη σε αφήσει ποτέ», τα μάτια της κοπέλας έλαμψαν από ελπίδα.

«Πώς; Πώς Άρο;», ο Διάβολος έκανε μία μικρή γκριμάτσα.

Η κοπέλα ήξερε από την οικογένειά της το όνομα που του είχε δοθεί. Όπως όλοι του είχε δοθεί ένα όνομα από τον Ύψιστο. Τον είχε εκνευρίσει που δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Ο Θεός όταν ήθελε μπορούσε να επιβάλει την θέλησή του. Όμως ο Διάβολος ήξερε πολλούς τρόπους για να αποκτάει και να πετυχαίνει αυτό που ήθελε. Και αυτό που ήθελε ήταν να καταστρέψει τις κόρες του Χρόνου και της μητέρας φύσης. Και είχε ήδη ένα σχέδιο για το πώς θα τους κατέστρεφε. Ο Χρόνος και η Φύση λάτρευαν τα παιδιά τους και ο Διάβολος θα φρόντιζε να μην τις ξαναδούν ποτέ.

Σηκώθηκε αργά από το θρόνο και πλησίασε την κοπέλα. Το χέρι του χάιδεψε τα μαλλιά της. Είδε στο μυαλό της την απέχθεια για το άγγιγμά του. Δεν έδωσε σημασία. Είχε έρθει η ώρα να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του.

«Μπορώ να σου δώσω τη δύναμη για να τον εμποδίσεις να φύγει από το πλευρό σου. Θα είσαι η ομορφότερη γυναίκα σε όλο το βασίλειο. Και από ό,τι ξέρω ο αγαπημένος σου λατρεύει τον χειμώνα. Για αυτό και σε ερωτεύτηκε. Θα μπορείς να του προσφέρεις έναν αιώνιο χειμώνα», η κοπέλα δεν πρόσεξε το κρυφό νόημα των λέξεων.

Άκουσε αυτό που ήθελε να ακούσει. Ο αγαπημένος της δεν θα την άφηνε. Θα μπορούσε να του προσφέρει ότι άλλο ήθελε. Θα ήταν όμορφη. Της έλεγε πάντοτε πόσο όμορφη ήταν. Για χάρη του θα γινόταν η ομορφότερη γυναίκα του κόσμου. Θα έμεναν για πάντα μαζί. Θα έβρισκε ένα νέο τρόπο για να τον κάνει ευτυχισμένο.

Ο Διάβολος έτεινε το χέρι του. Εκείνη το πήρε διστακτικά. Την οδήγησε στην αίθουσα με τα φίλτρα. Από το πάτωμα έως το ταβάνι υπήρχαν αμέτρητα πολύχρωμα φιαλίδια. Δεν υπήρχαν ετικέτες πάνω τους για να μην προδώσουν τον πραγματικό τους σκοπό.

Ο Διάβολος κάλεσε με το χέρι του ένα φιαλίδιο που ήταν στο υψηλότερο ράφι. Το γυαλί φαινόταν σχεδόν ακατέργαστο, παλαιότερο από τον ίδιο τον χρόνο σχεδόν. Φαινόταν σχεδόν διάφανο λευκό όμως από τα χείλη της κοπέλας βγήκε ένα επιφώνημα θαυμασμού.

Μέσα στο φιαλίδιο μπορούσε να διακρίνει όλες τις αποχρώσεις του πάγου και όλες τις νιφάδες του χιονιού. Ήταν η προσωποποίηση του χειμώνα.

«Θα σου προσφέρει ότι σου είπα, γλυκιά μου», η κοπέλα πήγε να το πάρει αλλά ο Διάβολος την διέκοψε.

«Για να πιάσει πρέπει να το πιεις με τη δύση του ηλίου. Όταν οι γονείς σου θα είναι μακριά. Αν είναι κοντά σου το ξόρκι δεν θα πιάσει», άφησε απαλά το φιαλίδιο στην γαντοφορεμένη της παλάμη.

Η κοπέλα το έσφιξε απαλά.

«Σ’ ευχαριστώ Άρο. Σου είμαι αιώνια ευγνώμων», του φίλησε το χέρι και βγήκε από την αίθουσα.

Με το που έκλεισαν οι πόρτες πίσω της ο Διάβολος άφησε ένα τρομακτικό γέλιο.

Ανόητη, σκέφτηκε. Ποτέ δεν πρόσφερε κάτι για να προκαλέσει χαρά. Όλες του οι συμφωνίες, όλες του οι χάρες γίνονταν με νικητή μόνο εκείνον. Η απελπισία της τον έκανε να τρέξει σε εκείνον και να τον εμπιστευτεί.

Και αυτό ήταν το λάθος της…

Το βασίλειο του αιώνιου χειμώνα

Ο νεαρός άντρας προχώρησε διστακτικά. Είχε φτάσει στα σύνορα του βασιλείου αλλά δίσταζε να προχωρήσει. Μπροστά του απλωνόταν ένα κατάλευκο τοπίο. Πανέμορφο στην όψη αλλά τόσο ψυχρό. Έσφιξε σφιχτά την κάπα γύρω του και άφησε μία αργή ανάσα. Ο αχνός μετατράπηκε σε νιφάδες. Το αποτέλεσμα τον έκανε να κάνει ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω.

Ήταν στο βασίλειο του αιώνιου χειμώνα. Τόσα χρόνια, μπορεί να ήταν και πάνω από 5 γενεές, αυτός ο τόπος γνώριζε μόνο μία εποχή. Τον χειμώνα! Οι φήμες έλεγαν πως η βασίλισσα του συγκεκριμένου βασιλείου ήταν υπεύθυνη για αυτή την κατάρα. Η γυναίκα που τον είχε καλέσει στο παλάτι της, ζητώντας ή μάλλον πιο σωστά… απαιτώντας τις υπηρεσίες του.

Ένα κλωναράκι πίσω του έσπασε. Γύρισε και είδε τον συνοδοιπόρο του μέχρι το τελείωμα του δάσους. Τον είχε βοηθήσει δείχνοντάς του τον δρόμο και λέγοντάς του ότι είχε ακούσει από τους συντοπίτες του.

«Το ξέρεις πως είναι τρέλα αυτό που πας να κάνεις. Θα σε σκοτώσει!»

«Αν δεν πάω το χωριό μου κινδυνεύει. Απείλησε να στείλει μία χιονοθύελλα μέσα στο καλοκαίρι»

«Δεν μπορεί να το κάνει σου λέω. Λέει ψέματα! Ήταν ο μόνος τρόπος για να σε φέρει εδώ πέρα»

«Μπορεί αν την βοηθήσω να βγω αλώβητος και να γυρίσω στο σπίτι μου», ακόμα και ο ίδιος αναγνώρισε το ψέμα στη φωνή του.

«Μη πας… Θα μας αφήσεις όλους στο δάσος μόνους μας. Πάντα μας φρόντιζες και πέρναγες χρόνο μαζί μας μιλώντας μας. Κανένας άλλος από το χωριό δεν ενδιαφέρεται για μας. Και λες τις καλύτερες ιστορίες, παρόλο που είσαι άνθρωπος»

Ο Έντουαρντ γονάτισε για να μπορέσει να τον κοιτάξει καλύτερα στα μάτια. Χάιδεψε το μαύρο κεφάλι και έξυσε λίγο το σημείο πίσω από τα αυτιά.

«Και εσύ τα καλύτερα αστεία, παρόλο που είσαι λύκος Τζέικομπ. Ξαναπές μου τώρα τι γνωρίζεις για την μάγισσα»

«Χμμ, οι περισσότερες φήμες λένε πως είναι μάγισσα. Όμως έχουμε ακούσει και μία διαφορετική εκδοχή. Δεν είναι μάγισσα αλλά κατά κάποιον τρόπο έχει καταραστεί τον εαυτό της. Λένε πως όταν ήταν νέα ακόμα στο θρόνο είχε κάνει συμφωνία με το διάβολο για να μείνει για πάντα νέα. Από τότε τα πάντα έχουν παγώσει. Ακόμα και ο χρόνος. Δεν χαράζει. Δεν νυχτώνει»

«Μα καλά; Οι άνθρωποι στο βασίλειό της δεν γερνούν ούτε αυτοί;»

«Ένα γεράκι που κοίταξε από τον ουρανό μας είπε πως όλοι είναι παγωμένοι. Σαν αγάλματα. Την είδε μάλιστα να κάνει βόλτα στους κήπους ανάμεσα από τα αγάλματα μαζί με μία αρκούδα. Ήταν το μοναδικό πλάσμα που φαινόταν να κινείται»

«Ναι, για αυτό με κάλεσε»

Τα λυκίσια μάτια του Τζέικομπ τον κοίταξαν με απορία. Ο φίλος του δεν του είχε εξηγήσει τι τον ήθελε η βασίλισσα του χιονιού. Το γεράκι τους την είχε περιγράψει σαν έναν διαβολικό άγγελο. Δεν ήξερε πως αλλιώς να την περιγράψει. Περίμενε τι θα του έλεγε ο Έντουαρντ.

«Θέλει να μιλήσω με την αρκούδα και να της μεταφράσω τι λέει»

«Τι θα γίνει αν δεν της αρέσει η μετάφρασή;», ρώτησε ο Τζέικομπ. Αν και οι δύο ήδη ήξεραν την απάντηση.

«Θα πεθάνω»

Ο Τζέικομπ γρύλισε. Δάγκωσε την κάπα του Έντουαρντ προσπαθώντας να τον τραβήξει προς τα πίσω, μακριά από το παλάτι. Ήταν σίγουρος πως αυτά που είχε να πει η αρκούδα σίγουρα δεν θα άρεσαν στη βασίλισσα. Αν πραγματικά ήθελε να ξέρει τι σκεφτόταν ο σύντροφός της τότε θα άκουγε. Οι άνθρωποι δεν τους καταλάβαιναν επειδή δεν ενδιαφερόντουσαν να τους ακούσουν. Αν έδειχναν πραγματικό ενδιαφέρον θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί τους, όπως έκανε ο Έντουαρντ τώρα.

«Τζέικομπ, σταμάτα!», τράβηξε την κάπα από το στόμα του φίλου του. «Έδωσα τον λόγο μου. Τον έδωσα πριν μάθω ότι μου είπες για εκείνη. Γι αυτό σκοπεύω να τον τηρήσω. Ευχήσου μου καλή τύχη. Εντάξει;»

Ο Τζέικομπ έγνεψε με θλίψη.

«Πρόσεχε, Έντουαρντ!», ο Έντουαρντ του χαμογέλασε.

«Αυτό κάνω πάντοτε», του έκλεισε το μάτι και γύρισε προς το παγωμένο τοπίο. Δεν γύρισε όταν άκουσε το ουρλιαχτό θρήνου του λύκου.

Άρχισε να προχωράει με αργά και σταθερά βήματα. Ένιωθε τις νιφάδες να τον τσιμπάνε με το που πέρασε τα όρια του δάσους και μπήκε στο μονοπάτι για το παλάτι.

«Έρχομαι στο όνομα της βασίλισσας Ρόζαλι αφήστε να περάσω», φώναξε με δύναμη.

Αμέσως οι νιφάδες σταμάτησαν την επίθεση εναντίον του. Άρχισαν να πέφτουν αργά φωτίζοντας το μονοπάτι μπροστά του. Το χιόνι δεν έλιωνε με το που ακουμπούσε το χώμα. Αντίθετα, έπαιρνε το σχήμα διαμαντιών που αντανακλούσαν το φως ενός μουντού ήλιου που έμοιαζε να δύει στον ορίζοντα.

Στο βάθος μπορούσε να διακρίνει το κρυστάλλινο παλάτι. Κοίταξε γύρω του. Τα πάντα ήταν λευκά ή διαφανή. Τα δέντρα ήταν γυμνά από φύλλα και γεμάτα χιόνι. Παντού χιόνι…

Το μόνο διαφορετικό χρώμα ήταν το βαθύ κόκκινο στον ορίζοντα. Όση ώρα και να περπατούσε το χρώμα δεν άλλαζε και ο ήλιος δεν χανόταν από τον ορίζοντα. Πράγματι ο χρόνος είχε παγώσει σε μία αιώνια δύση. Ήταν σχεδόν καταθλιπτικό.

Καθώς περπατούσε άρχιζε να παρατηρεί καλύτερα τις λεπτομέρειες του παλατιού. Ήταν φτιαγμένο από πάγο και όχι από κρύσταλλα. Οι τοίχοι ήταν σχεδόν διαφανείς επιτρέποντάς του να παρατηρήσει πως υπήρχαν μέσα επιπλέον τοίχοι και σκάλες. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή πως θα άντεχε να κοιμηθεί σε αυτό το παγωμένο παλάτι αλλά γρήγορα θυμήθηκε πως το πιο πιθανό ήταν να πεθάνει απόψε.

Τα βήματά του έγιναν πιο αργά, πιο διστακτικά καθώς πλησίαζε τη μεγαλοπρεπή είσοδο του παλατιού. Η διαφανή καγκελόπορτα με κάγκελα που θύμιζαν τα κλαδιά μιας τριανταφυλλιάς άνοιξαν μπροστά του.

Μπροστά του στεκόταν το παλάτι. Ψηλό, υπεροπτικό σχεδόν σε ύφος. Ψυχρό.

«Έλα, σε περιμένει», ψιθύρισε ο αέρας.

Στάθηκε για μια στιγμή και έριξε μια ματιά πίσω. Μπορούσε να διακρίνει το δάσος στο βάθος. Αν έτρεχε ίσως κατάφερνε να αποδράσει. Να σωθεί.

«Έλα, Έντουαρντ», αυτή τη φορά ήχησε σαν προσταγή και του θύμισε τη φωνή της βασίλισσας.

Ήταν πολύ αργά πλέον. Είχε πάρει την απόφασή του και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Πήρε μία βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα στο παλάτι. Ο κρότος που άφησαν οι καγκελόπορτες που έκλειναν πίσω του τον έκαναν να ανατριχιάσει, όμως δεν σταμάτησε να προχωρά.

Κοιτούσε μπροστά αλλά τα μάτια του μπορούσαν να παρατηρήσουν τους σχεδόν διάφανους διαδρόμους καθώς προχωρούσε μέσα. Ακολούθησε το κάλεσμα του αέρα και έφτασε στην αίθουσα του θρόνου. Και πάνω στο θρόνο καθόταν η βασίλισσα.

Κανένας δεν θα μπορούσε να αρνηθεί την ομορφιά αυτής της γυναίκας. Η βασίλισσα Ρόζαλι καθόταν στο μεγαλοπρεπή θρόνο περιμένοντάς τον. Φορούσε ένα μακρύ φόρεμα από λευκό βελούδο με μακριά μανίκια. Με τα μακριά ξανθά μαλλιά και τα μπλε γαλανά μάτια πολύ θα βιαζόντουσαν να την χαρακτηρίσουν ως άγγελο. Αλλά όλα αυτά πριν συναντήσουν το βλέμμα τους με το δικό της.

Τα μάτια της είχαν την ζεστασιά ενός παγετού και τα χείλη της δεν χαμογελούσαν. Δεν έδιναν καν την αίσθηση πως είχαν χαμογελάσει ποτέ. Ήταν σαν μία γραμμή. Του θύμιζαν το λείο πάγο στη λίμνη του χωριού του. Ακόμα και η επιδερμίδα της φαινόταν να μην έχει χρώμα. Έμοιαζε με το μάρμαρο στην άκρη του σκήπτρου που κρατούσε στα χέρια της.

«Έντουαρντ… Βλέπω πως ήρθες», τα χείλη της προσπάθησαν αποτυχημένα να σχηματίσουν ένα ζεστό χαμόγελο κάνοντας τον Έντουαρντ να νιώσει ένα βαθύ ρίγος.

«Μάλιστα, μεγαλειοτάτη», έκανε μία βαθιά υπόκλιση. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του συνέχισε. «Ήρθα να τηρήσω την υπόσχεση που σας έδωσα»

«Χαίρομαι…», άκουσε ένα ελαφρύ θρόισμα και είδε το λευκό βελούδο του φορέματος της καθώς τον πλησίαζε.

Το χέρι της άγγιξε το πιγούνι του κάνοντας τον να ανατριχιάσει. Ακόμα και η ίδια ήταν παγωμένη. Σήκωσε διστακτικά το πρόσωπό του για να την κοιτάξει. Φοβόταν να την κοιτάξει στα μάτια για πολύ ώρα. Φοβόταν πως σαν μέδουσα το βλέμμα της θα τον πέτρωνε στο σημείο που στεκόταν. Τα μάτια της τον παρατήρησαν προσεκτικά από την κορυφή έως τα νύχια.

«Πόσο καιρό μιλάς με τα ζώα;», τον ρώτησε.

«Δεν θυμάμαι με σιγουριά. Πάντως πριν αρχίσω να μιλάω την γλώσσα των ανθρώπων»

«Μπορείς να μιλήσεις με όλα τα ζώα;», στη φωνή της για πρώτη φορά διέκρινε κάτι. Ενδιαφέρον.

«Μάλιστα, μεγαλειοτάτη. Αρκεί να ακούσω τη φωνή του ζώου και μπορώ να του απαντήσω κατευθείαν»

«Ακολούθησέ με τότε», του γύρισε την πλάτη και άρχισε να προχωρά προς ένα διαφορετικό διάδρομο.

Τα βήματά της ήταν γρήγορα αλλά γεμάτα χάρη. Την ακολούθησε και κατέβηκαν μία σκάλα φτιαγμένη από σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Προχώρησαν λίγο ακόμα και έφτασαν σε μία πόρτα. Η βασίλισσα Ρόζαλι στάθηκε για μια στιγμή.

«Αν λες ψέματα για τις ικανότητές σου θα το μετανιώσεις πικρά», ο Έντουαρντ ξεροκατάπιε.

«Μεγαλειοτάτη. Μπορώ να μιλήσω με όλα τα πλάσματα», την διαβεβαίωσε.

Δεν του απάντησε. Έβγαλε από το λαιμό της ένα ασημένιο κλειδί και ξεκλείδωσε την πόρτα μπροστά τους. Βγήκαν στη δυτική πλευρά του παλατιού και για την ακρίβεια στον κήπο.

Η ανάσα του Έντουαρντ κόπηκε από το θέαμα μπροστά του. Μπροστά του υπήρχε ένας απέραντος κήπος. Μεγαλύτερος σε μέγεθος από το χωριό του. Και παρατήρησε με έκπληξη κάτι.

Μπορεί τα δέντρα να ήταν γυμνά από φύλλα και γεμάτα χιόνι αλλά στους θάμνους υπήρχαν φύλλα που όμως ήταν σκεπασμένα από το χιόνι. Μα φυσικά, σκέφτηκε. Αυτοί οι θάμνοι δεν χάνουν τα φύλλα τους το χειμώνα. Δεν χάνουν τα φύλλα τους ποτέ. Απλώς κοιμούνται.

Είδε στον κήπο τα πρώτα αγάλματα ανθρώπων. Δεν ήταν μαρμάρινα, ούτε πέτρινα. Οι άνθρωποι είχαν κρατήσει τα χρώματά τους. Παρατήρησε μία κοντούλα κοπέλα αρκετά λεπτοκαμωμένη που φαινόταν πως χόρευε γύρω από έναν ξανθό άντρα πριν παγώσουν. Τα ρούχα τους του θύμιζαν τα χρώματα των φύλλων του φθινοπώρου. Χρυσό, καφέ και κόκκινο.


Η βασίλισσα τους προσπέρασε αλλά όχι πριν αγγίξει τον ώμο της κοπέλας.

«Συγνώμη…», θα έπαιρνε τον όρκο πως άκουσε αλλά δεν ήταν σίγουρος.

Συνέχισαν να προχωράνε και πρόσεξε πως οι θάμνοι στο βάθος ήταν πιο ψηλοί και έμοιαζαν να έχουν κοπεί σε ευθείες γραμμές.

«Είναι ο Λαβύρινθος του βασιλείου. Όποιος καταφέρει να φτάσει στο κέντρο του μπορεί να βρει αυτό που ποθεί περισσότερο στο κόσμο», στράφηκε με έκπληξη προς τη φωνή.

Μπροστά του στεκόταν περήφανα μία λευκή πολική αρκούδα. Είδε την βασίλισσα να την πλησιάζει και να προσπαθεί να την χαϊδέψει. Η αρκούδα γύρισε το κεφάλι της αρνούμενη το χάδι της βασίλισσας.

«Έμμετ…», μουρμούρισε εκείνη. Στη φωνή της μπορούσε να διακρίνει πόνο. Στράφηκε στον Έντουαρντ.

«Πες μου γιατί δεν με θέλει. Είμαι ωραιότερη από ποτέ αλλά δε με θέλει», ο Έντουαρντ κοίταξε την αρκούδα περιμένοντας την απάντησή του.

Ο Έμμετ όπως όλα τα ζώα είχε καταλάβει τα λόγια της. Στο καστανό βλέμμα του ο Έντουαρντ μπορούσε να διακρίνει θλίψη. Η αρκούδα άφησε έναν αναστεναγμό.

«Το αντίθετο, Ρόουζ. Είσαι ασχημότερη από ποτέ. Η ψυχή σου είναι πιο κρύα και ψυχρή από ποτέ. Που είναι η γυναίκα μου; Ο άγγελος που ερωτεύτηκα;», η βασίλισσα κοίταξε την αρκούδα με απορία. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε.

«Η γυναίκα σου; Πως γίνεται η βασίλισσα του χιονιού να είναι η γυναίκα σου;», ρώτησε με έκπληξη ο Έντουαρντ στη γλώσσα του ζώου.

Ο Έμμετ τον παρατήρησε προσεκτικά.

«Με καταλαβαίνεις», ήταν μία δήλωση.

«Ναι. Μπορώ να μιλάω με τα ζώα», αποκρίθηκε.

Η αρκούδα έκανε έναν αργό κύκλο γύρω από τον Έντουαρντ.

«Και έχεις πράσινα μάτια», παρατήρησε.

«Εεε, ναι»

«Το αγαπημένο χρώμα της Μπέλα είναι το πράσινο. Σου αρέσουν τα λουλούδια Έντουαρντ;»

Αν του άρεσαν τα λουλούδια; Τι περίεργη ερώτηση ήταν αυτή.

«Ίσως», δεν ήταν καμία κοπέλα που να πέρναγε ώρες σε ένα κήπο φτιάχνοντας στεφάνια. Αν και του άρεσε η μυρωδιά ενός λιβαδιού μετά τη βροχή. «Μου αρέσει η μυρωδιά του βρεγμένου γρασιδιού το Μάρτη»

Ο Έμμετ γέλασε. Έριξε μία ματιά στη βασίλισσα.

«Μου λείπει η Ρόουζ μου, ξέρεις… Το λευκό μου τριαντάφυλλο. Πες της το»

Ο Έντουαρντ το έκανε. Στα χείλη της βασίλισσας σχηματίστηκε ένα μικροσκοπικό χαμόγελο.

«Και εμένα μου λείπεις αγάπη μου», πήγε να τον πλησιάσει αλλά η αρκούδα απομακρύνθηκε από κοντά της.

«Γιατί δε θες να είσαι κοντά μου; Θα έπρεπε να θες να είσαι δίπλα στην ομορφότερη γυναίκα του κόσμου. Είμαι πιο όμορφη από ποτέ. Για σένα!»

«Δεν θέλω τη γυναίκα που βλέπω μπροστά μου. Πες της το!», διέταξε τον Έντουαρντ.

Η καρδιά του Έντουαρντ άρχισε να χτυπά γρήγορα. Είχε βρεθεί στη μέση αυτής της συζήτησης. Σίγουρα αν μετέφερε τα λόγια του Έμμετ, η βασίλισσα θα τον σκότωνε.

«Ο Έμμετ είπε πως δεν θέλει τη γυναίκα που βλέπει μπροστά του», ο Έντουαρντ κράτησε την ανάσα του περιμένοντας την έκρηξη.

Η κραυγή της βασίλισσας ήχησε προκαλώντας του τρόμο. Έκανε ένα βήμα πίσω.

«Ψέματα!! Δεν μπορεί να μη με θέλει. Λες ψέματα. Όταν είχα κάνει την συμφωνία μαζί του, με διαβεβαίωσε πως η ομορφιά μου θα τον έκανε να ξεχάσει…»

«Να ξεχάσω τι, πες της. Μία συμφωνία με τον διάβολο δεν εγγυάται την ευτυχία. Δεν σε κάνει να ξεχάσεις πως δεν θα έχεις παιδιά», φώναξε ο Έμμετ.

«Παιδιά;», ψιθύρισε ο Έντουαρντ με ανθρώπινη φωνή.

Στράφηκε στη βασίλισσα. Δεν έμοιαζε συγκροτημένη και απόμακρη πλέον. Φαινόταν έξαλλη, θυμωμένη, πληγωμένη.

«Πες της πως δεν αγαπώ τη βασίλισσα του χιονιού αλλά την προστάτιδα του χειμώνα», είπε ο Έμμετ με σταθερή φωνή.

«Λέει…», ο Έντουαρντ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πως δεν αγαπάει τη βασίλισσα του χιονιού…»

Το ουρλιαχτό της δεν τον άφησε να τελειώσει την φράση. Πρόσεξε με τρόμο πως ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και μαύρα σύννεφα είχαν μαζευτεί στον ουρανό. Μία θύελλα ήταν έτοιμη να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή.

«Ψέματα!!», η βασίλισσα άρχισε να τον πλησιάζει με αργά και σταθερά βήματα. Ενστικτωδώς εκείνος έκανε αρκετά πίσω.

Δεν θύμιζε σε τίποτα τη γυναίκα που είχε δει στο θρόνο πιο πριν. Έμοιαζε με μέγαιρα που ήταν έτοιμη να καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά της.

«Ακολούθησέ με», φώναξε ο Έμμετ και άρχισε να τρέχει προς το Λαβύρινθο.

Ο Έντουαρντ τον ακολούθησε τρέχοντας και προσπαθώντας να προστατευτεί από το χαλάζι που είχε αρχίσει να πέφτει. Η είσοδος του Λαβύρινθου έκλεισε από πίσω τους. Αν και μπορούσαν να ακούσουν καθαρά τα ουρλιαχτά της βασίλισσας.

«Γύρνα πίσω!!! Δεν μπορείς να με αφήσεις!!!»

Ο Έμμετ άρχισε να χορεύει γύρω από τον εαυτό του.

«Τρελάθηκες; Θα μας σκοτώσει και εσύ χορεύεις;»

«Α, μα δεν καταλαβαίνεις. Νιώθει! Η Ρόουζ μου ύστερα από τόσα χρόνια δείχνει συναισθήματα. Εσύ είσαι! Εσύ είσαι αυτός που περιμέναμε. Ποια είναι η μεγαλύτερή σου επιθυμία; Ή μάλλον δεν έχει σημασία θα την βρεις στο κέντρο του Λαβύρινθου. Τρέξε!»

Για κάποιο ακατανόητο λόγο ο Έντουαρντ ακολούθησε τη συμβουλή του. Άρχισε να τρέχει. Καθώς έστριβε ενστικτωδώς στα μονοπάτια του Λαβύρινθου άρχισε να διακρίνει στον ψυχρό αέρα μία μεθυστική μυρωδιά. Του θύμιζε… Του θύμιζε τη μυρωδιά του βρεγμένου γρασιδιού. Και όχι μόνο…

Μπορούσε να διακρίνει στον αέρα τα μπουκέτα όλων των λουλουδιών. Συνέχισε να ακολουθεί το δρόμο στο Λαβύρινθο με μοναδικό φως, τα αστέρια που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στον ουρανό. Μέσα στο Λαβύρινθο δεν μπορούσε φαίνεται να μπει η καταιγίδα της βασίλισσας.

Προσπέρασε ένα ζευγάρι. Ένα από τα πολλά παγωμένα αγάλματα. Η γυναίκα είχε κατακόκκινα μαλλιά και φορούσε ένα χρυσό φόρεμα τόσο εκτυφλωτικό όσο ο καλοκαιρινός ήλιος. Ο ξανθός σύντροφός της ήταν γονατισμένος δίπλα της φιλώντας της το χέρι.



Όμως δεν σταμάτησε να τρέχει. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα όχι από την προσπάθεια να φτάσει γρήγορα εκεί που πήγαινε αλλά από ανυπομονησία. Κάτι τον καλούσε. Και το σώμα του, η καρδιά του, ήξεραν πως μόνο άμα έφτανε γρήγορα θα μπορούσε να ηρεμήσει. Είδε στο βάθος το χώρο να ανοίγει και φως από δάδες. Πίεσε τον εαυτό του να τρέξει ακόμα πιο γρήγορα.

Έφτασε.

Ήταν στο κέντρο του λαβύρινθου. Δίπλα στα χιονισμένα καθίσματα οι δάδες έδιναν φως στο χώρο. Στο παγωμένο σιντριβάνι το νερό έμοιαζε να αρχίζει να λιώνει. Τα πάντα φαίνονταν έτοιμα να ξυπνήσουν από στιγμή σε στιγμή. Όμως ο Έντουαρντ δεν το παρατήρησε.

Η καρδιά του είχε σταματήσει. Μπροστά του υπήρχε το ομορφότερο πλάσμα του κόσμου. Μία κοπέλα με καστανά μαλλιά και σοκολατένια μάτια στεκόταν δίπλα στο σιντριβάνι. Είχε απλώσει το ένα χέρι στο νερό ή μάλλον πιο σωστά στον πάγο προσπαθώντας να τον αγγίξει.

Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κότσο και μικροσκοπικά λουλούδια τα στόλιζαν. Φορούσε ένα μακρύ μωβ φόρεμα πάνω στο οποίο φαίνονταν κεντημένα λευκά λουλούδια. Έκανε λίγα διστακτικά βήματα προς το μέρος της. Φοβόταν να την αγγίξει.

Φοβόταν πως αν την άγγιζε θα εξαφανιζόταν και δεν θα το άντεχε εάν αυτό συνέβαινε. Πήρε μία βαθιά ανάσα και ζαλίστηκε. Από κείνη ερχόταν το άρωμα όλων αυτών των λουλουδιών. Με έκπληξη πρόσεξε πως τα λουλούδια στο φόρεμά της ήταν αληθινά.

Τόσο λεπτοκαμωμένη, σκέφτηκε. Τόσο τέλεια…

«Είσαι πιο όμορφη από ένα λιβάδι του Μαΐου», ψιθύρισε.

Δεν πρόσεξε πως οι φλόγες από τις δάδες δυνάμωσαν. Με δάχτυλα που έτρεμαν άγγιξε το χέρι που εκείνη είχε τείνει στο σιντριβάνι. Ήταν ζεστή και στον καρπό μπόρεσε να νιώσει έναν αργό αλλά σταθερό παλμό.

«Είσαι ζωντανή», άγγιξε τα μάγουλά της και τα κόκκινα χείλη της.

Την πλησίασε και τα σώματά τους αγγίχτηκαν. Ήταν σπίτι του. Ένιωθε μία οικειότητα, μία ζεστασιά να τον πλημυρίζει. Το ελεύθερο χέρι του άγγιξε τον ώμο της, τον λαιμό της, χάιδεψε τα μαλλιά της με μία τρυφερότητα που δεν είχε εκφράσει ποτέ σε κανένα.

«Ξύπνα!», ικέτεψε.

Ένιωσε δάκρια στα μάτια του, έτοιμα να κυλίσουν. Η καρδιά του φαινόταν έτοιμη να σπάσει. Όχι! Έπρεπε να ξυπνήσει. Η καρδιά του έγινε κτήμα της με το που την είδε. Χωρίς να το ξέρει είχε βρει αυτό που ζητούσε η ψυχή του. Είχε βρει την βαθύτερη, πιο κρυφή του επιθυμία. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη.



«Ξύπνα!», και τα χείλη του άγγιξαν τρυφερά τα δικά της.

Τα μάτια του έκλεισαν από την απόλαυση που του προκάλεσε το φιλί. Στα χείλη της μπορούσε να διακρίνει το άρωμα των γλυκύτερων φρούτων της άνοιξης. Έτσι δεν είδε το θαύμα που άρχισε να εκτυλίσσεται γύρω τους. Το χιόνι άρχισε να λιώνει αποκαλύπτοντας τα πράσινα φύλλα των θάμνων του λαβύρινθου. Το φως στις δάδες έγινε λευκό και έμοιαζε να ζεστάνει τον παγωμένο χώρο. Και το σιντριβάνι…

Ω, το σιντριβάνι ήταν το μεγαλύτερο θαύμα απ’ όλα. Ο πάγος έλιωσε και το νερό άρχισε να κυλά κανονικά. Και τα θαύματα δεν σταμάτησαν. Με κάθε φιλί που άφηνε στα χείλη της από το σιντριβάνι έβγαινε ένας νέος πίδακας με νερό σε διαφορετικό χρώμα.

Με το έβδομο φιλί του από το σιντριβάνι σχηματίστηκε ένα ουράνιο τόξο και η Μπέλα πήρε μία βαθιά ανάσα για πρώτη φορά ύστερα από τόσους αιώνες. Ο Έντουαρντ άφησε τα χείλη της αλλά έμεινε στη θέση του, κολλημένος πάνω της.

Η προστάτιδα της Άνοιξης ξύπνησε και τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά τόσο γρήγορα που φοβήθηκε πως θα λιποθυμούσε για μια στιγμή. Όλες οι αισθήσεις της ήταν σε εγρήγορση.

Μπορούσε να ακούσει τον χτύπο της καρδιάς του. Ακολουθούσε τον ίδιο ρυθμό με το δικό της. Μπορούσε να μυρίσει στο δέρμα του μήλα και βρεγμένο γρασίδι. Ήθελε να γευτεί τα χείλη του. Μπορούσε να νιώσει το χέρι του να την κρατά προστατευτικά από τη μέση. Ήθελε να βυθιστεί στην αγκαλιά του όπως είχε βυθιστεί στο βλέμμα του τόσην ώρα.

«Φίλησε με», ψιθύρισε.

Δεν χρειάστηκε να το πει δεύτερη φορά. Το ελεύθερο χέρι του έσπρωξε απαλά τον λαιμό της ώστε τα χείλη της να συναντηθούν. Τα χείλη της γεύτηκαν τα δικά του όμως δεν της ήταν αρκετό. Η γλώσσα της ζήτησε διστακτικά πρόσβαση στο στόμα του. Όμως η δικιά του βυθίστηκε στο στόμα της με πάθος.

Ο Έντουαρντ γεύτηκε στο στόμα της τα γλυκύτερα φρούτα. Την έσφιξε σφιχτά πάνω του όταν εκείνη ανταποκρίθηκε στο φιλί του. Ήθελε να φωνάξει από ευτυχία. Τα πάντα ήταν στη θέση τους. Η Μπέλα σταμάτησε το φιλί και τον κοίταξε ικετευτικά στα μάτια.

«Μείνε μαζί μου! Μείνε μαζί μου για πάντα!», τα μάτια της τον κοίταξαν με λατρεία και φόβο.

Στο βλέμμα της είδε τον ίδιο φόβο που είχε δει στο βλέμμα της βασίλισσας Ρόζαλι. Δεν ήθελε να δει ποτέ αυτό το βλέμμα στα μάτια του αγγέλου του.

«Και βέβαια αγάπη μου. Για πάντα»

Ένα τρίξιμο ακούστηκε από πίσω του και είδε με έκπληξη στο κέντρο του σιντριβανιού μία κλεψύδρα να γυρνά και μωβ πετράδια να αρχίζουν να πέφτουν. Η Μπέλα γέλασε χαρούμενη και τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Ο χρόνος κυλά και πάλι. Τα μάγια λύθηκαν. Πάμε», και τον τράβηξε από το χέρι.

«Να πάμε που;», την ρώτησε.

«Στο παλάτι! Έχουμε πολύ δουλειά», ο Έντουαρντ επιβράδυνε τα βήματά του.

«Όμως, έξω από τον Λαβύρινθο βρίσκεται η βασίλισσα. Θα μας σκοτώσει», της είπε διστακτικά. Εκείνη του χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Η Ρόζαλι δεν θα μας σκοτώσει. Η αδελφή μου μπορεί να είναι ψυχρή λίγο αλλά δεν είναι κακιά καταβάθως»

«Η αδελφή σου;»

«Ναι! Η προστάτιδα του χειμώνα. Έλα, πρέπει να βγούμε και να φέρουμε την Άνοιξη. Ο Χειμώνας πέρασε πλέον»

Άρχισαν και οι δύο να τρέχουν σταματώντας ανά στιγμές για να φιληθούν. Με κάθε φιλί, με κάθε γέλιο από τα χείλη τους άνθιζαν πολύχρωμα μπουμπούκια. Όμως για το ζευγάρι δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή. Ήταν απορροφημένοι ο ένας στον άλλον. Σιγομουρμούρισαν μυστικά και όνειρά τους. Και έκλεψαν αμέτρητα φιλιά. Έτσι όταν έφτασαν στην έξοδο του Λαβύρινθου ο ήλιος ήταν ψηλά στον αέρα.

Με έκπληξη είδαν τα παντού χρώματα και μουσικές. Ο κόσμος είχε ξυπνήσει και γιόρταζε τον ερχομό της νέας εποχής. Ο Έντουαρντ είδε την κοπέλα με το χρυσό φόρεμα και το χάλκινο να έχουν αγκαλιάσει τη βασίλισσα Ρόζαλι. Τα ρούχα της είχαν αλλάξει. Φορούσε πάλι λευκά αλλά φαινόταν πιο ανθρώπινη. Από τα μάτια της έτρεχαν δάκρια.



Με το που είδε την Μπέλα έτρεξε και την αγκάλιασε σφιχτά.

«Συγνώμη! Συγνώμη! Συγνώμη αδελφούλα! Δεν σκέφτηκα όταν ζήτησα να παγώσει ο χρόνος. Πίστευα πως ο Έμμετ θα με άφηνε αφού δεν μπορούσα…», ένας λυγμός της ξέφυγε «… δεν μπορούσα να κάνω παιδιά»

«Σσς, ησύχασε Ρόουζ. Όλα θα πάνε καλά», η Μπέλα κοίταξε τον Έντουαρντ με βουρκωμένα μάτια.

Δεν χρειάστηκε να ανοίξει το στόμα της. Τα μάτια της του τα είχαν πει όλα. Δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν ποτέ παιδιά. Η καρδιά του σφίχτηκε όμως δεν θα άφηνε την αγαπημένη του. Έβγαλε από την τσέπη του το φλάουτο και άρχισε να παίζει. Η γλυκιά μελωδία πλημμύρισε το χώρο.

Μέσα στη μουσική έβαλε όλη του την αγάπη. Λάτρευε από μικρός την άνοιξη και ήθελε να της προσφέρει την ομορφότερη μουσική για να διώξει τη θλίψη από το μυαλό της. Έπαιξε έχοντας στο μυαλό του όλες τις παιδικές του αναμνήσεις από παιδί. Από τα λιβάδια που έτρεχε όταν ήταν μικρός. Τα παιχνίδια που έπαιζε με τα ζώα του δάσους.

Η μουσική του ήταν ένα κάλεσμα για όλα τα ζώα να έρθουν κοντά του. Ήθελε να της γνωρίσει τους αγαπημένους του φίλους. Ήταν σίγουρη πως θα την λάτρευαν. Είχε κλείσει τα μάτια του για να συγκεντρωθεί στη μελωδία.

Η Μπέλα τον κοίταζε σαν μαγεμένη όπως ο περισσότερος κόσμος κοντά της. Στη μουσική αυτή μπορούσε να αναγνωρίσει το κάλεσμα της άνοιξης. Πολύχρωμα λουλούδια άνθιζαν γύρω από τον αγαπημένο της. Το ταίρι της ήταν τόσο ταιριαστό…

Στον ουρανό μπόρεσε να διακρίνει χελιδόνια να πλησιάζουν. Δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει πλατιά. Τα πουλιά έρχονταν πίσω. Στο βάθος υπήρχαν τεράστια σμήνη και ένα τράβηξε την προσοχή όλου του κόσμου. Ήταν εκείνοι. Επέστρεφαν ύστερα από τόσο καιρό.

Σμήνη από χελιδόνια και άλλα αποδημητικά πουλιά έφερναν ένα χρυσό άρμα. Και πάνω στο άρμα ήταν οι γονείς των τεσσάρων κοριτσιών. Ο πατέρας χρόνος και η μητέρα φύση. Το άρμα ακούμπησε απαλά στο χώμα και οι κοπέλες έτρεξαν στο μέρος τους.

«Μητέρα, πατέρα!», φώναξαν.

Η Ρόζαλι έτρεξε και γονάτισε μπροστά τους.

«Συγχωρείστε με. Δεν ήξερα…»

Η μητέρα φύση γονάτισε και αγκάλιασε την κόρη της.



«Ω, γλυκό μου κορίτσι», την έσφιξε στην αγκαλιά της.

«Θα με αφήσει τώρα, μαμά. Δεν έχω τίποτα να του προσφέρω»

«Και βέβαια έχεις. Τα παιδιά που θα κάνετε από δω και έπειτα»

Η κοπέλα την κοίταξε με έκπληξη. Με την άκρη του ματιού της είδε τον αγαπημένο της να μιλά με τον πατέρα της. Στο βλέμμα και στις αντιδράσεις του Έμμετ μπορούσε να διακρίνει την έκπληξη από τη συζήτηση μαζί του. Την κοίταξε στα μάτια και τα μάτια του φάνηκαν από ευτυχία. Έτρεξε κοντά της. Την σήκωσε ψηλά και άρχισε να την γυρνά στον αέρα.

«Μπορούμε. Πλέον μπορούμε. Μία κόρη με τα μάτια σου… Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο», και την φίλησε παθιασμένα.

«Μα πώς;», ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

«Ο Κάρλαϊλ μου εξήγησε πως μόνο όταν και οι τέσσερίς σας βρίσκατε τα ταίρια σας θα μπορούσατε να αποκτήσετε απογόνους. Ήταν ένα ειδικό ξόρκι που είχε δημιουργηθεί για την ισορροπία του κόσμου. Όλες σας θα αποκτήσετε από μία κόρη που θα σας διαδεχθεί σαν προστάτιδα της εποχής σας πιο μετά. Θα κάνουμε ένα κοριτσάκι»

Ο Έντουαρντ σταμάτησε να παίζει το φλάουτο μετά που τον άκουσε. Κοιτάχτηκε με τη Μπέλα για μια στιγμή και εκείνη του ένευσε καταφατικά. Πλησίασε τον Κάρλαϊλ και την Έσμε με την Μπέλα στο πλάι του.

«Κάντε μου την τιμή, τη χάρη, την ατέλειωτη χαρά, να μου δώσετε το χέρι της…», πήρε μια βαθιά ανάσα. «… της γυναίκας που έχει κλέψει την καρδιά μου»

Μερικά καλοκαίρια, φθινόπωρα, χειμώνες και ανοίξεις πιο μετά…



Για άλλη μία φορά γιόρταζαν το τέλος μίας εποχής…

Στο κέντρο του σιντριβανιού η κλεψύδρα άλλαξε από μωβ σε χρυσά πετράδια, τόσο εκτυφλωτικά όσο ο ήλιος.

«Είναι τα ομορφότερα πετράδια!!», αναφώνησε το κορίτσι.

«Είναι επειδή είναι της μητέρας σου», παρατήρησε το κοριτσάκι με τα σμαραγδένια μάτια στην κοκκινομάλλα ξαδελφούλα του.

«Όχι, της μαμάς μου είναι πιο ωραία που είναι διάφανα σαν το πάγο και θυμίζουν διαμάντια», είπε το ξανθό.

«Κάνετε όλες λάθος. Τα ωραιότερα είναι της μαμάς μου. Είναι καφέ σαν τα κεχριμπάρια και έχει κόκκινα σαν τα ρουμπίνια», είπε το τέταρτο.

Σε λίγο τα κορίτσια άρχισαν να κυνηγάνε το ένα το άλλο γύρω από το σιντριβάνι. Οι γονείς τους τους παρατήρησαν σιωπηλά από απόσταση.

«Το τέλος μία εποχής…», ψιθύρισε ο Έντουαρντ στο αυτί της αγαπημένης του. «Λυπάσαι που φεύγει;»

Η προστάτιδα της Άνοιξης χωρίς να φύγει από την αγκαλιά του αγαπημένου της γύρισε για να μπορέσει να τον κοιτάξει.

«Όχι. Γιατί μετά από το καλοκαίρι θα έρθει το φθινόπωρο και μετά το φθινόπωρο θα έρθει ο χειμώνας που έμαθα να λατρεύω γιατί τότε ήρθες στη ζωή μου. Σ’ αγαπάω», και τον φίλησε απαλά. Ένα φιλί ανεπαίσθητο πού όμως έκρυβε τόσα συναισθήματα.

«Και εγώ σ’ αγαπάω»

Το ζευγάρι στράφηκε για να παρατηρήσει την χαμογελαστή τους κόρη που στεκόταν στο ίδιο σημείο που κάποτε τόσα χρόνια πριν οι γονείς της έδωσαν το πρώτο τους φιλί και πολλά επόμενα.

Και αυτό κυρίες και κύριοι… Αυτό ήταν ευτυχία…

1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Merkur-Merkur-Merkur - DECCASINO
Merkur-Merkur, the new adjustable double-edge safety razor, septcasino is primed for 메리트카지노 action with this Merkur-Merkur Merkur Double Edge Safety Razor, a 90400 바카라 Open Comb